Το γλυκό πουλί της νιότης
Ένα κείμενο για τον έρωτα με αφορμή τον Τενεσί Ουίλιαμς
Αθήνα, σε ποιο θέατρο δεν θυμάμαι. «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς. Εγώ γύρω στα 23, παιδί κι ανυποψίαστη ακόμα. Θεατρόφιλη όπως ήμουν ανέκαθεν και ειδικά του κλασικού έτρεξα να το δω. Παναγιωτοπούλου – Πυρπασόπουλος. Καταπληκτικοί και οι δύο.
Στα αμφιθεατρικά καθίσματα άκουγα και έβλεπα καλά. Δεν καταλάβαινα όμως. Ο σύνοδός μου αδιάφορος για τα παγκόσμια και εγχώρια θεατρικά δρώμενα (τον είχα σύρει με το ζόρι) σχολίαζε χιουμοριστικά το έργο ή ότι έβλεπε γύρω του – βαριότανε αφού – με αποτέλεσμα να μην μπορώ να παρακολουθήσω την παράσταση. Δεν ήταν όμως αυτός ο λόγος που δεν καταλάβαινα.
Λίγο καιρό μετά -ακόμα παιδί και ανυποψίαστη- είδα τον Κατακουζηνό στο επεισόδιο που όλοι ήθελαν να τα φτιάξουν -εεεε συνάψουν σχέσεις ήθελα να πω- με νεαρότερα άτομα να μονολογεί κοιτώντας αόριστα και μελαγχολικά “Ο Μάνθος, η γκαρσόνα όλοι αναζητούν το γλυκό πουλί της νιότης”. Προσπέρασα το σχόλιό του αδιάφορα και υπεροπτικά γιατί ακόμα δεν είχα καταλάβει. Φυσικά και δεν καταλάβαινα γιατί απλούστατα τότε το γλυκό πουλί της νιότης καθόταν με αυθάδεια στον ώμο μου. Σχεδόν το απαξίωνα όπως απαξιώνεις όλα όσα έχεις και τα θεωρείς δεδομένα. Δεν χρειαζόταν να το αναζητήσω. Το γλυκό πουλί της νιότης ήμουν εγώ.
Την πέρασα κι εγώ την περίοδο της πιπινογαμίας. Ήμουν γύρω στα 30, είχα μόλις χωρίσει και ήξερα ακριβώς πόσα-όσα είχα στερήσει από τον εαυτό μου. Πλησιάζοντας νεαρότερους άντρες ήθελα επειγόντως να αναπληρώσω τα χαμένα της πορείας. Τι κατάφερα;;; Επικοινωνία μηδέν και συνεχείς απογοητεύσεις αφού έψαχνα λάθος πράγματα σε λάθος σημείο.
Δεν πειράζει ανασύνταξη χρειαζόμουν αφού η ζωή μου μόλις άρχιζε όσο και να σας φαίνεται περίεργο. Αυτό που έψαχνα είναι αυτό που νόμιζα ότι χρειαζόμουν. Πώς γίνεται όμως να χρειάζεσαι κάτι που έχει χαθεί στην σφαίρα του χρόνου? Σε κάθε ηλικία χρειάζεσαι άλλα πράγματα εξίσου σημαντικά. Πάντα όταν χάνεται κάτι παίρνει την θέση του κάτι άλλο. Αυτό το άλλο βρίσκεται μέσα μας, κοντά μας, δίπλα μας και εμείς συνήθως κυνηγάμε Ατλαντίδες. Ανακαλώ αυτό που λέει η μαμά μου “Τα χρόνια δεν γυρνάνε πίσω, αν δεν έκανες ορισμένα πράγματα όταν έπρεπε άστο”. Το αφήνω μαμά συνειδητά πια για να δημιουργήσω κάτι άλλο για να κάνω όλα όσα θέλω και μπορώ..απλά με άλλο τρόπο.
Και φτάνουμε μετά από 40 κύματα και 100 μπουνάτσες – μην είμαι κι αχάριστη – στην Θεσσαλονίκη του 2015. Στην Νόνα του 2015. Όπως η πόλη μου ανανεωμένη κι εγώ από τα χρώματα, τις μυρωδιές και την αέναα τροφοδοτική αύρα της άνοιξης.
Νυχτερινή έξοδος σε γνωστό και θεματικό εστιατόριο της πόλης. Εγώ απολάμβανα τον καταπληκτικό εσωτερικό διάκοσμο κοιτώντας γύρω μου λίγο βαριεστημένα, λίγο νυσταγμένη – είχα περάσει κατά πολύ την ώρα μου – και λίγο ενοχλημένη γιατί δεν μου άρεσε το φαγητό για χάρη του οποίου είχα χαλάσει την διήμερη διατροφή μου. Είχα αποφασίσει να κάνω διατροφή και μετά από δύο μέρες είχα φυσικά αλλάξει γνώμη και παραδοθεί στο αγαπημένο μου σπορ..το φαγοπότι.
Ξαφνικά το σκηνικό απέκτησε ενδιαφέρον. Μπήκε μέσα ένα νεαρό ζευγάρι γύρω στα 23 με 25, παραπάνω δεν ήταν. Από την πρώτη στιγμή μου τράβηξαν το βλέμμα. Κουκλιά και τα δύο, καλοντυμένοι και με μια μεταδοτική ενέργεια που ήθελες δεν ήθελες σε χτυπούσε δυνατά στο πρόσωπο. Κινούνταν διαρκώς με μια στατική κίνηση προετοιμασίας σαν τους αθλητές που ζεσταίνονται πριν το κατοστάρι. Η κίνηση όμως του ενός περιελάμβανε πάντα και τον άλλον. Δεν έχαναν ευκαιρία να αγγίζονται και να έρχονται όσο πιο κοντά γίνεται. Σαν να έπλεκαν ένα γαϊτανάκι ελαφρά δεμένοι έχοντας πάντα την δυνατότητα να απελευθερωθούν. Δεν το έκαναν όμως. Αφού έκατσαν σαν να βρίσκονταν στον καναπέ του σπιτιού τους επιστρατεύοντας το θράσος και την άνεση που χαρακτηρίζει την νεαρή τους ηλικία κάποια στιγμή είδα την κοπέλα να έχει κάτσει στα πόδια του αγοριού και σχεδόν να χορεύουν. Τους κοιτούσα χαμογελώντας σαν χαζή με τις σκέψεις σε αγώνες δρόμου στο μυαλό μου. Σκέψεις για όλα αυτά που έκανα, που δεν έκανα ή που θα ήθελα να είχα κάνει. Για όλες τις στιγμές που ευχήθηκα να μπορούσα να γυρίσω πίσω με το μυαλό που έχω τώρα να τα κάνω όλα αλλιώς. Κι όμως – μεταξύ μας μην βγει παραέξω – για κάποιο λόγο πιστεύω ότι και αυτό να ήταν εφικτό θα έκανα ακριβώς τα ίδια και μπορεί και χειρότερα. Ποτέ δεν θα μάθω.
Όπως βασάνιζα το μυαλό μου για ακόμη μια φορά ξαφνικά και χωρίς να το θέλω – πιστέψτε με – πήγα ΕΚΕΙ. Ναι εκεί που θυμάστε όλοι χαμογελώντας σαν χαζοί όπως κι εγώ. Εκεί που η ενέργεια χτυπούσε κόκκινα, τα συναισθήματα λειτουργούσαν από μόνα τους και νόμιζες ότι ο οποιασδήποτε μορφής πόνος ήταν κάτι που σίγουρα δεν αφορούσε εσένα και άλλαζες γνώμη μόνο όταν σου χτυπούσε την πόρτα.
Η ξαδέρφη μου η Α.Μ. συνήθιζε να μου λέει κάθε φορά που μιλούσαμε για την νέα γενιά “Τα κοιτάω και σχεδόν τα λυπάμαι που δεν ξέρουν τι τα περιμένει”. Γελούσα πάντα συμφωνώντας όμως δεν της αποκάλυψα ποτέ ότι εγώ για αυτή την άγνοια θα πλήρωνα όσο όσο έστω για μια νύχτα.
Επανέφερα τον εαυτό μου στην τωρινή χρονιά και πήρα τα μάτια μου από τα παιδιά. Γύρισα για να κοιτάξω την ορχήστρα και στην περατζάδα το βλέμμα μου πέρασε από το πάνω πλατύσκαλο. Τότε τον είδα. Ήμουν έτοιμη πια να τον δω. Στεκόταν εκεί με το παπιγιόν του και το γνωστό πλατύ του χαμόγελο κοιτώντας με ευχαριστημένος. Ήξερε ότι ήξερα. Με κοίταζε με αυτό το έντονο βλέμμα του. Τα είπαμε όλα. Όπως έκανε να φύγει με χαιρέτησε κλείνοντάς μου το μάτι συνωμοτικά. Τον μιμήθηκα μονολογώντας “Κατάλαβα Τενεσί, τώρα κατάλαβα”.