Το λαδοπράσινο
Μία συγκινητική κατάθεση του Δημήτρη Μυστακίδη για τη μητέρα του
Λέξεις: Δημήτρης Μυστακίδης
«Τα μάτια της είχαν ένα υπέροχο χρώμα. Μια λαδοπράσινη απόχρωση που μόνο κάποιες γυναίκες μπορούν να την περιγράψουν με κάποιες εξ ίσου περίεργες λέξεις. Και Κάποιες σκόρπιες μελί σταγόνες.
Ήταν έτσι κι αλλιώς πανέμορφη. Όχι επειδή ήταν η μάνα μου, αλλά ήταν.
Η ακατέργαστη εξυπνάδα της φαινόταν ξεκάθαρα μέσα σ αυτά τα περίεργα μάτια. Ακατέργαστη γιατί δεν μπόρεσε να πάει στο σχολείο. Μέχρι την Τετάρτη δημοτικού τα κατάφερε. Μετά έπρεπε να κάνει την «μάνα» στα μικρότερα της αδέρφια. Θυμάμαι ακόμη πόσο γελούσα με εκείνα τα ιδιόχειρα σημειώματα της. Θα μπορούσε να είναι και φωνητική γραφή βέβαια. Αυτά τα μάτια ήταν μεγάλο βάσανο γι αυτήν. Οτιδήποτε ένιωθε εμφανίζονταν σαν μια τεράστια φωτεινή επιγραφή σε λαδοπράσινο φόντο. Και ένιωθε πολλά. Θυμό, ανησυχία, λύπη, οργή, χαρά. Αγάπη. Η σειρά δεν είναι τυχαία. Ούτε η μοναδικότητα της αγάπης. Αυτήν μπορείτε να την βάλετε παντού στην σειρά. Δεν ξέρω αν ήταν μόνο με μένα έτσι αλλά εγώ έτσι τα θυμάμαι και αυτό έχει σημασία.
5/8/2006
Συναυλία στις Μηλιές. Πήλιο. Μετά την δουλειά, μια εξαιρετική συζήτηση με μια τραγουδίστρια που σέβομαι και εκτιμώ παρα πολύ. Η συνεργασία που μου πρότεινε εκείνο το βράδυ δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Πέρα απ όλα τ άλλα δεν ήμουν έτοιμος για μια τόσο πρωτοποριακή συνεργασία όσο αυτή που μου πρότεινε.
Στις 5 τα ξημερώματα χτύπησε το τηλέφωνο. «Η μάνα σου δεν είναι καλά. Έλα γρήγορα».
Δεν είχα ιδέα πόσο θα άλλαζε την ζωή μου εκείνο το τηλεφώνημα. Σιωπή. Αμηχανία. Ούτε που κατάλαβα πότε έφτασα στο νοσοκομείο. Κυριακή. Ο πατέρας μου χαμένος φαίνεται να μην μπορεί να επεξεργαστεί την κατάσταση η οποία ήταν πάρα πολύ σοβαρή. Άυπνος και χαμένος σε σκέψεις. Είχαν περάσει και φοβερή ταλαιπωρία μέχρι να καταφέρουν να φτάσουν στο νοσοκομείο. Κυριακή του Αυγούστου βλέπεις. Δεν υπήρχε κανείς εκεί παρά μόνο κάτι δυσαρεστημένες απ την τύχη τους νοσηλεύτριες.
Τους έδιωξα όλους. Άλλωστε δεν είχαν να προσφέρουν και κάτι. Μπήκα μέσα στο δωμάτιο και την είδα. Η αριστερή μεριά του προσώπου της ανέκφραστη. Η δεξιά είχε ένα μορφασμό που μαρτυρούσε πόνο. Ησυχία. Μόνο ο ήχος του καρδιογράφου. Μονότονος και ανηλεής. Σαν τα κλικ του μετρονόμου πριν την ηχογράφηση. Η μόνη διαφορά είναι ότι στην ηχογράφηση, το τέλος του κλικ έχει δώσει ζωή σ ένα καινούργιο τραγούδι ενώ εδώ έχει φέρει το τέλος σε μια ζωή.
Η ροή του οξυγόνου έπαιζε τον ρόλο του θλιβερού ισοκράτη. Σαν κάτι ψαλτάδες στις εκκλησίες των χωριών.
Μετά από πολλές ώρες αναμονή εμφανίστηκε ο μεγαλοκαθηγητής. «Οι πρώτες τρεις μέρες είναι κρίσιμες».
Τρεις μέρες! 72ώρες. 4.320 λεπτά. 259.200 δευτερόλεπτα μετρημένα ένα ένα. Θα μπορούσε βέβαια το μέτρημα να σταματήσει ανά πάσα στιγμή εάν το κλικ το καρδιογράφου αποφάσιζε τα κάνει ταυτοφωνία με τον ισοκράτη του οξυγόνου.
Εννιά φορές συνέβη αυτό μέσα σ αυτές τις τρεις μέρες.
Ο δρεπανοφόρος είχε εγκατασταθεί για τα καλά έξω απ το δωμάτιο και κάθε λίγο έκανε και μια επίσκεψη.
Την πρώτη φορά εντυπωσιάστηκα με την ασημαντότητα της στιγμής που «έφυγε» η διπλανή της. Ήταν ένα δευτερόλεπτο όπως τα υπόλοιπα 259.200. Η ξαφνική ταυτοφωνία και πάει. Καμιά δόξα. Καμία ιδιαιτερότητα. Τίποτα.
Την δεύτερη φορά, το περίμενα. Είχα συνηθίσει την περιοδικότητα των κλικ των τριών καρδιογράφων και την πολυπλοκότητα των ρυθμικών μοτίβων που σχημάτιζαν οι τρεις ταλαιπωρημένες καρδιές. Όταν μια απ αυτές άρχιζε να εγκαταλείπει το μοτίβο άλλαζε. Ένα αργό και βασανιστικό ritenuto που αποσυντόνιζε την μέχρι τότε ρυθμική αγωγή, ταυτοφωνία και τέλος.
Μετά την δεύτερη φορά σταμάτησα να παρατηρώ. Μόνο περίμενα.
Την κυρ Αθηνά όμως δεν την ήθελε ακόμη. Είχε άλλα σχέδια.
Όταν άνοιξε τα μάτια της το λαδοπράσινο χρώμα είχε πάρει άλλη απόχρωση. Μια απ αυτές που δεν μπορώ να σας περιγράψω. Νομίζω η ιδανική γι αυτή την δουλειά θα ήταν αυτή η κυρία που πουλούσε τα χαλιά στην τηλεόραση».
Ο Δημήτρης Μυστακίδης είναι τραγουδοποιός.