Parallax View

Το «φαινόμενο Σεφερλή»

Τι είναι αυτό που κάνει τον καλλιτέχνη να γεμίζει θέατρα χιλίων θέσεων ξανά και ξανά, παρά τα συχνά επικριτικά και απαξιωτικά σχόλια που δέχεται;

Σάββας Πατσαλίδης
το-φαινόμενο-σεφερλή-1393630
Σάββας Πατσαλίδης

Έχω πάει σε εκατοντάδες θέατρα. Έχω σταθεί σε αμέτρητες ουρές. Όμως αυτό που είδα χθες το βράδυ έξω από το Ράδιο Σίτυ στη Θεσσαλονίκη, δεν το έχω ξαναδεί. Ή μάλλον όχι, το έχω ξαναδεί, πάλι για τον ίδιο καλλιτέχνη.

Κάτι σαν… διαδήλωση. Και μάλιστα ογκώδης.

Εκεί, καθώς περνούσα με κατεύθυνση το κέντρο, κοντοστάθηκα και πρόλαβα να δω ανθρώπους που γνωρίζω από εντελώς διαφορετικές γειτονιές της πόλης, με εντελώς διαφορετικό μορφωτικό και οικονομικό υπόβαθρο.

Είδα ένα πλήθος διαταξικό· ούτε αριστερό ούτε δεξιό.

Ένα πλήθος δι-ηλικιακό. Νέοι, μεσήλικες, ηλικιωμένοι· όλοι μαζί σχημάτιζαν μια πυκνή, απίστευτη ουρά που ξεκινούσε από την οδό Παρασκευοπούλου και έστριβε στη Λεωφόρο Όλγας, με έναν και μοναδικό στόχο:

Ένα εισιτήριο για την παράσταση του Μάρκου Σεφερλή, «Νότις, η Επιστροφή». Δεν πρόσεξα αν ήταν εκεί και η Τροχαία, που συνήθως εμφανίζεται όταν ο Σεφερλής επισκέπτεται την πόλη.

Αυτό που πρόσεξα ήταν ο ενθουσιασμός. Ένα είδος ανυπομονησίας, σχεδόν παιδικής.

Και σκέφτομαι:

Τι είναι αυτό που φέρνει τόσο κόσμο στο ταμείο κάθε φορά; Τι είναι αυτό που κάνει τον ίδιο καλλιτέχνη να γεμίζει θέατρα χιλίων θέσεων ξανά και ξανά, παρά τα συχνά επικριτικά και απαξιωτικά σχόλια που δέχεται;

Μήπως τελικά έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο όχι μόνο καλλιτεχνικό, αλλά και κοινωνιολογικό, ένα γεγονός που αποκαλύπτει πολλά για την ίδια την κοινωνία και τις προτιμήσεις της;

Μήπως η ταύτισή του με το λεγόμενο λαϊκό θέαμα είναι αυτή που έχει συμβάλει στη συνεχιζόμενη δημοφιλία του; Και τι είναι “λαϊκό θέαμα”; Μήπως αυτό που προσεγγίζει, που συγκινεί μήπως το ευρύ κοινό, που μιλά στην καθημερινή εμπειρία των θεατών με τρόπο άμεσο και κατανοητό και γίνεται μέρος της συλλογικής κουλτούρας; Και αν όντως αυτό είναι “λαϊκό”, ποιοι αλήθεια το ορίζουν; Μήπως όλα αρχίζουν από πάνω προς τα κάτω ή από κάτω προς τα πάνω;

Γιατί, όπως όλες οι μορφές τέχνης, έτσι και το θέατρο δεν υπάρχει στο κενό. Διαμορφώνεται από τους δημιουργούς του, ναι, αλλά εξίσου και από το κοινό του (και όχι μόνο).

Το τι ανεβαίνει στη σκηνή, ποιο είδος επικρατεί, ποιοι καλλιτέχνες ξεχωρίζουν, δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της «προσφοράς» (και της διακίνησής της), αλλά και της ζήτησης. Και αυτή η ζήτηση έχει πρόσωπο: το δικό μας. Είναι η ετυμηγορία του “δικού μας” γούστου (όσο αυτό μπορεί να ονομαστεί “δικό μας”).

Έχουμε συνηθίσει να δικάζουμε και να καταδικάζουμε μονίμως τους άλλους είτε για το γούστο τους, είτε για τις επιλογές τους, τις προτάσεις τους. Είναι τόσο εύκολο αυτό. Τόσο ανέξοδο. Αλλά και τόσο δειλό.

Οι «άλλοι» φταίνε μονίμως για όλα τα στραβά και τα κακά μας. Εμείς, οι απλοί πολίτες, απλώς… αποποιούμαστε κάθε ευθύνη. Είμαστε τα θύματα. Ένας ρόλος που δυστυχώς έχουμε περάσει στο DNA μας, ένας ρόλος που μας απαλλάσσει από οποιαδήποτε μορφή αυτοκριτικής.

Αν όντως πιστεύουμε, λοιπόν, πως «φταίει ο καλλιτέχνης» που κάνει αυτό το συγκεκριμένο θέατρο, τότε εμείς τι είμαστε; Άβουλα όντα που σύρονται και φέρονται; Αν ισχύει αυτό, δεν είναι για να μας κάνει περήφανους. Δεν μας τιμά.

Αν, από την άλλη, θεωρούμε ότι είμαστε ενεργοί θεατές–πολίτες, τότε οφείλουμε να δεχτούμε ότι με τις επιλογές μας δίνουμε σχήμα σε αυτό που θεωρούμε ψυχαγωγία, τέχνη, λαϊκό θέαμα, πολιτικό λόγο, σάτιρα. κωμωδία.

Και μιας και ανέφερα τη σάτιρα και την κωμωδία γενικότερα, να προσθέσω εδώ πως περισσότερο από κάθε άλλο είδος, παλιώνει πολύ πιο γρήγορα, γιατί ακριβώς είναι απόλυτα εκτεθειμένο στον περίγυρο και τις όποιες μεταλλάξεις του.

Δεν είναι τυχαίο που ο ερχομός της πολιτικής ορθότητας έφερε την κωμωδία σε πολύ δύσκολη θέση, καθώς έπρεπε να επαναπροσδιορίσει τους «θύτες» και τα «θύματά» της, να ξανασκεφτεί τους ηθικούς και σατιρικούς της κώδικες, ώστε να συνάδουν με τις μετακινούμενες ευαισθησίες της κοινωνίας. Το χιούμορ που κάποτε προκαλούσε γέλιο, σήμερα μπορεί να πληγώνει. Και ο “ετοιμοπόλεμος” κωμικός είναι εκείνος που έχει το ένστικτο να το αφουγκραστεί.

Ο Μάρκος Σεφερλής, αναμφίβολα ένας ευφυής και ταλαντούχος κωμικός, δεν το έκανε. Ο λόγος του, η σάτιρά του, οι μούτες και οι πόζες του, το χιούμορ του δεν ανανεώθηκαν. Συνέχισε να επαναλαμβάνει εξαντλητικά τον εαυτό του, τα κλισέ της μανιέρας του, τις ίδιες ατάκες που κάποτε έβγαζαν γέλιο, αλλά σήμερα φαντάζουν τόσο ξένα, ανήκουν σε μια άλλη εποχή, με άλλα επικοινωνιακά μοντέλα και άλλο βαθμό ανοχής.

Κι όμως, και εδώ είναι το ενδιαφέρον, το κοινό συνεχίζει να τον ακολουθεί. Εκεί που σε άλλον καλλιτέχνη αυτό θα είχε γυρίσει μπούμερανγκ, στον Σεφερλή λειτουργεί σαν διαρκής μηχανισμός λαϊκής επιβεβαίωσης. Ένα φαινόμενο που ξεπερνά την καλλιτεχνική κρίση και αγγίζει την κοινωνιολογία και την ψυχολογία του θεάματος.

