Το έπος της βιντεοκασέτας

της Εύης Καρκίτη Αρχές της δεκαετίας του ’80 και η Ελλάδα βαριέται. Μέχρι τη στιγμή που μπαίνει στο σπίτι ένα παράξενο μαύρο κουτί. Το λένε βίντεο και θεωρείται μεγάλη υπόθεση να κατέχεις ένα. Οι μαμάδες σιδερώνουν τα πετσετάκια για να το βάλουν στην καλύτερη θέση στο σαλόνι. Οι μπαμπάδες και τα παιδιά τρέχουν να γραφτούν […]

Εύη Καρκίτη
το-έπος-της-βιντεοκασέτας-14820
Εύη Καρκίτη
80stars.jpg

της Εύης Καρκίτη

Αρχές της δεκαετίας του ’80 και η Ελλάδα βαριέται. Μέχρι τη στιγμή που μπαίνει στο σπίτι ένα παράξενο μαύρο κουτί. Το λένε βίντεο και θεωρείται μεγάλη υπόθεση να κατέχεις ένα. Οι μαμάδες σιδερώνουν τα πετσετάκια για να το βάλουν στην καλύτερη θέση στο σαλόνι. Οι μπαμπάδες και τα παιδιά τρέχουν να γραφτούν μέλη στις βιντεολέσχες. Αυτό που θα ακολουθούσε ήταν έξω από κάθε φαντασία και πέρα από κάθε περιγραφή. Η Εύη Καρκίτη γράφει μια μικρή ιστορία για ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής φιλμογραφίας, για το οποίο κανένας δεν υπερηφανεύεται αλλά γεμίζει ακόμα τηλεοπτικές τρύπες στη μεσημεριανή ζώνη ορισμένων καναλιών.

Το έπος της βιντεοκασέτας  ή Ελληνική σκουπιδολογία

Οι απαρχές/ “Βασικά καλησπέρα σας”

Τη δεκαετία του ογδόντα από υπερβολική δόση πολιτικο-υπαρξιακού αδιεξόδου τους κινηματογραφόφιλους τους έβγαζαν τέσσερις από τις αίθουσες. Στα ταμεία των κινηματογράφων βαρούσαν μύγες, η τηλεόραση είχε αηδίες και έκλεινε νωρίς, το βίντεο γινόταν μόδα, ανέβαινε ως αξία, πίστευες πως σου είναι απαραίτητο. Τα βιντεοκλάμπ ξεφύτρωναν παντού σαν μανιτάρια. Ήταν τέτοια η ζήτηση που ακόμα και μίνι μάρκετ ή καταστήματα ηλεκτρικών ειδών δημιουργούσαν τμήματα βιντεοκασέτας. Οι αμερικάνικες αηδίες ήταν περιζήτητες, οι τσόντες και καράτε εννοείται. Τότε προέκυψε η ανάγκη για διασκέδαση που να μιλά τη γλώσσα σου. Οι πρώτοι που έσπευσαν να την καλύψουν ήταν τα ιερά τέρατα της παλαιάς κινηματογραφικής δόξας που βρισκόταν στο σπίτι τους πίνοντας φλαμούρι και νοσταλγώντας τις παλιές καλές μέρες. Μπορεί να μην είχαν πρόχειρη καμιά Λάσκαρη, Κούρκουλοι να μην τους περίσσευαν, αλλά αντιγράφοντας τους αμερικανούς ομολόγους τους σκέφτηκαν πως ίσως δεν ήταν άσχημη κάποια νεανική φαρσοκωμωδία από αυτές που έσκιζαν διεθνώς. Κρίνοντας από το αποτέλεσμα, τα κίνητρά τους πρέπει να ήταν ταπεινά. Οι αρπαχτές έγιναν κανόνας, αλλά δεν ήταν και οι μόνοι που που επιδίδονταν σε τέτοιες. Όταν προβλήθηκε στις αίθουσες το “Βασικά καλησπέρα σας”, με ήρωα έναν ραδιοπειρατή με διχτυωτή μπλούζα, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη συνέχεια. Ήταν όμως συνταρακτική. Οι πρώτες ταινίες κοινωνικού προβληματισμού, με target group στους νέους, είχαν γεννηθεί. Ενδεικτικά αξίζει κανείς να αναφέρει “Τα Τσακάλια”, γύρω από τη μάστιγα των ναρκωτικών, όπου ο Σταμάτης Γαρδέλης διαφθείρει την Έφη Πίκουλα με ένα joint, το “Θύρα 7″, σχόλιο πάνω στο δαιδαλώδες πρόβλημα του Χουλιγκανισμού, τις “Φυλακές Ανηλίκων” για τη νεανική παραβατικότητα, αλλά και ταινίες όπως το “Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα”, γιατί έπρεπε να γελάσουμε και λίγο μετά τον προβληματισμό. Στην ερώτηση: πως είναι δυνατόν κάτι τόσο άθλιο να βρήκε κοινό, κανείς δεν μπόρεσε να απαντήσει με σαφήνεια μέχρι σήμερα. Είναι από τις περιπτώσεις όπου ακόμη και η επιστήμη έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά.

