το-λαίμαργο-χώμα-1348330

Parallax View

Το λαίμαργο χώμα

«Και εσάς και εμάς, το ίδιο χώμα θα μας καταπιεί...» - Ένα διήγημα από τη Χλόη Κουτσουμπέλη

Parallaxi
Parallaxi

Λέξεις: Χλόη Κουτσουμπέλη

Εγώ που λέτε έχω θάψει στον κήπο μου επτά σκυλιά και τρεις γυναίκες. Τα σκυλιά πέθαναν από γηρατειά. Οι γυναίκες πάλι όχι.

Από την αρχή θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι ψυχοπαθής, ούτε είχα ποτέ κάποιο οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Δεν είχα πρησμένους αστραγάλους, ούτε επιθύμησα να κοιμηθώ με τη μητέρα μου. Πώς θα μπορούσα άλλωστε; Ήταν τελείως ασήμαντη. Είχε ύψος 1,65, βάρος 62 κιλά, καστανά μαλλιά και μάτια, μύτη και στόμα τόσο αχνά σμιλεμένα, που σχεδόν αφανίζονταν τα βράδια κάτω από το φως της λάμπας πετρελαίου. Έμενε τότε ένα άδειο περίγραμμα προσώπου, ή έτσι μου φαινόταν. Ήταν δασκάλα σε μονοτάξιο σχολείο, αλλά δεν την είδα ποτέ να διαβάζει κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο. Τα φαγητά της δεν ήταν ούτε πολύ νόστιμα, ούτε πολύ άνοστα. Δεν είχαμε κατοικίδια, αλλά είχε αδυναμία στα χρυσόψαρα. Όλοι οι πίνακες στο σπίτι απεικόνιζαν χρυσόψαρα σε γυάλες διαφορετικού μεγέθους και σχήματος. Υποψιάζομαι ότι ήταν όλα πνιγμένα.

Ο πατέρας μου ήταν ξυλοκόπος και σκοτώθηκε επιτόπου όταν τον πλάκωσε ένας κορμός δέντρου. Ήμουν τότε δέκα χρονών. Από τότε ζούσα μόνος μαζί της. Μου μιλούσε πάντα χαμηλόφωνα και δεν με κοιτούσε ποτέ στα μάτια. Και αυτό ακριβώς ήταν το πρόβλημα. Δεν με κοιτούσε ποτέ στα μάτια. Δεν αναγνώριζε την σπουδαιότητά μου. Και μη βιαστείτε να προβείτε στο συμπέρασμα ότι πάσχω από ψευδαίσθηση μεγαλείου. Έχω όμως την πεποίθηση ότι κάθε ύπαρξη που αναπνέει σε αυτόν τον πλανήτη χαράζει το δικό της στίγμα και ζει τις δικές της στιγμές δόξας. Η μητέρα μου λοιπόν δεν με χαρτογράφησε ποτέ, παρέμειναν άγνωστες οι συντεταγμένες μου γι’ αυτήν. Για παράδειγμα δεν με ρώτησε ποτέ αν είμαι λυπημένος, τι μου έδινε εκστατική χαρά, αν έχω ερωτευτεί, τι φοβάμαι, τι ελπίζω. Κι εγώ είμαι συνέχεια λυπημένος με εκείνη την ανεξήγητη λύπη που νιώθουν αυτοί που δεν χωρούν ποτέ στο τραπέζι του γαμπρού και της νύφης και τους βάζουν να κάτσουν παράμερα με ξένους και αδιάφορους ανθρώπους. Ειδικά αν είναι οι ίδιοι ο γαμπρός ή η νύφη που δεν χωρούν στο ίδιο τους το τραπέζι.

Εκστατική χαρά μου δίνει να παρακολουθώ τη γειτόνισσα όταν απλώνει την μπουγάδα στο σκοινί. Είναι μία γυναίκα γύρω στα σαράντα, και τα ρούχα στο καλάθι είναι τόσο αστραφτερά, λαμποκοπούν και χορεύουν και όταν απλώνει τα λευκά πουκάμισα αυτά λικνίζονται στον αέρα, κουνούν τα χέρια τους και με χαιρετούν ανέμελα σαν να με προσκαλούν και νομίζω ότι αν την πλησιάσω από πίσω καθώς τεντώνεται για να φτάσει το σκοινί και το φόρεμά της ανασηκώνεται αναδεικνύοντας τη ροδακινί παχουλή της σάρκα που κυματίζει, ότι όλα ξαφνικά… Όχι, δεν έχω ερωτευτεί. Ποτέ. Φοβάμαι το χώμα. Βλέπω πολλές φορές την επιφάνεια του να σαλεύει, να σχηματίζει εξογκώματα και μικρές λακκούβες και γνωρίζω πόσο λαίμαργο και αδηφάγο είναι. Όσο για το τι ελπίζω; Μα τι άλλο; Να ζω μόνος στο σπίτι.

Όμως τη μητέρα δεν την ενδιέφεραν όλα αυτά. Ήμουν γι’ αυτήν μία φασματική παρουσία, ένα ολόγραμμα ανθρώπου. Όταν εκείνη την ημέρα έφερε στο τραπέζι την τούρτα, ίδια και απαράλλαχτη σε κάθε μου γενέθλια, πρόσεξα ότι το μοναδικό κεράκι (πάντα ένα, όσο χρονών και αν γινόμουν τη συγκεκριμένη χρονιά) είχε ένα ξεφλουδισμένο κίτρινο χρώμα και βούλιαζε επικίνδυνα μέσα στον λάκκο της υπόλευκης σαντιγί. Κάτι ανώμαλα μπαλώματα και προεξοχές υπαινίσσονταν σβώλους σοκολάτας.

Είναι τόσο εύθραυστη η ισορροπία των ανθρώπων. Το θρόισμα ενός φύλλου, το πήδημα ενός ψύλλου, η μετατόπιση μίας ελάχιστης μάζας αέρα, χνώτο σε βρεγμένο τζάμι, μπορεί να έχουν ολέθριες συνέπειες. Όμως όχι, δεν είμαι τόσο ανισόρροπος. Δεν ήταν η εμφάνιση της άθλιας τούρτας που δεν έμπαινε ποτέ στον κόπο να παραλλάξει η μητέρα, η αιτία που την σκότωσα. Ήταν το μυστικό που μού αποκάλυψε. Περίμενε, μού είπε, να γίνω τριάντα. Για να κατανοήσω καλύτερα. Στο σημείο αυτό θα μπορούσα να δικαιολογηθώ ότι όταν την έσπρωξα βίαια ουρλιάζοντας «γιατί τώρα, γιατί έτσι» και έπεσε ανάσκελα χτυπώντας το κεφάλι στην προεξοχή του τοίχου, ήταν ατύχημα. Θα είμαι όμως απόλυτα ειλικρινής. Ήθελα να την τελειώσω. Και μαζί της να κλείσω όλο αυτό το αξιολύπητο κεφάλαιο της ζωής μου στο θλιβερό αυτό ροζ σπίτι με τα ριγέ κουρτινάκια και τα εμετικά σεμεδάκια. (Τα έσκισα όλα σε λουρίδες και τα έκαψα στην αυλή. Όσο για το σπίτι το έβαψα από την αρχή όλο πράσινο.)

Την έθαψα εκεί όπου ήταν θαμμένοι ο Ντάνυ και η Νταίζη, τα δύο από τα επτά σκυλιά που θα αποκτούσα στη ζωή μου. Το χώμα για ένα διάστημα έπαψε να αναδεύεται.

Ως τότε, ως τα τριακοστά μου γενέθλια δηλαδή, δεν είχα κάποια πολύ σοβαρή ασχολία στη ζωή μου. Είχα τελειώσει ηλεκτρολόγος σε μία τεχνική σχολή και έτσι έβγαζα ένα μικρό μεροκάματο το οποίο δεν ήταν αρκετό για να ζήσω. Έτσι λοιπόν συνέχισα να παραλαμβάνω από τον κύριο Μπι, τον ταχυδρόμο, μία φορά τον μήνα την σύνταξη της μαμάς. Δεν είχα πρόβλημα να εξαργυρώνω την επιταγή, γιατί έτσι κι αλλιώς η ταμίας με γνώριζε. Ευτυχώς δεν υπήρχαν στενοί συγγενείς που να την αναζητήσουν. Η γειτόνισσα δεν πλησίαζε ποτέ το σπίτι μας. Πιστεύω ότι με φοβόταν. Στην φουρνάρισσα και στον χασάπη που ενδιαφέρθηκαν, προφασίστηκα ότι η μητέρα μου έχει κινητικά προβλήματα που την έχουν καθηλώσει στο κρεβάτι. Έτσι πέρασαν τρία χρόνια. Και τώρα ίσως μερικοί από εσάς να μαντέψατε ποια θα ήταν η επόμενη γυναίκα που είχα την πρόθεση να ταΐσω στο χώμα του κήπου μου. Ή τέλος πάντων θα μπορούσατε να μαντέψετε, αν γνωρίζατε το μυστικό που μου αποκάλυψε τελικά στα τριακοστά μου γενέθλια η τυχάρπαστη γυναίκα που υποδυόταν τόσα χρόνια την αληθινή μου μητέρα. Πράγματι ανέθεσα σε ένα κακόμοιρο ανθρωπάκι ντετέκτιβ να ψάξει τη βιολογική μου μητέρα που με εγκατέλειψε, γιατί έπρεπε να τιμωρηθεί γι’ αυτό, αλλά οι πληροφορίες που μου έδινε ήταν εξωφρενικές. Είναι θαύμα πως συγκρατήθηκα και αυτός παρέμεινε ζωντανός. Το χώμα φούσκωνε κάτω από τα πόδια μας, το ένιωθα να δονείται, μικρά χαλίκια εκτοξεύονταν δεξιά και αριστερά, κάθε φορά που αυτός ερχόταν για να μου δώσει αναφορά. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του πότε η βιολογική μου μητέρα ήταν θηριοδαμάστρια σε τσίρκο, πότε φαροφύλακας, πότε διάσημη τραγουδίστρια όπερας και άλλοτε πάλι είχε δεκατρία παιδιά και πουλούσε καλαμπόκια στην πλατεία της γειτονικής πόλης. Άκαρπες προσπάθειες. Δεν τη βρήκα ποτέ. Το χώμα όμως πεινούσε. Και τότε μία μέρα εμφανίστηκε στην πόρτα του σπιτιού μου μία μακρινή ξαδέλφη της οποίας την ύπαρξη αγνοούσα. Ήταν μία μεσόκοπη γυναίκα με φουντωτά φιστικί μαλλιά, γκρίζο πανωφόρι και φθαρμένα παπούτσια. Μιλούσε πολύ δυνατά, τα μπλαβιά χείλη της καθώς ανοιγόκλειναν έμοιαζαν με φύλλα σαρκοφάγου φυτού, επέμενε φορτικά να δει τη «μητέρα» μου όσο και αν προσπαθούσα να την αποθαρρύνω με διάφορες προφάσεις. Δεν θα ήθελα να νομίσετε ότι ένιωσα κάποια ικανοποίηση όταν τα χέρια μου τυλίχτηκαν στον χοντρό λαιμό της, τον γεμάτο από ρυτίδες σαν σαύρες. Είναι σημαντικό για μένα να κατανοήσετε ότι δεν είμαι κάποιος κατά συρροή δολοφόνος. Πρέπει να καταλάβετε ότι αναγκάστηκα από τις περιστάσεις να την προσφέρω στο χώμα για να την καταβροχθίσει. Εσείς τι θα κάνατε αν κινδύνευε να αποκαλυφθεί μία ένοχή σας πράξη; Ή αν έπρεπε να καταστείλετε τις ορέξεις που είχε το χώμα στον κήπο σας; Τέλος, η τρίτη γυναίκα ήταν μία υπάλληλος που ερευνούσε υποθέσεις απάτης σε θέματα συντάξεων. Στάθηκε έξω από την πόρτα μου και με κοίταξε καχύποπτα μέσα από τα γυαλιά της. Τα μάτια της φάνταζαν πελώρια. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι θα υπάρξει πρόβλημα. Την έβαλα στο σαλόνι. Ο κούκος άρχισε να μπαινοβγαίνει ανεξέλεγκτα μέσα από το εκκρεμές. Νομίζω ότι σε αυτό το σημείο κάποιοι αναγνώστες μπορεί να είναι έτοιμοι να πιστέψουν το χειρότερο για μένα. Όμως πάλι θα επαναλάβω ότι η πράξη έγινε διεκπεραιωτικά χωρίς να μου προξενήσει καμία ικανοποίηση. Αντίθετα το χώμα παρουσίαζε σε κάποια σημεία διάφορες αναταράξεις, ανυπόμονο όπως ήταν να την καταπιεί.

Αν είμαι όμως ένα ψυχρό και διεστραμμένο άτομο, ένα αδίστακτο απόβρασμα όπως βλέπω την εικόνα μου να καθρεφτίζετε στα μάτια σας, πώς εξηγείτε την απέραντη αγάπη που έτρεφα για τα σκυλιά μου; Σας πληροφορώ ότι όταν και τα επτά, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές πέθαναν από φυσικό θάνατο, τα θρήνησα πραγματικά δοξάζοντας την προσωρινή, βραχύχρονη παραμονή τους στη γη. Επίσης να ξέρετε ότι δεν υπάρχει μέρα που να μην τα μνημονεύω, το καθένα με το όνομά του.

Στον κήπο έχω φυτέψει από μία μουριά για το καθένα.

Υπάρχουν άνθρωποι τυχεροί, κανονικοί, φυσιολογικοί. Άνθρωποι που τους έχουν κοιτάξει στα μάτια. Ίσως εσείς που με κρίνετε τόσο αυστηρά να είστε από αυτούς. Και ύστερα υπάρχουμε εμείς, οι άλλοι, οι διαφορετικοί.

Μην ανησυχείτε όμως. Και εσάς και εμάς, το ίδιο χώμα θα μας καταπιεί.

*Η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι ποιήτρια 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα