Το δίλημμα Μητσοτάκη για τις σχέσεις Αθήνας – Άγκυρας
Το παρόν και το μέλλον του ελληνο-τουρκικού διαλόγου.
Η σημερινή μέρα είναι μια σημαντική μέρα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθότι αρχίζει ένας (νέος) κύκλος διερευνητικών επαφών στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να αποκλιμακωθεί η ένταση στην ανατολική Μεσόγειο.
Εύλογα θα πουν βεβαίως οι περισσότεροι από εμάς ότι τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει, ότι η γειτονική χώρα θα θέσει στο τραπέζι των συνομιλιών τις γνωστές παράλογες αξιώσεις της, ότι όλα γίνονται εξαιτίας των ευρωπαϊκών και αμερικανικών πιέσεων σε Αθήνα και Άγκυρα, ότι ο Ερντογάν μετά τη δεδομένη (;) αποτυχία των επαφών θα ξαναβγάλει στο Αιγαίο το Oruc Reis και θα συνεχίσει τις προκλήσεις.
Κι όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Αυτή η στερεοτυπική προσέγγιση, που στοχεύει στο θυμικό μας, εξυπηρετεί όσους τάσσονται υπέρ της μη-λύσης της μη εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων, η οποία, όπως και στο Κυπριακό, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε …λύσεις που κάθε άλλο παρά ωφελούν τα ελληνικά συμφέροντα και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών. Είναι αυτοί που στο όνομα της υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων, καλλιεργούν την πατριδοκαπηλία και επιβιώνουν πολιτικά χάρη στο δόγμα του προαιώνιου εχθρού.
Έχοντας καλύψει για πολλά χρόνια τα ελληνοτουρκικά, θυμάμαι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως ηγέτης της αντιπολίτευσης, διατύπωσε τη γνωστή φράση «Βυθίσατε το Χόρα», όταν το τουρκικό ωκεανογραφικό ετοιμαζόταν να βγει στο Αιγαίο, αλλά ο ίδιος ως πρωθυπουργός της χώρας, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, ήταν αυτός που τάχθηκε υπέρ του ελληνο-τουρκικού διαλόγου.
Το δόγμα Παπανδρέου για διάλογο με μοναδικό θέμα την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και πιθανή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μετά την υπογραφή του σχετικού συνυποσχετικού, υιοθέτησαν έκτοτε όλες οι κυβερνήσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και των άλλων πολιτικών δυνάμεων (Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ).
Μόνον που η εφαρμογή αυτού του δόγματος οδήγησε σε διαφορετικές ερμηνείες, στάσεις και διπλωματικούς χειρισμούς. Η κυβέρνηση Σημίτη, για παράδειγμα, με υπουργό Εξωτερικών τον Γιώργο Παπανδρέου, έκανε για άλλους ένα βήμα μπροστά και για άλλους ένα βήμα πίσω. Θυμάμαι ότι στο παγωμένο Ελσίνκι, στο τέλος της συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., την ώρα που άλλοι θεωρούσαν θετικό βήμα την απόδοση στην Τουρκία καθεστώτος υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάποιοι υπογράμμιζαν ότι ο Σημίτης άφησε στο κείμενο συμπερασμάτων να περάσει η φράση για «εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα» με την Ελλάδα.
Κοντολογίς, μέσα από μια γενική και ασαφή διατύπωση, η Άγκυρα με τη σφραγίδα των ευρωπαίων εταίρων, συνεπώς και της Ελλάδας, σύμφωνα με τους επικριτές της πολιτικής Σημίτη, θα μπορούσε στο μέλλον να θέσει στο τραπέζι του ελληνο-τουρκικού διαλόγου και άλλα θέματα (αποστρατικοποίηση νησιών, γκρίζες ζώνες, κλπ.), εκτός από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. In extremis, το Αιγαίο θα μπορούσε να διχοτομηθεί.
Τι έγινε τα επόμενα χρόνια; Το Αιγαίο διχοτομήθηκε; Δικαιώθηκαν εκείνοι που ακόμη και σήμερα κουνάνε το δάκτυλο απειλητικά σε όσους, όπως στον καθηγητή Χρήστο Ροζάκη, πρώην υφυπουργό Εξωτερικών, αλλά και σε στελέχη της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙ.ΝΑΛ. και του ΣΥΡΙΖΑ, τολμούν είτε στη δημόσια σφαίρα, είτε στο παρασκήνιο, να εκφράσουν έναν όχι διαφορετικό προβληματισμό, -προσέξτε-, που θα οδηγήσει στην εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, αλλά σε μια προσέγγιση των δύο πλευρών; Να ακούσει, βρε αδελφέ, έτσι για να το πω λαϊκά, ο ένας τον άλλον; Ο Έλληνας τον Τούρκο και ο Τούρκος τον Έλληνα;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά «όχι». Δεν δικαιώθηκαν. Όπως δεν δικαιώθηκε ούτε η κυβέρνηση Καραμανλή, που με υπουργό Εξωτερικών τον Πέτρο Μολυβιάτη, απλά σύρθηκε στις διερευνητικές επαφές.
Αντιθέτως οι δήθεν πρόθυμοι να εκχωρήσουν κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, επαναλαμβάνω από όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων, είχαν σημαντικές διπλωματικές επιτυχίες. Θυμάμαι για παράδειγμα ότι στην Κοπεγχάγη, τον Δεκέμβριο του 2002, πανηγυρίζαμε για την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Και ένα χρόνο αργότερα, πίσω από τα ζεϊμπέκικα του Γ. Παπανδρέου με τον τούρκο ομόλογό του, Ισμαήλ Τζεμ, Αθήνα και Άγκυρα είχαν φτάσει πολύ κοντά σε μια συμφωνία για την οριοθέτηση των χωρικών μας υδάτων (από 6 ν.μ που είναι τώρα σε 8,9 και κάπου σε 12) ώστε να παραμείνει το Αιγαίο ελληνικό, αλλά όχι να μετατραπεί σε ελληνική λίμνη, όπως επιδιώκουν όσοι πατριδοκάπηλοι κουνάνε απειλητικά το δάκτυλο στους «προδότες», χωρίς να σκέφτονται τις αντιδράσεις των πάντων (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, διεθνείς ναυτιλιακές εταιρίες, κ.ά.).
Και με αυτά και με τα άλλα, που λέει και το παραμύθι, φτάσαμε στο σήμερα, προσθέτοντας στο τραπέζι το θέμα με την οριοθέτηση των ΑΟΖ, από τη στιγμή που έγινε γνωστό ότι η ανατολική Μεσόγειος είναι πλούσια σε κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Θα γίνουμε όλοι πλούσιοι, όπως οι Νορβηγοί; Όχι. Θα βοηθήσει την χωλαίνουσα ελληνική οικονομία η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων; Αναμφισβήτητα ναι. Προηγουμένως, όμως, πρέπει να τα βρούμε με τη γειτονική χώρα. Διαφορετικά με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας και άλλους διεθνείς κανονισμούς τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε.
Ποια είναι τα δεδομένα; Από τουρκικής πλευράς είναι γνωστά. Από ελληνικής εκτιμώ πως δεν είναι. Βεβαίως και η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα βρεθεί στο τραπέζι των διερευνητικών επαφών στην Κωνσταντινούπολη, αλλά είναι ασαφές τι πραγματικά επιδιώκει στο πλαίσιο της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών και των χωρικών υδάτων. Θέλει μια λύση; Ή, μήπως όχι;
Διότι, διαβάζοντας τη συνέντευξη Σαμαρά στην Καθημερινή της Κυριακής, ο πρώην νεοδημοκράτης πρωθυπουργός, εκφράζοντας την αντίθεσή του στις συνομιλίες και σε ενδεχόμενη προσφυγή στην Χάγη, έριξε το γάντι στον νυν. Ο εθνικιστής Σαμαράς, ο άνθρωπος που έριξε την κυβέρνηση του (πατρός) Μητσοτάκη, ο πολιτικός του οποίου οι απόψεις επίσης βρίσκουν ευήκοα ώτα σε όλο το πολιτικό φάσμα, έστω κι αν δεν λέγεται δημόσια, είναι γνωστό ότι δεν θέλει το διάλογο με πειρατές, όπως χαρακτηρίζει τους Τούρκους. Λόγω των θέσεών του επίσης ο Μητσοτάκης δεν φέρνει στη Βουλή τη συμφωνία των Πρεσπών για κύρωση. Απλά ο νυν δεν θέλει να συγκρουστεί με τον πρώην.
Τα ενδεχόμενα συνεπώς είναι δύο: ή, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά ένα βήμα μπροστά και τολμά, όπως τόλμησε η κυβέρνηση Τσίπρα στο Μακεδονικό, και συζητά επί της ουσίας με τον Ερντογάν. Ή, φοβούμενη, όπως όλα δείχνουν, τη μήνι ενός διακεκριμένου στελέχους της, τις βέβαιες αντιδράσεις βουλευτών της Ν.Δ. και μερίδας της ελληνικής κοινής γνώμης, συνεπώς το κομματικό και εκλογικό κόστος (λέτε για δεύτερη φορά να ρίξει ο Σαμαράς μια κυβέρνηση Μητσοτάκη;) αφήνει τα πράγματα ως έχουν, αποδίδοντας την αποκλειστική ευθύνη, ως συνήθως, στον Ερντογάν.
Στην πρώτη εκδοχή, οι κυρώσεις της Ε.Ε. σε βάρος της Τουρκίας, σε περίπτωση αποτυχίας των διερευνητικών επαφών, θα επιβληθούν. Και σε κάθε περίπτωση η Αθήνα θα έχει πολλούς συμμάχους, αλλά ο πρωθυπουργός θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους. Στη δεύτερη εκδοχή, που εκτιμώ ότι είναι η πλέον πιθανή, οι εκφραστές του πατριωτικού λαϊκισμού και της διπλωματικής ακινησίας θα παραμείνουν ήσυχοι, αλλά ας μην περιμένουμε την υποστήριξη άλλων ευρωπαίων ηγετών επί της ουσίας. Ο Ερντογάν υπό τα αδιάφορα βλέμματα όλων θα στείλει πάλι το Oruc Reis στο Αιγαίο και ένα θερμό επεισόδιο θα είναι ακόμη πιο κοντά.