Το θέατρο που βλέπουμε σε ένα μεγάλο βαθμό το διαμορφώνουμε εμείς, υπό την έννοια ότι εμείς είμαστε μπροστά στο «ταμείο», πριν ο ηθοποιός βγει μπροστά στη σκηνή. Κάθε φορά που αγοράζουμε ή δεν αγοράζουμε ένα εισιτήριο, κάνουμε μια δήλωση προτίμησης, ενίοτε και πολιτική ή ιδεολογική ή αισθητική κ.λπ.. Κι αυτή η δήλωση, όσο μικρή κι αν φαίνεται, χτίζει τη φυσιογνωμία του θεάτρου της εποχής μας.

Τίποτα δεν είναι αθώο στον πολιτισμό. Και τίποτα δεν απαλλάσσει τον πολίτη από τις τελικές επιλογές του. Το να τα φορτώνουμε όλα, όπως είπα πιο πάνω, στους άλλους είναι ένα βολικό άλλοθι για τη δική μας απραξία, αδιαφορία ή αποχή. Στο θέατρο, όπως και στην πολιτική, πάντα χρειάζονται δύο για να χορέψουν ταγκό. Ο Σεφερλής, εν προκειμένω, δεν χορεύει μόνος του. Χορεύει μαζί μας. Όχι, δεν “μας χορεύει” εκτός κι αν τον αφήσουμε να “μας χορέψει”.

Προσθέτω και αυτό.

Έχω δει τις περισσότερες παραστάσεις του Μάρκου Σεφερλή, όπως παλαιότερα είχα δει του Χ. Κλυνν και μετά του Λαζόπουλου. Πάντα με ενδιέφεραν οι καλλιτέχνες της stand up comedy, και δη αυτοί. Πήγαινα να δω τη δουλειά τους, γιατί πιο πολύ με ενδιέφερε η ιδέα να γράψω κάτι, όχι τόσο για την παράστασή τους, αλλά πιο πολύ για την παράσταση του κοινού στην πλατεία. Ήταν μια αποκαλυπτική πρόκληση, με πολλές προεκτάσεις.

Τον Σεφερλή άρχισα να τον παρακολουθώ από τότε που τον είδα να πρωταγωνιστεί στο “ΤΑΞΙ”–το 1995–, ένα τηλεπαιχνίδι φάρσας, όπου κρυμμένες κάμερες κατέγραφαν τα ευτράπελα που συνέβαιναν μέσα στο ταξί κατά τη διάρκεια της διαδρομής του– ίσως η πιο εύστοχη κωμική σειρά της ελληνικής τηλεόρασης ever.

Εκεί θαύμασα την ευστροφία του, το ένστικτό του για την κωμική ατάκα, το ταλέντο του στον αυτοσχεδιασμό. Εκεί είδα έναν κωμικό πλήρως «εξοπλισμένο». Ένα δαιμόνιο κωμικό.

Δυστυχώς, δεν μπορώ να πω ότι το ίδιο ισχύει για τις περισσότερες από τις πρόσφατες παραστάσεις του. Η επιλογή του να μην αλλάξει τη σκηνική του συμπεριφορά, κάθε άλλο παρά θετικό το βρίσκω. Και εδώ όμως συμβαίνει το παράδοξο:

Παρά τη στασιμότητα που παρουσιάζει ο κωμικός του λόγος, παρά τα κακοποιητικά στοιχεία που συνοδεύουν συχνά το χιούμορ του, ο κόσμος επιμένει να τον ακολουθεί μαζικά. Ανάμεσά τους θέλω να πιστεύω και άτομα που είναι ένθερμοι θιασώτες της πολιτικής ορθότητας, και όχι μόνο.

Αυτό το ανάμικτο κοινό, με τις επιλογές του, ανατρέπει με τρόπο εντυπωσιακό την «ετυμηγορία» της σοβαρής κριτικής. Ό,τι και να γραφτεί στα έντυπα ή στον Τύπο, όποιοι ειδικοί ή καλλιτεχνικοί θεσμοί κι αν εκφράσουν αρνητικές απόψεις, όλα φαίνεται να πέφτουν στο κενό μπροστά στην επιλογή/κρίση του θεατή-πολίτη.

Και τότε αναρωτιέσαι: ποιος τελικά μένει να κρίνει; Η «σοβαρή» τέχνη, η θεωρητική γνώμη, οι επιτροπές ειδικών, οι ακαδημαϊκοί, ποιοι; Ή μήπως μόνο ο κόσμος, με τις καθημερινές “καλλιτεχνικές” του επιλογές, γίνεται το τελικό “δικαστήριο” κρίσης; Κι αν όντως αυτό συμβαίνει, πόσο ασφαλής είναι η ποιότητα της “λαϊκής” ετυμηγορίας” ; Αντέχει στη δοκιμασία του χρόνου ώστε να την παραλάβουν οι επόμενοι ή εξαφανίζεται;

Δεν μπαίνω στον πειρασμό να επεκταθώ εδώ γιατί θα ξεφύγουμε. Γιατί τότε θα πρέπει να συζητήσουμε γιατί ο Μπέκετ, φερ’ ειπείν, καλλιτέχνης ελάχιστα λαοφιλής σε σύγκριση με τον Σεφερλή, είναι σε όλες τις ανθολογίες και ο Σεφερλής πουθενά. Πού βρίσκεται σε αυτή την περίπτωση η “λαϊκή” ετυμηγορία που αφορά το έργο του Σεφερλή, του Λαζόπουλου και πολλών άλλων δημοφιλών πρωταγωνιστών; Πως δικαιώνεται στο τέντωμα του χρόνου; Ή μήπως απλώς εξαφανίζεται; Κι αν όντως εξαφανίζεται, αφήνει τουλάχιστο κάτι πίσω της, κάποιο ίχνοςι; Κι αν όχι, ποια είναι τότε η πραγματική της αξία και συμβολή στην εξέλιξη της τέχνης; κ.λπ., κ.λπ. Τα σημειώνω αυτά εν τάχει ως τροφή για προβληματισμό.

Εκείνο που θέλω να προσθέσω ως κατακλείδα, για να μην υπάρξουν παρερμηνείες, είναι το εξής:

Δεν υπάρχουν αποκλειστικότητες εδώ του τύπου είτε/είτε. Μιλάμε για ένα πολύ σύνθετο φαινόμενο, με πολλούς πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και ανταγωνιστές, με αισθητικές, πολιτικές, ιδεολογικές και οικονομικές προεκτάσεις.

Πιο πάνω αναφέρθηκα στο μερίδιο της ατομικής ευθύνης. Μίλησα για τις προτιμήσεις του κοινού ότι είναι μεν καθοριστικές αλλά ας μην ξεχνάμε ότι δεν γεννιούνται στο κενό. Το κοινό δεν tabula rasa.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η τηλεόραση, οι πλατφόρμες, ακόμη και οι αλγόριθμοι των social media, παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του κοινού γούστου, στο τι προβάλλεται και τι αποσιωπάται, στο ποιοι «φαίνονται» και ποιοι όχι, τι είναι αποδεκτό και τι όχι. Χωρίς και πάλι να σημαίνει ότι ο πολίτης που θέλει χώρο να αναπνεύσει ελεύθερα μόνος του δεν θα τον βρει.

Αρκεί να το θέλει και αυτό απαιτεί πολύ μεγάλη προσπάθεια.

Ο Σεφερλής, λοιπόν, δεν είναι μόνο προϊόν του όποιου ταλέντου του ή της λαϊκής του απήχησης. Είναι και αποτέλεσμα ενός ολόκληρου μηχανισμού που κατασκευάζει ανάγκες, συνήθειες και προσδοκίες.

Το θέαμα, το όποιο θέαμα, λαϊκό ή πειραματικό, συντηρητικό ή προοδευτικό, δεν είναι ποτέ ουδέτερο. Ούτε απόλυτα ελεύθερο. Ούτε αθώο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα