Parallax View

Το χρονικό ενός μνημοσύνου που δεν τελέστηκε ακόμα

«Κόσμος πολύς πορεύονταν προς την εκκλησία, ερχόμενοι απ’ όλες τις γειτονιές τού χωριού, για να συμμετάσχουν στην λειτουργία και ειδικά να παρευρεθούν στο μνημόσυνο που θ’ ακολουθούσε»

Parallaxi
το-χρονικό-ενός-μνημοσύνου-που-δεν-τελ-1245731
Parallaxi

Λέξεις / Εικόνα: Δημήτρης Νούλης

Η πρώτη καμπάνα –λένε πως ο ήχος τους είναι ο πιο ευχάριστος στα ανθρώπινα αυτιά– χτύπησε, όπως όλες τις Κυριακές, στις 07:30, ακριβώς στην ώρα της. Η δεύτερη λίγο μετά τις οχτώ. Και η τρίτη με αρκετή διαφορά αφήνοντας ενδιάμεσα άπλετο διάστημα για να γίνει αντιληπτή, ακόμα κι απ’ όσους συνέχιζαν να κοιμούνται, η απόλυτη σιωπή που απλωνόταν αυτό το πρωινό τού όψιμου φθινοπώρου πάνω στο χωριό• μπορούσες ν’ ακούς το φτερούγισμα τών πουλιών που πετούσαν από κλαδί σε κλαδί τών γυμνών δέντρων και τον ψυχρό αέρα να εισέρχεται στους θαλάμους τών πνευμόνων σου.

Κάποιοι περπατούσαν με άνεση πηγαίνοντας στο κάλεσμα τής καμπάνας σαν σε πρόσκληση στο σπίτι επιστήθιου φίλου τους κι άλλοι σαν να στριμώχνονταν μεταξύ τών Συμπληγάδων τής σιωπής. Μα αν βρισκόσασταν για μια στιγμή γραπωμένοι κι εσείς σαν τα πουλιά ψηλά σε κάποιο κλαδί θα τούς βλέπατε καθώς συγκλίνουν στην αυλή τής εκκλησίας να μεταμορφώνονται, με οβιδιακό τρόπο, σε μια ομονοούσα ομάδα, πώς τα βαρκάκια εκείνα με πανί που χρησιμοποιούν τα παιδιά όταν μαθαίνουν ιστιοπλοΐα ειδομένα από κάποιο drone την στιγμή που εισέρχονται στο λιμανάκι τού ναυτικού ομίλου Θεσσαλονίκης.

Κόσμος πολύς πορεύονταν προς την εκκλησία, ερχόμενοι απ’ όλες τις γειτονιές τού χωριού, για να συμμετάσχουν στην λειτουργία και ειδικά να παρευρεθούν στο μνημόσυνο που θ’ ακολουθούσε.

Δυο γυναίκες, κοντούλες και κομψές, έχοντας οπωσδήποτε διανύσει μια διαδρομή άνω τών εβδομήντα Μαΐων αλλά κρατώντας ακόμα πολλή ζωντάνια μέσα τους, που ανέβλυζε από κάθε τους κίνηση, από κάθε τους νεύμα, βάδιζαν πιασμένες αλά μπρατσέτα.

– Άστα, φιλενάδα, ο ύπνος δε με θέλει πια, ξυπνάω απ’ τ’ άγρια χαράματα!

– Αμ εγώ να δεις! Θαρρείς και μαλώσαμε και χαίρεται να με σηκώνει όλο και πιο νωρίς. Ούτε πεντέμισι δεν είχε πάει σήμερα όταν άνοιξα τα μάτια μου.

– Κάνει κι ένα κρύο εκείνη την ώρα…

– Κάνει λέει, αλλά και ν’ ανάψεις θέρμανση από τόσο νωρίς δε συμφέρει.

– Α-πα-πα, ούτε να το σκεφτώ! Κουκουλώνομαι με το κουβερτάκι μου κι ούτε φως ανάβω.

– Είν’ η καλύτερη ώρα για προσευχή!

– Κι εγώ τότε την κάνω. Και να δεις που μερικές φορές ζηλεύει ο κερατάς ο Ύπνος και με ξαναπαίρνει στην αγκαλιά του…

– Έχει και τα τυχερά της η νύχτα!

– Τα ‘χει αλλά είναι σπάνια τ’ άτιμα κι είναι τέτοια η μοναξιά εκείνη την ώρα…

– Τότε είναι που ξυπνάν οι αναμνήσεις μας…

– Σαν το θέατρο τής Δευτέρας στο ραδιόφωνο, ηθοποιοί δίχως σκηνή.

– Εγώ θα ‘λεγα δίχως θεατές. Μια ατέλειωτη πρόβα τζενεράλε.

– Αλλά δε θα κάτσω και να σκάσω. Αν δε με θέλει μια φορά ο Ύπνος δεν τον θέλω δέκα, κακό χρόνο να ‘χει!

– Θα μού πεις έχει κι η μοναξιά τις χάρες της.

– Είν’ ελευθερία, πουλί μου, η μοναξιά!

Ανήκαν στην γενιά εκείνη που είχε μάθει να κοιτά τις κακοτοπιές τής καθημερινότητας αφ’ υψηλού, όπως οι άρχοντες τούς άτακτους υπηκόους τους. Που η λογική τους ήξερε όχι μόνο ν’ αφουγκράζεται τα συναισθήματα και να τα χειραγωγεί αλλά ενίοτε να παραδίνεται στην νεανική γοητεία τους, όπως παραδίνεται η διψασμένη γη στα πρωτοβρόχια. Σε κάθε περίπτωση δεν θα έδιναν με τίποτε την χαρά στον άπιστο τον Ύπνο να τούς χαλάσει τα κέφια.

– Άμα πάλι, Φλώρα μου, προσευχή ξε-προσευχή, κάτι πρέπει να βρούμε να κάνουμε, είναι πολύ νωρίς να ξυπνάμε τέτοιαν ώρα!

– Ναι καλέ, έχεις δίκιο παρά πάει το πράγμα. Να φανταστείς σήμερα μετρούσα τα βήματα τού παπά που πήγαινε να ετοιμάσει την εκκλησία. Και ξέρεις πως πάει νωρίς-νωρίς.

– Ξέρω, κι έμαθε κι αυτός ο τζαναμπέτης και μάς χαιρετά κάθε φορά που περνάει μπροστά απ’ τα παράθυρά μας σφυρίζοντας, σα να λέει: «Σάς βλέπω!».

– Δε λες πάλι καλά που τον έχουμε κι αυτόνε και χτυπά η καμπάνα!

– Ναι, για φαντάσου τι νέκρα θα επικρατούσε αλλιώτικα.

– Είμαστε που είμαστε μια χούφτα άνθρωποι…

– Ούτε τριάντα όλοι κι όλοι!

– Πόσους θέλετε, κορίτσια; Θα σάς φέρω κι άλλους, πολλούς!

– Α να χαθείς, σκασμένε, με κατατρόμαξες. Από πού ξεπετάχθηκες έτσι, βελζεβούλη!

– Οργανώνω ένα φεστιβάλ για φυσιοδίφες, θα σάς έρθουν κάμποσοι απ’ όλον τον κόσμο, θα τιγκάρει το χωριό με κόσμο.

– Όλο ιδέες μού ‘σαι!

– Καλέ σε ποιον μιλάς, ζουρλάθηκες;

– Στον Γιάννη, τον κυρ-Γιάννη τον μπερμπάντη, τυφλή είσαι;

– Τι ‘ναι αυτά που λες, Φλώρα μου, πάει πάνω από μήνας που τον χάσαμε τον κυρ-Γιάννη και σήμερα είναι το μνημόσυνό του, το ξέχασες; Άειντε, σύνελθε!

– Εεε, μα ήταν τόσο αληθινό όλο αυτό. Να εδώ μ’ έπιασε, στο μπράτσο. Μπήκε ανάμεσά μας και ήταν σαν ηλεκτρισμός! Πετάχτηκε σαν σκίουρος μέσ’ απ’ τα πεσμένα φύλλα τών πλατανιών…

– Φλώρα είπα!

– Έχεις δίκιο, είδες τι σού κάνουν οι αϋπνίες!

Παραδέχτηκε, απορώντας με τις ίδιες της τις αισθήσεις, η Φλώρα, κοιτώντας θαρρείς το υπερπέραν, το σύνορο μεταξύ εδώ κι επέκεινα, τον ορίζοντα τού άλλου κόσμου κι άρχισε να σταυροκοπιέται καθώς δρασκέλιζαν την πόρτα τού κοιμητηρίου, που βρίσκεται στο πίσω μέρος τής εκκλησίας.

– Όμως δε μπορείς να πεις, είναι τέλεια η ιδέα ενός τέτοιου φεστιβάλ! Είπε μη θέλοντας ν’ αποχωριστεί την εξωτική αίσθηση που τής είχε δημιουργήσει η τόσο ζωντανή εικόνα ενός φαντάσαματος.

– Πάψε πια, θα μάς κοροϊδεύουν κι οι πεθαμένοι, είπε η άλλη καθώς βάδιζαν ανάμεσα στους τάφους για να φτάσουν τα σκαλοπάτια που οδηγούν στην είσοδο τής εκκλησίας.

Εντωμεταξύ, από την άλλη άκρη τής αυλής, από την νότια είσοδο ανηφόριζε μια πολυμελής παρέα.

– Μικρό αλλά καλοστημένο το μουσείο, ε παιδιά;

– Ναι, πως είπαμε το λένε, ρε;

– Το Σπίτι τού Νυμφαίου.

– Αλλά μάς έκανε καλή ξενάγηση κι εκείνος ο τύπος…

– Αργυροχρυσοχόοι, λέει, ήταν οι περισσότεροι Νυμφιώτες, που ταξίδευαν σε όλον τον κόσμο.

– Ναι και κάμποσοι καπνέμποροι.

– Ρε παιδιά, δεν σάς θύμισε κάποιον γνωστό;

– Ξέρω πού το πας αλλά μη συνεχίζεις, θα ‘ταν κάποιος συγγενής του που τού μοιάζει, μικρό το χωριό αλλά μεγάλα τα σόγια.

– Λες;

– Ε τι τώρα, ζωντανεύουν οι νεκροί!

Δεν ξέρω, παίδες, αν πρόκειται για αυθυποβολή ή για μια συλλογική φαντασίωση πάντως τον είδα κι εγώ. Και ήρθε στον Τίγρη όπως κάθε φορά, ελαφρώς καμπούρης αλλά με την αύρα του ντούρα κι ευθυτενή. Μ’ εκείνο το παιχνιδιάρικο χαμόγελο στα χείλη του:

– Θα σού φέρω την πρόεδρο τής Δημοκρατίας, μού είπε εκμυστηρευτικά.

Δεν ξαφνιάστηκα. Γνώριζα το εύρος τών γνωριμιών του και την επικοινωνιακή του ικανότητα. Και είχα διαπιστώσει κάμποσες φορές την δημιουργικότητα που κινητοποιούσε όλες του τις ιδέες, ακόμα και τις πιο ευτελείς.

– Πώς κι έτσι; Ρώτησα.

– Θα έρθει στο χωριό για επίσημη επίσκεψη. Τρελαίνεται για τσιπουρομεζέδες κι οι δικοί σου είναι κάτσε καλά! Να τής σερβίρεις το συκώτι με τα καραμελωμένα κρεμμύδια! Αλλά είμαι σίγουρος πως θα τις αρέσουν όλα. Είναι πολύ απλός άνθρωπος, θα δεις.

– Θα βάλω τα δυνατά μου, τού είπα κι όσο γλυκά εμφανίστηκε, θαρρείς σαν φάντασσμα μέσα από την ομίχλη που συχνά καλύπτει το χωριό, τόσο ξαφνικά, σαν κόλπο ταχυδακτυλουργού, εξαφανίστηκε. Έμεινα με την εικόνα του στα μάτια μου και δεν πρόσεξα τούς δυο μπαρμπάδες που βάδιζαν προς την εκκλησία ακουμπώντας στις γκλίτσες τους μέχρι που κόντεψα να πέσω πάνω τους.

– Ώπα, Τίγρη, στο μνημόσυνο πας;

– Πού αλλού;

– Κι αυτός εκεί πάει.

– Ποιος αυτός;

– Ο κυρ-Γιάννης.

– Με δουλεύετε, έτσι; Αχ αυτό το βλάχικο χιούμορ σας! Αλλά σάς έχω μάθει, δεν πιάνει άλλο σ’ εμένα.

Δεν ξέρω γιατί δεν παραδέχτηκα πως τον είχα δει κι εγώ. Ίσως επειδή τον τελευταίο καιρό βρέθηκα να περπατώ παράλληλα στο σύνορο μεταξύ τού κόσμου τών ζωντανών και τών φαντασμάτων, που συχνά το διέσχιζαν για να μ’ επισκεφτούν και μάλλον φοβήθηκα πως με τον πολύ συγχρωτισμό κινδυνεύω να γλιστρήσω στην μεριά τους.

– Αλήθεια σού λέμε, τον είδαμε! Επέμειναν. Περπατούσε υποβασταζόμενος από τον Αλβανό, τον Γκίνη, την ορντινάντσα του.

– Και, τι σάς είπε;

– Τίποτα, μουρμούρισε: «Κωλόβλαχοι!», κάτω απ’ τα μουστάκια του δίχως να γυρίσει να μάς κοιτάξει και συνέχισε για την εκκλησία.

– Κι αυτός στην εκκλησία;

– Εμ τι, αφού το μνημόσυνο γίνεται για πάρτη του!

– Άντε, παιδάκια μου, κουνηθείτε και μη χασομεράτε! Ακούστηκε η φωνή τής κυρίας Μαίρης, τής πολυδιαβασμένης κι ευρυμαθούς, που ποτέ της δεν έκρυβε λόγια.

– Θα ‘ρθεις κι εσύ, κυρά Μαίρη;

– Όλοι θα ‘ρθουμε!

– Ακόμα κι εκείνοι που δεν τον ήθελαν, που τον εχθρεύονταν;

– Ακόμα κι εκείνοι και θα στέκονται πρώτη σειρά. Ακούστε, θα σάς πω κάτι που το διάβασα σήμερα πίνοντας το ρόφημά μου. Πολύ επιστημονικό αλλά πιστεύω ταιριάζει στην περίσταση. Πώς πήγαινε να δεις, α ναι: Στον καιρό τής ratio, ξέρετε τι σημαίνει ratio;

– Λογική, απάντησε ευθύς ο γιατρός.

– Σωστά, σ’ αυτόν τον καιρό, λοιπόν, όπου η τεχνοκρατία έχει εκτοπίσει κάθε τι το πνευματικό, η παραμικρή προσπάθεια εφαρμογής ενός οράματος, ενός ονείρου, θεωρείται πράξη ανυπακοής, δηλαδή μια μικρή επανάσταση. Η ζωή τού Γιάννη τού Μπουτάρη ήταν σαν ένα κομπολόι που είχε για χάντρες μικρές και μεγάλες πράξεις ανυπακοής, αυτός ήταν ο κυρ-Γιάννης.

– Σωστήηηη η κυρά Μαίρη μας! Και δε με λες, πιστεύεις δηλαδή πως θα ‘ρθει κι ο Μισέλ;

– Μπα, δεν νομίζω. Αυτός, καλοί μου γέροντες, είναι μονήρης τύπος. Σαν ένας πλανήτης που ξέφυγε απ’ την τροχιά του κι έκτοτε περιφέρεται δίχως στόχο στην παγερή μοναξιά τού Διαστήματος. Όχι, δεν θα ‘ρθει!

Ενώ από τα σκαλάκια τού ηρώου κατέβαινε σκαλοπάτι το σκαλοπάτι ο τσέλιγκάς μας –τα γόνατά του δεν τον κρατάνε πια– μουρμουρίζοντας παράπονα για το γήρας του. Ώσπου πάτησε το πόδι του σε στέρεο έδαφος και σήκωσε το κεφάλι:

– Γεια σου, ορέ Γιάννη! Τι φτιάνς; Φώναξε δυνατά όντας ο ίδιος βαρήκοος.

«Πάει, το ‘χασε ο γέρος», σκέφτηκαν κάποιοι που κάθονταν στα παγκάκια τής πλατείας. Αλλά εκείνος συνέχισε απτόητος:

– Τι κάνεις, λέω.

– Δε βλέπεις, έχω ένα σωρό καλεσμένους σήμερα.

– Θες κανά ντενεκέ τυρί να τούς κεράσεις;

– Ακόμα πουλάς τυριά από δω κι από κει;

– Τι από δω κι από κει, ρε; Παντού τα πουλάω! Και το φωνάζω, «Έχω τα καλύτερα τυριά!» Εγώ είμ’ απ’ το Μπλάτσι, ρε!

– Α ρε Αντώνη, σού ‘πα τότε να σε βοηθήσω να πάρεις επιδότηση για να στήσεις ένα τυροκομείο αλλά εσύ δεν άκουγες.

– Ποιος θα πλήρωνε το λογαριασμό στο τέλος, ρεεεεε;

– Πάντως όχι εσύ!

– Καλά, δε με λες, είπε ξαφνικά σαν να θυμήθηκε κάτι, εσύ δεν είσαι πεθαμένος; Τι γηρεύ’ς εδώ πάνω;

Αλλά ο Γιάννης δεν άκουγε πια. Τού είχε γυρίσει την πλάτη κι απομακρυνόταν, καταπώς έκανε πάντα όταν βρισκόταν απέναντι σε αδιαπέραστους τοίχους.

Εντωμεταξύ, κόντευε να τελειώσει η λειτουργία. Και η εκκλησία ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Αναμονή κατίσχυε τούς λογισμούς τών πιστών. Η ατμόσφαιρα ήταν εγκυμονούσα. Όλοι περιμέναμε τον λόγο που θα έβγαζε ο παπάς γιατί πρώτη φορά θα μνημονευόταν νεκρός που είχε επιλέξει την καύση και όχι την χριστιανική ταφή. Και τι νεκρός! Τα κόλλυβα πάνω στο τραπέζι με το κοφτό σεμεδάκι θύμιζαν το χαμόγελο στην άκρη τών χειλιών του και οι διακοσμητικές, γυαλιστερές χάντρες τις σπίθες τών ματιών του.

Σαν ένας άνθρωπος, ένα κορμί, κρατήσαμε την αναπνοή μας όταν είδαμε τον παπά να κατεβαίνει το σκαλοπάτι τής Ωραίας Πύλης. Καρφίτσα να έπεφτε θα την ακούγαμε.

– Αδελφοί μου, είπε κι έμοιαζε το βλέμμα του ν’ απευθύνεται στον καθένα μας ξεχωριστά, σαν το βλέμμα υπνωτιστή!

Και ήμουν σίγουρος από την πρώτη του αυτή λέξη πως είχε κάνει πρόβες όχι μόνο τα λόγια αλλά και τις κινήσεις του –καθώς μιλούσε περπατούσε δεξιά κι αριστερά, πάνω κάτω, με μια εκπληκτική ελαστικότητα κάνοντας κάθε τόσο μερικά βήματα στις μύτες τών ποδιών του που έδιναν την εντύπωση πως γλιστρά πετώντας λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος ενώ εμείς ακολουθούσαμε τα πηγαινέλα του με τα κεφάλια, καταπώς οι ηλίανθοι τον ήλιο.

– Οι Νυμφιώτες, συνέχισε, ανέκαθεν υπήρξαμε κοσμοπολίτες. Παππούδες και προπάπποι μας ταξίδευαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη τού κόσμου κάνοντας εμπόριο, συχνά δε και για λόγους επιμορφωτικούς, για τη χαρά τής γνώσης. Δημιουργώντας μάλιστα καινούργιες κοινότητες Ελλήνων σε άλλα μέρη. Όταν επέστρεφαν έφερναν πίσω μαζί τους ό,τι καλύτερο έβρισκαν στα ξένα –έπιπλα για να επιπλώσουν τα σπίτια τους, ρούχα, βιβλία, μηχανές κι ένα σωρό άλλα καλούδια. Φυσικό ήταν να κουβαλούν και κάποιες από τις καινούργιες ιδέες που κυκλοφορούσαν στην Εσπερία. Την παράδοση αυτή ήρθε ν’ ανακαινίσει πριν από κοντά τριάντα χρόνια ο εκλιπών, όταν αποφάσισε να εφαρμόσει στο χωριό καινούργιες επιχειρηματικές ιδέες, όπως την ανέγερση τού La Moara και την ίδρυση τού Αρκτούρου. Και να που μια ακόμα εισαγόμενη ιδέα τον οδήγησε να επιλέξει την καύση τού νεκρού του σώματος. Η οικογένειά του σεβάστηκε και πολύ καλά έκανε, την επιθυμία του.

Να το κρίσιμο σημείο! Πώς θα το ξεπεράσει; Βλέπετε ο παπάς μας υπήρξε σε ορισμένες περιπτώσεις τής πρότερης ζωής του και τής μετέπειτα ιεροσύνης του αντισυμβατικός κι αυτός, όπως ο κυρ-Γιάννης. Ωστόσο, όσον αφορούσε στο δόγμα ήταν αμετακίνητος. Πώς θα δικαιολογούσε την εκτροπή τού εκλιπόντος από τα χριστιανικά ειωθότα; Περιμέναμε με αγωνία.

–  Σήμερα, όμως, μαζευτήκαμε εδώ για να μνημονεύσουμε όχι το σώμα του αλλά την ψυχή του…

Το βρήκε! Γάτα, ο παπάς μας! Μα πού το σκέφτηκε! Έτσι είναι όμως, όταν αντλεί απ’ το συλλογικό μας υποσυνείδητο μπορεί και κάνει θαύματα!

– …Γιατί  σ’ εμάς τούς Βλάχους αρέσουν οι καινούργιες ιδέες αλλά μάς αρέσει να κρατάμε και κάτι απ’ τούς παλιούς μας τρόπους. Όπως άρεζε και στον Γιάννη τον Μπουτάρη, που ανέκαθεν ισορροπούσε μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμών.

Μια πνοή ανακούφισης, ένα ξεφύσημα από τα στήθη μας, όλων μας, έφτασε ίσαμε τον παπά πάλλοντας τις τρίχες τής κεφαλής του. Έμεινε για κλάσματα τού δευτερολέπτου μετέωρος μεταξύ δύο βηματισμών, σαν να ήθελε να τραβήξει ακόμα περισσότερο την προσοχή μας στα λόγια του που έπονταν:

– Ελάτε, το λοιπόν, να προσευχηθούμε όλοι μαζί, Βλάχοι και μη, για να βοηθήσουμε την ψυχή του να περάσει από τον έρημο τόπο τής φθοράς στα πράσινα λιβάδια τής αφθαρσίας. Μαζί να αινήσουμε την pomana, το βλάχικο τραγούδι τών προγόνων. Ο τρόπος μάς δόθηκε σήμερα το πρωί όταν ο εκλιπών, ή μάλλον το φάντασμά του, και μην παρεξηγείτε την χρήση αυτής τής λέξης, εμφανίστηκε στον καθένα μας ξεχωριστά –ναι κι εγώ τον είδα την ώρα που άναβα τα κεριά ν’ ανάβει μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του στον άγιο Φανούρη– αποδεικνύοντας πως η μνήμη, η συλλογική μνήμη μπορεί να κάνει θαύματα. Όλοι μαζί, αδελφοί μου, αναστήσαμε, ο καθένας με τον τρόπο του, τον κυρ-Γιάννη! Παρουσιάστηκε μπροστά μας, κοντά μας, ανάμεσά μας κι όσο τον θυμόμαστε θα συνεχίσει να το κάνει. Στο χέρι μας είναι να μπορέσουμε να ερμηνεύουμε τα όσα έχει να μάς πει και να κάνουμε πράξη τις καινούργιες του ιδέες.

Πώς να το αρνηθούμε! Πώς ν’ αμφισβητήσουμε την δύναμη τής συλλογικής μνήμης; Πώς να μην πιστέψουμε στα θαύματά της; Ειδικά τώρα που ζήσαμε την τόσο αληθινή φανέρωση μιας απουσίας ανάμεσά μας,  στην καθημερινότητά μας!

– Προσοχή χρειάζεται κι ανοιχτό μυαλό! Σαν εκεινού, τού κυρ-Γιάννη. Κι αν έρχεται στη μνήμη μας, όπως στη ζωή του που συχνά σκανδάλιζε τα ήθη μας, θα πρέπει να τού το συγχωρήσομε έχοντας κατά νου πως αυτός είναι ο τρόπος τών ηρώων: η διακινδύνευση μιας ζωής που ισορροπεί στην κόψη τού ξυραφιού. Γιατί όπως τούς ήρωες έτσι και τον κυρ-Γιάννη, δεν τον χωρούσε κανένας τόπος. Πώς να τον στριμώξουμε τώρα στα Πράσινα Λιβάδια, όπου συνωστίζονται οι απανταχού εκλιπόντες Βλάχοι! Αυτός θέλει να διαρρήξει τα γνωστά όρια, ν’ ανοίξει καινούργια μονοπάτια, να βρει άλλα, υψηλότερα πεδία για να δημιουργήσει. Κι ας προκαλέσει την αγανάκτηση μερικών τού πέρα κόσμου. Μήτε η ερημιά τον χωράει μήτε, όμως, και οι πόλεις. Κατέκτησε την δεύτερη μεγαλύτερη τής χώρας μας με την πιο μακραίωνη κι αδιάκοπη παράδοση και κατόρθωσε σε μια στιγμή παρακμής της να την ανασηκώσει στα πόδια της. Το ίδιο έκανε και για το Νυμφαίο. Ως τα πότε θα συγχρονιζόμαστε με τον βηματισμό του εξαρτάται από εμάς και τη μνήμη μας. Και μην αφήνεται να σάς παρασύρουν οι σειρήνες τής επιστημοσύνης, που λένε πως θα ‘ταν καλύτερα να ζούμε δίχως μνήμη γιατί, ανεπηρέαστοι από το παρελθόν, θα ζούσαμε ελεύθεροι, σε μια αιωνιότητα ενός συνεχούς «τώρα». Δεν μάς λένε αυτοί οι εξυπνάκηδες πως από την συγκεκριμένη εξίσωση λείπει η επίγνωση, η συνειδητότητα. Τι να την κάνουμε τέτοια αιωνιότητα; Δίχως συνειδητότητα δεν αξίζει τίποτα. Κι αν είναι πολλές από τις επιλογές μας κατευθυνόμενες από την ανατροφή και το περιβάλλον μας και άρα ασύνειδες δεν πειράζει. Ας είναι! Με προσευχή και προσήλωση, μ’ επιμονή στο όνειρο –κι από τέτοια είχε πολλά ο κυρ-Γιάννης– θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε το παράδειγμά του. Θα μάς κοιτά τότε από ψηλά και θα χαμογελά μα και θα παίρνει απόφαση να μάς επισκέπτεται συχνότερα, όπως σήμερα το πρωί, για να μάς μεταλαμπαδεύσει κάποια απ’ τις καινούργιες ιδέες που θα τού ‘ρθε κουβεντιάζοντας με τούς αγγέλους άμα και τούς σατανάδες. Θα ‘χουμε κάνει τότε το καθήκον μας ως γνήσιοι χριστιανοί κρατώντας αιωνία τη μνήμη του!

– Αιωνία του η μνήμη! Φωνάξαμε όλοι μαζί μ’ ένα στόμα και πολλά χαμόγελα γιατί η θλίψη μπορεί να γίνει εξίσου σαγηνευτική με την χαρά…

Και πράγματι θα χαμογελούσε από εκεί στα ψηλά  κοιτώντας τα καμώματά μας καθώς την ώρα τής απόλυσης τού εκκλησιάσματος κανείς δεν έφυγε. Μαγεμένοι καθώς ήμασταν από την πρωινή του εμφάνιση, πεπεισμένοι πως βρισκόταν ακόμη ανάμεσά μας, αρχίσαμε να τον ψάχνουμε στα πιο απίθανα μέρη: πίσω απ’ τις εικόνες και τα μανουάλια, πάνω στον άμβωνα, κάτω απ’ την σενδόνη τής Αγίας Τράπεζας και τα λοιπά απόκρυφα και φανερά μέρη.

Αλλά έτσι είναι τα φαντάσματα, στην παραμικρή προσπάθεια εκμετάλλευσής τους για λόγους πρακτικούς –βλ συμφεροντολογικούς– μάς αποφεύγουν. Το ελάχιστο εκείνο διάστημα μέσα στο οποίο μπορούμε κάποτε να τα συναντήσουμε ώστε να επικοινωνήσουμε μαζί τους, το μεταξύ ορατού και αοράτου κόσμου, παραμένει για τα μάτια που γυρεύουν εργαστηριακές αποδείξεις άχρονο και άτοπο, άρα άπιαστο. Κάτι σαν τα μικρά σωματίδια που αν τα εντοπίσεις δεν ξέρεις με τι ταχύτητα τρέχουν ή αν την μάθεις δεν θα ξέρεις πού βρίσκονται. Που, προς επίρρωση τών παραπάνω, κάποια άλλα σωματίδια, συγκεντρωμένα σε τεράστιες αέρινες μάζες φορτωμένες ηλεκτρισμό, γκρίζα σύννεφα μπόρας, άρχισαν εκείνη την στιγμή ν’ αναγγέλλουν τον ερχομό τους με τις πρώτες μακρινές βροντές κεραυνών. Που όλο και πλησίαζαν. Και σηκώθηκε αέρας τρομερός.

Ερχόταν φουρτούνα, που λέμε στο χωριό. Το χειρότερο είδος χιονόπτωσης. Δημιουργεί στροβίλους κι ανεμοσούρια, που συγκεντρώνουν το χιόνι σε μεριές-μεριές αφήνοντας ξεσκέπαστα μεγάλα κομμάτια. Αλλά είχαμε ξεχαστεί στο ψάξιμο, δεν δώσαμε σημασία στην αλλαγή τού καιρού. Κι όταν μετά από κάμποση ώρα, συμβιβασμένοι με την αποχώρηση τού κυρ-Γιάννη από την γήινη πραγματικότητά μας, θελήσαμε να βγούμε από την εκκλησία ήρθαμε αντιμέτωποι μ’ ενάμισο μέτρο χιόνι, που έφραζε την είσοδο κι όλη την βορινή πτέρυγα τού ναού.

Αδύνατον ν’ ανοίξουμε δίοδο! Και μάλλον εξαιτίας τής χιονοθύελλας θα κόπηκαν κάποια καλώδια τής ΔΕΗ και δεν λειτουργούσαν οι κεραίες τής κινητής τηλεφωνίας –συμβαίνει τακτικά σε τέτοιες περιπτώσεις εδώ πάνω. Δίχως σήμα στα κινητά μας τηλέφωνα δεν μπορούσαμε να ειδοποιήσουμε κανέναν για να μάς απεγκλωβίσει. Ο συνωστισμός που δημιουργήθηκε στον προθάλαμο με τις τοιχογραφίες τών σπουδαίων Ελλήνων φιλοσόφων και τού Μεγαλέξανδρου έσπειρε τον πανικό κι αν δεν ήταν για την δεκάχρονη Λουκία σίγουρα κάποιος θα είχε ποδοπατηθεί και τραυματιστεί σοβαρά.

– Μαμά, ο κυρ-Γιάννης είπε να πάμε από κει!

Να τόνε, πάλι! Μόλις τον χρειαστήκαμε ήρθε.

– Ποιος κυρ-Γιάννης, κόρη μου, τι ‘ναι αυτά που λες; Πού εκεί; Ενέδωσε τελικά η μητέρα της αφού η παρουσία τού κυρ-Γιάννη, δηλαδή τού φαντάσματός του, ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη. Τον είχαν δει όλοι! Ή μάλλον όλοι όσοι είχαν μπορέσει να κάνουν χώρο στη συνείδησή τους ώστε να υποδέχεται και υποστάσεις αόρατες από το οπτικό μας νεύρο.

– Να μωρέ μαμά, μού ‘δειξε εκείνη την πλάκα πλάι στην εικόνα τού Άη-Φανούρη κι είπε να τη σηκώσουμε για να βγούμε έξω, υπάρχει μια καπα…καταπα…

– Καταπακτή;

– Ναι, αυτή!

Σαν ένα άγριο ζώο –θέλει δουλειά πολλή για να ημερωθεί το θηρίο μέσα μας• τι να σού κάνει ένα μόνο φάντασμα!– τρέξαμε όλοι στο σημείο που έδειχνε το μικρό κορίτσι. Κι άλλος συνωστισμός κι άλλο σπρωξίδι, που αυτήν την φορά μπήκε μπροστά ο παπάς και μάς συγκράτησε:

– Σοβαρευτείτε, επιτέλους! Είπε απλώνοντας τα μπράτσα του σαν τον εσταυρωμένο. Δεν υπάρχουν καταπακτές και σήραγγες, αυτά είναι για τα παραμύθια…

Να και μια μεταστροφή! Αλλά το ξέρουμε, οι προσωπικότητές μας είναι γεμάτες αντιφατικότητες…

– Παπά, άκουσέ με παπά, είπε ένας γέρος, ο γεροντότερος μάλλον τής ομήγυρης, θυμάμαι που ο πατέρας μου μάς διηγιόταν πως όταν οι αντάρτες έζωσαν την εκκλησία, τότε στον εμφύλιο, όσοι ήταν μέσα έσκαψαν ένα λαγούμι για να βγουν πίσω στα μνήματα και να γλιτώσουν. Μπορεί να ‘ναι αυτό που λέει η Λουκία.

– Που τής έδειξε ο κυρ-Γιάννης, πετάχτηκε η μάνα τής Λουκίας που ήθελε να προλάβει τις διαμαρτυρίες αν αποδεικνυόταν το αδιέξοδο τού πράγματος.

Σκορπίσαμε τότε όλοι σε αναζήτηση κάποιου σκεύους που, εν είδει λοστού, θα μάς βοηθούσε ν’ ανασηκώσουμε την βαριά πλάκα τού δαπέδου. Και πάλι δίχως συναίσθηση τού χρόνου που περνούσε.

Μάς θύμισε το πέρασμά του ο θόρυβος που ερχόταν από την είσοδο, σαν τούς μακρινούς κεραυνούς που έφεραν την θύελλα.

Το τι συνέβη τότε δυσκολευτήκαμε να το πιστέψουμε κι εμείς, που βρεθήκαμε επί τόπου, αυτήκοοι και αυτόπτες μάρτυρες. Πόσο μάλλον εσείς, μάρτυρες από σπόντα, εκ τού μακρόθεν χρονικά και τοπικά:

Ο Michel, καταπώς είχε προβλέψει η κυρία Μαίρη, δεν παρευρέθηκε στο μνημόσυνο μιας και δεν τού έκανε την τιμή να τον επισκεφτεί ο κυρ-Γιάννης στην πρωινή του βόλτα. Ωστόσο, η περιέργειά του για τα τού μνημοσύνου τον είχε ωθήσει να βγει από το σπίτι του μετά το πέρας τής φουρτούνας, ανοίγοντας όπως όπως διάδρομο μέσα στο χιόνι τής αυλής του, και να έρθει μέχρι την εκκλησία, όπου άρχισε να κόβει βόλτες σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα. Ώσπου αντιλήφθηκε τον αποκλεισμό μας εντός τού ναού. Μια σπίθα άναψε στα μάτια του κι έβαλε φωτιά στο αίμα του! Απελευθερωμένος ξαφνικά από την μέγγενη τού φθόνου του, αφού ήταν σίγουρο πως αν μάς βοηθούσε, ως άλλος Σωτήρας, ανώτερος ακόμα και αυτού τού ευεργέτη κυρ-Γιάννη, θα εισέπραττε επαίνους κι ευχαριστίες από σύσσωμη την Νυμφιώτικη κοινότητα –φίλους και εχθρούς– φώναξε το συνεργείο αποχιονισμού τού Δήμου, που ανέβηκε στο χωριό για να καθαρίσει τούς δρόμους, να έρθει να καθαρίσει το χιόνι από την είσοδο τής εκκλησίας. Ήδη έβλεπε μπροστά του την ανάρτησή του στο f/b, που θα εκθείαζε την σωτήρια παρέμβασή του και θα έθαβε κάτω από τόνους βρόμικου χιονιού την πρόεδρο τού χωριού μαζί με τούς παροικούντες την αυλή της ρίχνοντάς τους το φταίξιμο για την όλη κατάσταση. Και φανταζόταν τα χιλιάδες likes που θα εισέπραττε. Ένα πλατύ χαμόγελο, από το ένα του αυτί μέχρι το άλλο είχε εγκατασταθεί για τα καλά στο πρόσωπό του.

Πράγματι, με τα ειδικά φτυάρια οι άνδρες τού συνεργείου καθάρισαν την είσοδο μέσα σε λίγα λεπτά τής ώρας. Σαν μέσα από βαθιά σπηλιά, βγήκαμε έξω αφήνοντας για άλλη μέρα την εξερεύνηση τής πιθανής υπόγειας σήραγγας.

Ήταν πια περασμένο μεσημέρι. Η καταιγίδα είχε κοπάσει, ο αέρας έπεσε κι αργά-αργά ο ήλιος διέλυε τα νέφη τώρα που είχαν αδειάσει όλο το φορτίο τους πάνω στο βουνό μας, στις σκεπές τών σπιτιών, στα καλντερίμια μας, στην εκκλησία και τον περίγυρό της. Οι κρύσταλλοι τού χιονιού έλαμπαν στις άκρες τών δέντρων σαν χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Και η σιωπή επανήλθε δριμύτερη.

Μια οικογένεια κατάμαυρων κοτσυφιών, ίδιοι νεκροπαένηδες παραστάτες στο μνημόσυνο, καθόταν ακίνητη στον πέτρινο περίβολο τής εκκλησίας.  Παρομοίως μαυροντυμένος κι ο Μισέλ, με κίτρινο τζόκερ στο κεφάλι, στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα πίσω του, ίδιος κότσυφας. Περίμενε με ύφος εργοδηγού μέχρι να εξέλθουν όλοι τού ναού και να εισπράξει τις επευφημίες που δικαιούταν. Δεν πρόσεξε παρά την τελευταία στιγμή το δεκάχρονο κοριτσάκι, την Λουκία, που στάθηκε μπροστά του με όλη την σοβαρότητα μιας μικρής ηρωίδας και ανασηκώνοντας το βλέμμα της για να τον κοιτάξει ίσια στα μάτια τού είπε:

– Ο κυρ-Γιάννης μάς έδειξε ένα μυστικό τούνελ απ’ όπου θα βγαίναμε έξω. Δε σε χρειαζόμασταν εσένα!

*Ο Δημήτρης Νούλης είναι ιδιοκτήτης μεζεδοπωλείου – τσιπουράδικου στο Νυμφαίο και ζωγράφος

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα