Το ξύρισμα
Η καθημερινή τελετουργία μίας γυναίκας.
Λέξεις: Πάνος Σταθόγιαννης
Κοιτάζω ετούτη τη φωτογραφία, όπου μια όχι και τόσο ηλικιωμένη κυρία ξυρίζει τον εμφανώς μεγαλύτερο και ανήμπορο πλέον να αυτοεξυπηρετηθεί σύζυγό της. Είναι ένα τελετουργικό που επαναλαμβάνεται ανελλιπώς κάθε μέρα εδώ και κάμποσα χρόνια, από τότε που τους βρήκε το κακό. Και την ίδια πάντα ώρα, αν και δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος που να επιτάσσει μια τέτοια συνέπεια – δεν τρέχει και τίποτα αν μείνει μια μέρα αξύριστος. Ο άντρας δεν πρόκειται να βγει από το σπίτι, να πάει, ας πούμε, στο καφενείο με τους άλλους χασομέρηδες συνταξιούχους ή να στηθεί στην ουρά για να πληρώσει τους λογαριασμούς. Πάνε χρόνια πια που δεν μετακινείται. Όμως εκείνη επιμένει. Ακριβώς στις εννέα και μισή το πρωί, αφού πρώτα ξεμπερδέψει με το πρωινό που του δίνει με το κουταλάκι, γλυκομιλώντας του. Τέτοια ώρα ξυριζόταν κι ο ίδιος από τότε που βγήκε στη σύνταξη (παλαιότερα, με τη δουλειά, σηκωνόταν στις έξι), άλλα και που βγήκε στη σύνταξη, ούτε δυο χρόνια δεν πρόλαβε να τη χαρεί. Η γυναίκα, αφότου επωμίστηκε και αυτή την ευθύνη, επέβαλε κάποιες αλλαγές στο “τυπικόν”, το προσάρμοσε στα νέα δεδομένα. Για παράδειγμα, εκείνος, παλιά, πρώτα ασχολούνταν με την περιποίηση του προσώπου του και μετά καθόταν στο τραπέζι να βάλει κάτι στο στόμα του, ενώ τώρα γινόταν το αντίστροφο – πρώτα “μαμ” και μετά ξύρισμα. Έτσι του λέει, “μαμ”, τα πρωινά τού μιλάει σαν να είναι μικρό παιδί.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι δεν έκανε αυτή τη μικροανατροπή μόνο για να αποφύγει τη διπλή δουλειά (μετράει, βέβαια, και αυτό, αλλά έρχεται δεύτερο), μιας που εκείνος θα ξαναλερωνόταν με τα διάφορα χυλώδη που τον ταΐζει, ενώ μόλις τον έχει ξυρίσει, του έχει πλύνει και σκουπίσει το πρόσωπο, του έχει δώσει μάλιστα και τα απαραίτητα μικρά μπατσάκια στα μάγουλα, στο χαλαρωμένο προγούλι και γύρω από το λαρύγγι, με τις παλάμες της μουσκεμένες στην αγαπημένη του αντισηπτική κολόνια. Αυτό που πραγματικά δεν αντέχει είναι να διαταράξει οτιδήποτε την αγαλματώδη ομορφιά του περιποιημένου τώρα προσώπου του, που, σαν κάθε ομορφιά, κρύβει μέσα της και την ευγνωμοσύνη κι ας μην τη φανερώνει. Όπως δεν μπορεί να τη φανερώσει και το παγερά σιωπηλό πρόσωπο του άντρα της (πότε δεν θα τον ακούσει να της λέει ένα “ευχαριστώ” για οτιδήποτε), φρεσκοξυρισμένο όμως και όμορφο, το εννοεί το “ευχαριστώ” κι ας μην το λέει.
Πρακτικούς λόγους καθαριότητας και υγιεινής προβάλλει και όταν ερωτάται γιατί τηρεί με τόση αυστηρή προσήλωση το έθος του καθημερινού ξυρίσματος. Αν του αφήσει τα γένια να μεγαλώσουν, εξηγεί, σε μια δυο μέρες θα της είναι δύσκολο να τον καθαρίσει καλά, θα κόλλαγαν διάφορα εκεί, θα ξεραίνονται πάνω στις τρίχες.
”Τότε γιατί του αφήνεις το μουστάκι”, τόλμησε να τη ρωτήσει μια φορά η μεγάλη τους κόρη (παντρεμένη τώρα στη Ναύπακτο, αρκετά μακριά, αν ήταν πιο κοντά όλο και κάτι θα έκανε κι εκείνη, θα έβαζε ένα χεράκι, η Ναύπακτος δεν είναι δίπλα να πεταχτεί όποτε μπορεί, άσε που έχει κι εκείνη διάφορα με τα πεθερικά της), “δεν μαζεύει πράμα, δεν λερώνει το μουστάκι;” Την κοίταζε και δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά της. Να ξυρίσει το μουστάκι του άντρα της, να τον προσβάλλει τόσο βάναυσα, και μάλιστα σ’ αυτή την κατάσταση; Δεν είπε τίποτα, τι να απαντήσει σε τέτοια ανοσιότητα; – μερικές φορές αυτό το κορίτσι, από μικρό ακόμα, εμφανίζει ένα πνεύμα αντιλογίας στα μη χρήζοντα σκαλίσματος αυτονόητα, που σου αφαιρεί αυτοστιγμεί κάθε επιχείρημα. Ευτυχώς, κατάλαβε και η κόρη ότι εν προκειμένω είχε υπερβεί τα εσκαμμένα, “βλακείες λέω”, μουρμούρισε και πήγε προς την κουζίνα με σκυμμένο κεφάλι.
Αποκρύπτει ακόμα από τα παιδιά της (αγόρι το δεύτερο, παντρεμένο σχετικά κοντά, στα Σεπόλια, αλλά ούτε αυτό πολυπερνάει να τους δει – οι άντρες δεν γηροκομούν, γηροκομούνται), ότι τον πατέρα τους δεν τον σκουπίζει με βρεγμένες πετσετούλες, όπως τους λέει, αλλά με μωρομάντηλα, τα οποία μάλιστα κρύβει, όταν τους επισκέπτονται, πίσω από τη μεγάλη συσκευή της τηλεόρασης. Είναι μια σημαντική επιβάρυνση, λαμβανομένου υπόψη του ύψους της σύνταξής τους, όμως θεωρεί ότι μπορεί να επιτρέψει μια τέτοια πολυτέλεια, αντίστοιχη, σε τελική ανάλυση, του καινούργιου περιεχομένου της σχέσης τους. Από τότε που εκείνος καθηλώθηκε οριστικά, εκείνη ξανάρχισε να τον λέει “αγόρι μου”, προσθέτοντας σχετικά πρόσφατα στα χαϊδευτικά και το “μωρό μου”, μια προσφώνηση που ξεσήκωσε από τα αγαπημένα τους σήριαλ.
”Αγόρι μου” τον έλεγε και στην αρχή του γάμου τους, μετά πέρασε στο “Δημητράκη μου”, μετά στο σκέτο “Δημήτρη”, μιας που με τα χρόνια οι παντρεμένοι αρχίζουν να ντρέπονται ο ένας τον άλλον με έναν εντελώς αλλόκοτο τρόπο. Μα να που τώρα επανήλθε στην αρχική τρυφερή οικειότητα, παρόλο που αυτή δεν ήταν πηγαία, αλλά συνέπεια κατήχησης μιας μακρινής θείας, εκείνης που τους έκανε τα προξενιά, επιμένοντας ότι τα καλά λόγια, ακόμα και ψεύτικα, είναι πιο γερό τσιμέντο για να στερεωθεί ένα σπιτικό από τις κλάψες και τις κόνξες του μεγάλου έρωτα. “Μωρό μου”, του λέει και του σκουπίζει με το υγρό μωρομάντηλο τις πανέμορφες ζάρες.
Πάντως, ο βαθύτερος λόγος που δεν παραλείπει ούτε μια μέρα να τον ξυρίσει είναι η γνώση ότι τον άντρα της παλιά, ανέκαθεν, τον τσιμπούσαν πολύ τα γένια του, τον ενοχλούσαν πολύ έτσι και τα άφηνε μια-δυο μέρες άκοπα. Δεν το αντέχει ούτε ως σκέψη ότι εκείνος μπορεί κάπου να νιώθει φαγούρα και να μην μπορεί να ανακουφιστεί. Πολύ συχνά, κάθεται με τις ώρες και τον ξύνει σε όλο του το σώμα, από χαμηλά, από τις φτέρνες ως την κορυφή του κεφαλιού του, ελπίζοντας ότι, οργώνοντας τον έτσι τρυφερά, θα περάσει και από κάποιο σημείο όπου, εκείνη τη στιγμή, το δέρμα ζητάει επειγόντως νύχια. Για τα γένια όμως ξέρει, κάνει το καθήκον της εκ του ασφαλούς.
Θυμάται ολοκάθαρα τη χαρακτηριστική του χειρονομία (συνοδευόμενη πάντα από μια έκφραση έντονης δυσφορίας), να τρίβει νευρικά και με όλη του την παλάμη την περιοχή ανάμεσα στο σαγόνι και τον λαιμό. Να στρέφεται προς το μέρος της και να της λέει άλλοτε απολογητικά και άλλοτε ξινά, σαν κάπου να ευθυνόταν και εκείνη για ετούτη την κατάσταση – “με φάγανε αυτά τα γένια, με φάγανε!” Και να σηκώνεται από τη στριμωγμένη στο μπαλκονάκι τους πλαστική πολυθρόνα (ένα τραπέζι, πλαστικό κι αυτό, παρεμβάλλεται ανάμεσά τους), φορώντας μόνο μια φανελίτσα κι ένα σώβρακο, να περνάει σύρριζα από δίπλα της (εκείνη σε ακριβώς ίδια πολυθρόνα, αλλά πιο κοντά στην πόρτα για τα ενδότερα – όλο και θα χρειαζόταν να πεταχτεί για κάτι μέσα), και να κατευθύνεται προς το μπάνιο, τρίβοντας όλο και πιο εμφατικά τα γένια του, τα οποία, αν και τα είχε κόψει το πρωί, εκείνα ως το βράδυ είχαν ξαναφουντώσει.
Αυτό συνέβαινε συνήθως τα καλοκαίρια, κάτι βράδια με καύσωνα, αρχές Ιουλίου με μέσα Αυγούστου, που εκείνος έσταζε ιδρώτα, ξεφυσούσε μόνο, κι ούτε τηλεόραση ήθελε, ούτε τίποτα. Έξω στο μπαλκόνι οι δύο τους, μόνοι τους, αμίλητοι τις περισσότερες φορές, χαζεύοντας χαυνωμένοι τα τσιμέντα με τα φωτισμένα παράθυρα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Τέτοιες μέρες φύτρωναν με μεγαλύτερη ταχύτητα τα γένια του. Τα έτρεφε ο ιδρώτας του και θέριευαν. Τότε τον έτρωγαν, τότε γύρευαν και δεύτερο ξυράφι. Μόλις γλύκαινε η κρύωνε ο καιρός, η βλαστικότητα τους επανερχόταν στις σταθερές της. Γι’ αυτό και ούτε λόγος ότι τα βράδια με τις μεγάλες λαύρες τον ξυρίζει και δεύτερη φορά, παρότι δεν χρειάζεται – αφότου κατάπεσε, πήγε κι αγόρασε για το χατίρι του αιρκοντίσιον. Παλιότερα, έφτανε και στους δύο ένας ανεμιστήρας (τον οποίον μετακινούσαν ανάλογα από το σαλόνι στην κουζίνα και τις νύχτες στο υπνοδωμάτιό τους), οι βρεγμένες πετσέτες στον αυχένα και η αναμονή μιας ψευτοπνοής αέρα έξω στο μπαλκόνι, με το που σουρούπωνε. “Για να δω αν ίδρωσε πολύ το αγόρι μου, για να δω αν το φαγουρίζουν τα γενάκια του”, του λέει και του τρίβει τη χαλαρωμένη γκούσα με τον τρόπο που τον είχε δει να το κάνει και ο ίδιος, τότε με τα ξεκούμπωτα σώβρακα και την ξινίλα στην έκφραση.
Στο παρελθόν, είχε γένια πυκνά και άγρια, άρχιζαν σχεδόν κάτω από τα μάτια του, κάνοντας το χρώμα του προσώπου του πιο μελαχρινό από όσο ήταν στην πραγματικότητα. Σε αυτή την ηλικία, βέβαια, έτσι όπως είχαν πια γκριζάρει, άπλωναν κάτι λερό και ασαφές στην όψη του, κάτι που αν του έδινες μεγάλη σημασία, μπορούσες και να τρομάξεις πολύ, να ανατριχιάσεις με απέχθεια. Δεν την ήθελε αυτό την εικόνα. Αυτή η εικόνα δεν είναι ο άντρας της. Γι’ αυτό και τη σβήνει προκαταβολικά με σαπουνάδες και ξυράφια. Για να ολοκληρωθεί το νόημα, θα πρέπει να παραδεχτεί ότι αυτές οι τιμές που καθημερινά αποτίει στα γένια του σχετίζονται και με μια βαθύτερη, σχεδόν αρχαία μνήμη της – κάτι νύχτες, στα μουλωχτά, με τα παιδιά μικρά ακόμα να κοιμούνται στο διπλανό δωμάτιο, ανάσες βαριές και λιγόθυμες, δαγκώνοντας το μαξιλάρι για να μη φωνάξει, τα άγρια και κατάμαυρα γενιά του τότε να της γδέρνουν γλυκά το στήθος, γιατί διαρκώς στο στήθος της αυτός τότε, πιο πεινασμένος για βυζί από τα παιδιά που της έκανε.