Το χρυσάφι της γης
της Βάνας Χαραλαμπίδου Είναι το χρυσάφι της ελληνικής γης. Ο ανεκτίμητος θησαυρός της. Που κρύβεται όλο το χρόνο στους προαιώνιους ελαιώνες της. Για να δώσει τους πολύτιμους καρπούς του σαν ευλογία. Ελαιόδεντρα, ελιές, χρυσαφένιο λάδι. Μεσολαβεί ο μόχθος των ελαιοπαραγωγών. Η αγωνία τους. Η μάχη με το δάκο και τις άλλες απειλές που καιροφυλακτούν. Τα […]
της Βάνας Χαραλαμπίδου
Είναι το χρυσάφι της ελληνικής γης. Ο ανεκτίμητος θησαυρός της. Που κρύβεται όλο το χρόνο στους προαιώνιους ελαιώνες της. Για να δώσει τους πολύτιμους καρπούς του σαν ευλογία. Ελαιόδεντρα, ελιές, χρυσαφένιο λάδι.
Μεσολαβεί ο μόχθος των ελαιοπαραγωγών. Η αγωνία τους. Η μάχη με το δάκο και τις άλλες απειλές που καιροφυλακτούν. Τα βλέμματα στον ουρανό για την καταιγίδα που έρχεται και μπορεί να πλήξει την παραγωγή. Ο φόβος για το καταστροφικό χαλάζι. Μέχρι να φθάσει η ώρα της συγκομιδής. Σαν τα μυρμήγκια οικογένειες ολόκληρες, μεροκαματιάρηδες εργάτες, ακόμη και παιδιά σκύβουν να μαζέψουν έναν – έναν τους πολύτιμους καρπούς. Οι μεγαλύτεροι με τα καλάμια στο χέρι τινάζουν. Με χτένια αδειάζουν τα χαμηλότερα κλαδιά. Λίγοι διαθέτουν τα ειδικά μηχανήματα. Βροχή πέφτει πάνω στους απλωμένους μουσαμάδες το θαύμα της φύσης. Νεώτεροι σαν αίλουροι σκαρφαλώνουν να φτάσουν στα πιο ψηλά κλαδιά. Ούτε μια ελιά δεν πρέπει να πάει χαμένη. Ένα – ένα γεμίζουν και δένονται τα τσουβάλια. Όλα πρέπει να γίνουν οργανωμένα χωρίς καθυστερήσεις. Μια δυο μέρες μετά η ελιά πρέπει να φύγει για το ελαιοτριβείο. Να μην ανάψει κι ανεβάσει οξύτητα το λάδι.
Και μετά αρχίζει μια αλλιώτικη γιορτή. Να φτάσει στην ώρα της η ελιά, να ζυγιστεί, να μετρηθεί ο κόπος των ανθρώπων και η ακατάβλητη δύναμη της γης. Να πέσει στη μηχανή, να πλυθεί, να διαχωριστούν κάποια αυθάδη φύλλα, που δεν ήθελαν να την αποχωριστούν, να προχωρήσει στη σύνθλιψη και την πολτοποίηση. Αν δεις άφθονη λαδιά πάνω στον πολτό, αυτό είναι το πρώτο δείγμα ότι θα πάνε καλά τα πράγματα. Πέρα δώθε τρέχουν οι παραγωγοί να παρακολουθούν όλα τα στάδια με έκδηλη αγωνία. Μια πολύωρη ορθοστασία μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο των μηχανημάτων. Κανείς δε φεύγει. Μέχρι να στάξει το πρώτο λαδάκι. Χρυσοπράσινο, παχύρευστο, μοσχομυριστό, αρχίζει να ρέει σταθερά γεννώντας ανάμικτα συναισθήματα. Μεταφέρεται στα δοχεία, που γεμίζουν ένα – ένα. Αμέσως μ’ ένα δείγμα μετρούν την οξύτητα. Μηδέν τέσσερα…, μηδέν τρία, αστέρι το προϊόν. Χαμόγελα ικανοποίησης. Οι πιο μερακλήδες φρυγανίζουν ψωμί, το βρέχουν στο λάδι που ρέει και απολαμβάνουν την πρώτη ικανοποίηση των κόπων μιας ολόκληρης χρονιάς. Ξεχνούν τα κουραστικά κλαδέματα, τα φορτία των κομμένων κλαδιών, τα οργώματα για ν’ αναπνεύσει η γη, τον πόλεμο με τις αρρώστιες, τους μύκητες, τον ανίκητο εχθρό, το δάκο, την αγωνία για τις αναπάντεχες κακοκαιρίες.
Ζύγισμα τελικό του λαδιού. Διαίρεση, πόσα κιλά λάδι για πόση ελιά. Ένα προς οκτώ ήταν άγουρες ακόμη οι ελιές, ένα προς επτά συνήθης αναλογία, ένα προς έξι όλα καλά… Πρόσθεση οι δαπάνες (δακοπαγίδες, μουσαμάδες, τενεκέδες, μεροκάματα, κόστος ελαιοτριβείου κλπ. κλπ), για να εξαχθεί το κόστος του παραγωγού ανά κιλό. Λίγοι κερδίζουν. Οι μικροί θα μπουν μέσα. Κι όμως θα επαναλάβουν την επιχείρηση και τις επόμενες χρονιές. Γιατί κάτι τους λέει πως είναι ύβρις ν’ αφήσεις την ελιά να γίνει λίπασμα.
Ο θησαυρός θα φορτωθεί, κανείς δεν νοιώθει την κούραση της μέρας… Ευχές, άντε, καλοφάγωτο!
Δύο και ογδόντα πουλάνε το κιλό το λάδι στο ελαιοτριβείο οι παραγωγοί. Εξευτελιστική τιμή αν μετρήσεις το μόχθο τους, αλλά και την πολύτιμη μοναδικότητά του προϊόντος, που έπρεπε να εξάγεται σε υψηλές τιμές στους δυστυχείς του πλανήτη, που μαγειρεύουν με άθλια σπορέλαια. Αλλά σε μια χώρα παράδεισο, όπως η Ελλάδα, και αυτή η υπόθεση έμεινε να τη διαχειρίζονται τα πιο ανίκανα και αδιάφορα χέρια, όπως όλα. Που αφήνουν το θησαυρό της ανεκμετάλλευτο.