Η ακμή/ “Έλα να αγαπηθούμε Ντάρλινγκ”

Σύντομα άρχιζαν να γυρίζονται οι πρώτες ταινίες αποκλειστικά για χρήση βίντεο, αν και πότε-πότε κάποια από αυτές λοξοδρομούσε για ένα μικρό διάστημα στα σινεμά. Άρχισε επίσης να ξεκαθαρίζει το τι όριζε το σύμπαν της βιντεοκασέτας. Οι χαρακτήρες σπάνια γνώριζαν άλλη λέξη εκτός από το “μαλάκας”, το όνειρό τους ήταν να αγοράσουν χιλιάρα μηχανή, να κερδίσει η ομάδα τους το πρωτάθλημα, να τους κάτσει εκείνη που αγαπούσαν χωρίς ανταπόκριση. Ήταν κοινωνικοί, έβγαιναν το βράδυ, πολλές σκηνές γυρίστηκαν στις ντισκοτέκ “Ντόριαν Γκρέι” και στην “Μπαρμπαρέλα”, ενώ δεν έλειπαν και τα κοινωνικό-πολιτικά σχόλια. Ζητήματα της εποχής, όπως η Αλλαγή και η ΕΟΚ, βρήκαν τον τρόπο να περάσουν μέσα στο στόρι. η παιδεία, τα ναρκωτικά, η ανεργία, ο χουλιγκανισμός ήταν θέματα που απασχολούσαν τους ήρωες, πολλοί εκ των οποίων ήταν punk έστω και αν έστρωναν το μαλλί με πιστολάκι.

Μια νέα γενιά ηθοποιών άρχιζε να ανεβαίνει στα πράγματα. Η θέα και μόνο του Στάθη Ψάλτη έκανε το κοινό να κατουριέται από τα γέλια. Το είδωλο καθιέρωσε ένα ιδιότυπο dress code. Κυκλοφορούσε με κασκόλ δέκα χιλιομέτρων, πριν τα πάρουν είδηση στο ΠΑΣΟΚ, με τεράστια γυαλιά αλά Έλτον Τζον και με χρυσά κοσμήματα από αυτά που δεν μπορούσε κανείς να τα δει πάνω σε άντρα. Στο πλάι του εμφανιζόταν η απόλυτη ξανθιά της εποχής, η απόλυτη σεξοβόμβα, Καίτη Φίνου, που αργότερα πήρα είκοσι κιλά και έγινε πελάτισσα της Τατιάνας. οι δυο τους υπήρξαν ζευγάρι στο βίντεο και στη ζωή προκαλώντας παραλήρημα στις ορδές των θαυμαστών τους. Αστέρια έλαμπαν στο στερέωμα.

Ο Πάνος Μιχαλόπουλος τρύπωσε σε χιλιάδες κοριτσίστικα όνειρα, δεν αποκλείεται και σε όνειρα μαμάδων των κοριτσιών. Με δυνατά μπράτσα, φράντζες, βάτες και γυρισμένα μανίκια προσδιόρισε στον κόσμο της βιντεοκασέτας την έννοια του εραστή. Του έκατσαν όλες με τη σειρά και σε περίπτωση που το σενάριο απαιτούσε από τον Πάνο να παραστήσει το κωλόπαιδο, στο τέλος κάτι θα γινόταν και θα έπαιρνε τον καλό δρόμο.

Ο Σταμάτης Γαρδέλης, που είχε κάτι πιο τηνέιτζερ στην εμφάνισή του, λάμπρυνε με την παρουσία του δεκάδες εξώφυλλα στη Σούπερ Κατερίνα, μέχρι να βρει πια σήμερα τον δρόμο του ως ένας εκ των πρωταγωνιστών της “Λάμψης”. Υπήρχαν κι άλλοι, όπως ο Στηβ Ντούζος, ο νίκος Πετρόχειλος, που ξεστόμισε μερικές από τις σημαντικότερες ατάκες στα αριστουργήματα του είδους, ο Νίκος Παπαναστασίου που διέπρεψε ως σιχαμερός ξενομανής – εισαγόμενος και κολλημένος με τις γκόμενες. Την εποχή της δόξας πολλά από τα ιερά τέρατα του Φίνου αναγκάστηκαν να ρίξουν τα μούτρα τους και να παίξουν στο βίντεο. Βουτσάς, Μουστάκας, Ρίζος στήριξαν εξωφρενικά σενάρια και πλαισιώθηκαν από τα καυτά θηλυκά της εποχής.

Η Ελένη Φιλίνη υπήρξε ο μελαχρινός πειρασμός που στο πέρασμά του έβαζε φωτιές. Η ερμηνεία της στη “Γυναικάρα με τα Πράσινα”, ωστόσο έδειξε πως η Ελένη διέθετε και βαθιά κωμική φλέβα. Σύντομα οι θαυμαστές της αναρωτήθηκαν “τι Φελίνι, τι Φιλίνη”, ενώ σήμερα τη χαίρονται στις απογευματινές σαπουνόπερες. Η Έφη Πίκουλα, αν και λιγότερο σέξι, ήταν μια από τις πριγκίπισσες του χώρου, το ίδιο και η Τέτα Ντούζου, αδελφή του Στηβ, που δυστυχώς στα σενάρια έπεφτε σε χέρια σάτυρων. Η Ισμήνη Καλέση, αν και σιτεμένη, είχε τις κατακτήσεις της με το πληθωρικό της μπούστο και το μαλλί βαμμένο μες και με περμανάντ. Η εξαφανισμένη πια Βίνα Ασίκη έδειχνε τις πλούσιες καμπύλες της κυκλοφορώντας με τα καυτά της σορτς, ενώ κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τη συγχωρεμένη Ρένα Παγκράτη. Με τη διάσημη “ξανθιά περούκα” μετά το τηλεοπτικό “Λούνα Παρκ”, έκανε δεύτερη καριέρα κυρίως σε ρόλους αδελφής που ψάχνει λυσσασμένα κάποιον να την παντρευτεί. Από τις βιντεοκασέτες ξεκίνησε μια μεγάλη μορφή της σημερινής show biz. Η Βάνα Μπάρμπα που εντυπωσίασε στο πλευρό του Κώστα Βουτσά ως εξωγήινη σεξοβόμβα.

Υπήρχαν και τα κοριτσάκια της εποχής με τα οποία ταυτίζονταν όλες οι αναγνώστριες της “Μανίνας”. Η Σοφία Αλιμπέρτη έκανε ίσως όχι πολλές αλλά χαρακτηριστικές εμφανίσεις. Το ίδιο και η Βάσια Παναγοπούλου. Οι θαυμαστές της πάντα θα τη θυμούνται ως μαθήτρια του κατηχητικού, στο “Όταν οι Ρόδες Χορεύουν”, να σώζει από την αμαρτία και να επαναφέρει στο δρόμο του Χριστού μια διμοιρία μηχανόβιους.

Μέσα στις ταινίες της ακμής όπως ήταν αναμενόμενο ακούγονταν πολλά τραγούδια καθώς ορισμένοι από τους χαρακτήρες διέθεταν ή πειρατικό σταθμό ή ροκ συγκρότημα. Εκεί δόθηκαν έξοχα δείγματα σύγχρονης στιχουργικής. Στο “Καμικάζι Αγάπη μου”, όπου το συγκρότημα φορούσε αμάνικες μπλούζες με νεκροκεφαλές, ακουγόταν μεταξύ άλλων το αλησμόνητο: “Άντε σπάσε ρε μαλάκα”,

“Είσαι ζημιά Δεν παίρνεις μια Αλλού να πας για τράκα Άντε σπάσε ρε μαλάκα”.

Αξέχαστη και η μπαλάντα από την κλασική ρομαντική κομεντί “Κλεφτρόνι και Τζέντλμαν”:

“Με λένε Αλέξη σε λένε Σοφία κρατώ μια κιθάρα κρατάς μια καρδιά”.

Ή το βαθιά επαναστατικό

“Εγώ δεν θέλω μεροκάματο θέλω χιλιάρα μηχανή και θάνατο θέλω βία και αγωνία και σε φτύνω κοινωνία”,

που από σπόντα έφερε στις βιντεοκασέτες κάτι από την αισθητική της γενιάς του χάους. Τα χρόνια εκείνα ήταν αδύνατο καλλιτέχνες του εμπορικού σινεμά να ξεφύγουν από τη χιονοστιβάδα του βίντεο. Σύντομα το αντιλήφθηκαν τα αστέρια της πίστας και έκαναν τη δική τους βιντεοκατάθεση. Έτσι ταινίες γύρισαν ο ΛΕΠΑ, η λαίδη Άντζι και βέβαια ο Φλωρινιώτης που κινήθηκε στον χώρο των Β-video (θαρρείς και υπήρχε και Α-video) με ιστορίες και διλέκτους στα ποντιακά.

Η παρακμή/ “Ο τελευταίος γυφτοκράτορας”

Λίγο πριν το πάρτι με τις αρπαχτές τελειώσει, νέο αίμα εισέβαλε στον πλανήτη της βιντεοκασέτας, που έμελλε να τη συνοδεύσει μέχρι το θάνατο. Το κοινό είχε αρχ΄λισει να βαριέται ενώ έγινε πραγματικότητα η ιδιωτιική τηλεόραση που έφερε επανάσταση στα ελληνικά ήθη και έθιμα. Η θεματολογία κατρακυλούσε προς την απόλυτη αθλιότητα, αναγκάζοντας ακόμη και τον αδιαφιλονίκητο βασιλιά Στάθη Ψάλτη να ξεπέσει σε δευτεράντζες. Ήταν η εποχή του Ταμτάκου, του Τσάκωνα, της Νατάσας Γερασιμίδου, του Σωτήρη Τσεβελέκου και της Χριστίνα Πάπα. Ταινίες όπως: “Ο Ταμτάκος στο Ναυτικό”, “Ο τελευταίος γυφτοκράτορας”, “Η Μεγάλη Απόφραξη”, “Η Γκολάρα του Βαμβακούλα”, “Ροκάκιας την Ημέρα, το Βράδυ Καμαριέρα”, είναι σκληροπυρηνικό trash για πραγματικά cult γούστα. Τους περισσότερους πρωταγωνιστές τους έφαγε η μαρμάγκα, είχαμε και μια-δυο αυτοκτονίες από ανθρώπους που δεν μπόρεσαν να δουλέψουν ξανά. Άλλοι έτησαν καριέρες στις επιθεωρήσεις, μερικοί σε σίριαλ της πλάκας, ενώ ένας-δυο πέρασαν σε πιο ποιοτικά θεάματα. Στα βιντεοκλάμπ υπάρχει ακόμη το ελληνικό τμήμα. Μόνο που όλα πια είναι ξενοίκιαστα. Και μέσα στη σκόνη.

Ταινίες που μας συγκλόνισαν

Φυλακές Ανηλίκων Βασικά Καλησπέρα σας Θύρα 7 Ο Ροζ Γάτος Τα Τσακάλια Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα Έλα να Αγαπηθούμε Ντάρλινγκ Η Γυναικάρα με τα Πράσινα Ροκάκιας την Ημέρα, το Βράδυ Καμαριέρα Ο τελευταίος γυφτοκράτορας

Οι Μάγκες του Κατήφορου

Στάθης Ψάλτης Πάνος Μιχαλόπουλος Σταμάτης Γαρδέλης Νίκος Πετρόχειλος Μιχάλης Μόσιος Κώστας Τσάκωνας Νίκος Παπαναστασίου Στηβ Ντούζος Σωτήρης Τσεβελέκος

Κορίτσια που Έκλεψαν Καρδιές

Καίτη Φίνου Ελένη Φιλίνη Ισμήνη Καλέση Σοφία Αλιμπέρτη Έφη Πίκουλα Τέτα Ντούζου Βίνα Ασίκη

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα