Το Μάτι «δεν υπάρχει πια», αλλά «Μάτια» υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα
Γιατί, διάολε, χάθηκαν άδικα τόσες ανθρώπινες ζωές;
Ανείπωτο το μέγεθος της καταστροφής. Απέραντη η οδύνη για ό,τι συνέβη μέσα σε λίγες ώρες εκεί, στο Μάτι, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Δεν το χωρά ο νους του ανθρώπου πώς και γιατί συνέβη αυτή η συμφορά. Μια συμφορά ή ένα προαναγγελθέν έγκλημα, δεν έχει σημασία, που βύθισε την χώρα σε εθνικό πένθος.
Πώς η πύρινη λαίλαπα με τη βοήθεια των ισχυρών ανέμων -από 9 έως 11 μποφόρ είπαν οι μετεωρολόγοι- μετέτρεψε σε κρανίου τόπο ένα αγαπημένο παραθεριστικό θέρετρο; Γιατί τόσοι άνθρωποι εγκλωβίστηκαν λίγα μέτρα μακριά από τη θάλασσα; Γιατί, διάολε, χάθηκαν άδικα τόσες ανθρώπινες ζωές;
Κοιτάζω και ξανακοιτάζω τις φωτογραφίες του τρόμου που μου θυμίζουν εμπόλεμη ζώνη. Ακούω τα δελτία ειδήσεων και όλους εκείνους τους απερίγραπτους -για να μη τους χαρακτηρίσω διαφορετικά- επώνυμους δημοσιογραφίσκους, που έσπευσαν από την πρώτη στιγμή να εμπορευματοποιήσουν τον ανθρώπινο πόνο. Αυτούς που δεν χάνουν ευκαιρία για να τρομολαγνήσουν, να βγάλουν εύκολα συμπεράσματα και να κάνουν φτηνή αντιπολίτευση, με σημαία τους τον λαϊκισμό και τον εύκολο εντυπωσιασμό.
Γνωστή η δημοσιογραφική συνταγή του κιτρινισμού, γνωστές και οι συνέπειες (αύξηση τηλεθέασης, ευκαιρία για αντιπολιτευτικές κορώνες, λαϊκισμός). Διαβάζω τι είπε ο Αμβρόσιος και αναρωτιέμαι αν, εκτός από φασίστας χρυσαυγίτης, ο άνθρωπος αυτός έχει «σώας τας φρένας».
Κοιτάζω και ξανακοιτάζω προσεκτικά στο Google Earth το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής. Την πυκνή βλάστηση, τη δόμηση, που φτάνει μέχρι τις ακτές, τις μικρές παραλίες, τα απόκρημνα βράχια. Μιλώ κάθε τόσο στο τηλέφωνο με φίλους, φίλες και γνωστούς που θυμάμαι ότι έχουν ένα «καλύβι» στην περιοχή κοντά στη Ραφήνα και στη Μάκρη για να δω πάνω απ΄ όλα αν είναι καλά και μετά, μια και η κουβέντα το φέρνει, για τα αίτια της καταστροφής. Όχι για να αποδώσουμε ευθύνες, αλλά πάνω απ΄ όλα για να καταλάβουμε τι συνέβη.
Γιατί η υποψία μου ήταν εξαρχής και επιβεβαιώθηκε πλέον ότι αυτό που συνέβη στο Μάτι, μπορεί να συμβεί δυστυχώς σε πολλά μέρη αυτής της πανέμορφης χώρας.
Ναι, οι κλιματολογικές συνθήκες έχουν αλλάξει. Ναι, το πεύκο είναι από τους χειρότερους εμπρηστικούς μηχανισμούς. Σκεφτείτε ότι αρκούν λίγες πευκοβελόνες για να ανάψετε μια «ρομαντική φωτιά» στην αμμουδιά κάτω από την πανσέληνο. Όμως τα σπίτια; Ποιο μικροαστικό όνειρο, ποια «κουλτούρα του κεραμιδιού», ποιος ιθύνων νους, ποιες αλήθεια ανάγκες έπεισαν τους πατεράδες και τις μανάδες μας τη δεκαετία του ΄60 και του ΄70 να αγοράσουν ένα οικοπεδάκι σε τιμή ευκαιρίας σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος για να κτίσουν εκεί το «καλύβι» τους; Να το κτίσουν και δεν βαριέσαι αν δεν ικανοποιεί τα κριτήρια δόμησης…
Ήταν η «χρυσή εποχή» της χούντας και της κυβέρνησης Καραμανλή. Ήταν η εποχή που συνεχίστηκε και μετά, τις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90, και στο «μεγάλο κόλπο» μπήκαν, εκτός από τους τοπικούς πολιτικούς παράγοντες, και πολεοδόμοι και μηχανικοί και εργολάβοι, που έτρωγαν με χρυσά κουτάλια. Έτσι έγιναν οι παραθεριστικοί οικισμοί διάσπαρτοι κατά μήκος όλων των ακτών της Ελλάδας. Χωρίς κανένα σχέδιο, δίχως να «ιδρώνει το αυτί» κανενός. Και μετά ήρθαν οι νομιμοποιήσεις…
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα; Ακόμη κι αν υπήρχαν συνεργεία κατεδαφίσεων, ακόμη κι αν γίνονταν έλεγχοι, ποιος μπορεί να τα βάλει με την «κουλτούρα του κεραμιδιού»;
Έτσι τη δεκαετία του ΄60 χτίστηκε η Καλλικράτεια, έτσι χτίστηκε η μισή Χαλκιδική, η Σκόπελος, πολλά μέρη στην Κρήτη για να αναφέρω αυτά που γνωρίζω καλά. Έτσι χτίστηκε το Μάτι και η Ραφήνα και η Νέα Μάκρη, μου λένε τώρα φίλοι.
Και καλά όλα αυτά, τρόπος του λέγειν. Γιατί κάποιος ιθύνων νους, από τους ταγούς της εξουσίας, αρχοντοδήμαρχοι, υπεύθυνοι πολιτικής προστασίας, υπουργοί, υφυπουργοί, όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι που νοιάζονται για τον τόπο μας, δεν είπαν εδώ και δεκαετίες ποτέ «ελάτε εδώ κύριοι ιδιοκτήτες να σας δείξουμε πώς να εκκενώνετε έναν χώρο σε περίπτωση πλημμύρας, πυρκαγιάς, σεισμού»; Γιατί δεν εφάρμοσαν κάποιο έστω προληπτικό μέτρο; Ακόμη και το ποια πυρκαγιά θα σβήσουν τα πυροσβεστικά αεροσκάφη στο παρελθόν δεν γινόταν με βάση τις πραγματικές συνθήκες, αλλά τις προσωπικές επιλογές του αρμόδιου υπουργού.
Η διάθεση των απαραίτητων κονδυλίων είναι σημαντικός παράγοντας σε μια περίοδο κρίσης, αλλά επιτέλους ας καταλάβουμε ότι δεν εξαρτώνται όλα από το χρήμα. Η τεχνογνωσία υπάρχει, και χιλιάδες είναι αυτοί που θα μπορούσαν να προσφέρουν εθελοντικά τις υπηρεσίες τους. Αυτό φάνηκε, άλλωστε, στη διάρκεια της επιχείρησης διάσωσης. Γιατί, όμως, οι αρμόδιοι παράγοντες δεν δίνουν βαρύτητα στην πρόληψη ιδίως σε περιοχές που είναι βεβαρημένες περιβαλλοντικά;
Στο Μάτι οι κάτοικοι έφευγαν αλλόφρονες από τα σπίτιά τους με τα αυτοκίνητά τους, αλλά ήταν προβλέψιμο ότι στους στενούς δρόμους θα «φρακάρουν». Εδώ σε μεγάλους αυτοκινητόδρομους, σε ανάλογες περιπτώσεις, δημιουργείται μποτιλιάρισμα, δεν θα συνέβαινε το ίδιο, σε συνθήκες πανικού, σε δρόμους που δεν χωρούν δύο αυτοκίνητα; Και πώς θα έφταναν γονείς με τα παιδιά τους στην αγκαλιά, γέροι και γριές στις ακτές, όταν η πρόσβαση στη θάλασσα –δείτε το Google Earth- είναι αδύνατη; Τοιχία και φράκτες και αποθήκες και παράγκες και μάνδρες, που ανύψωσαν δήμαρχοι, προνομιούχοι ιδιοκτήτες σπιτιών και ξενοδοχείων δίπλα στη θάλασσα, απαγόρευαν την πρόσβαση. Ποιος εξ΄ αυτών εφάρμοσε το νόμο που υποχρεώνει την πρόσβαση στην ακτή τουλάχιστον μέσω ενός στενού δρόμου;
Όλα θυσιάστηκαν και θυσιάζονται στο βωμό της «ανάπτυξης». Όλοι «κάνουν τα στραβά μάτια» και για όλα φταίνε οι άλλοι.
Σκέφτομαι εκείνους τους ανθρώπους που παρόλα αυτά ξεπέρασαν τα εμπόδια της άναρχης δόμησης και αλαφιασμένοι, ανάμεσα σε εκρήξεις εύφλεκτων υλικών, έφτασαν στη θάλασσα, αναζητώντας σανίδα σωτηρίας στο νερό. Και εκείνους που πήγαν με τις βάρκες τους για να τους σώσουν. Ανάμεσά τους ήταν και Αιγύπτιοι ψαράδες αλιευτικών, που πήδηξαν στη θάλασσα για να σώσουν όποιον βρισκόταν μπροστά τους.
Η αλληλεγγύη και η αυτοθυσία δεν έχουν πατρίδα. Και η αλληλεγγύη αυτή τη φορά έδωσε και δίνει ένα μήνυμα παρηγοριάς. Αυτές τις ώρες θυμήθηκα και κάτι άλλο: τις στιγμές που προσπαθούσαμε να σώσουμε ανθρώπους στη μεγάλη πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει στο «πρώτο πόδι» της Χαλκιδικής πριν δέκα περίπου χρόνια. Ήταν αδύνατο να πλησιάσουμε με το σκάφος. Το «θερμικό φορτίο» που ερχόταν από τη στεριά μάς έπνιγε. Βρέχαμε συνεχώς τα κεφάλιά μας. Δακρύζαμε από τον καπνό, αλλά εκεί… εκεί να σώσουμε ακόμη έναν, δύο, τρεις, δεκάδες. Τους τραβούσαμε επάνω στην κουπαστή του «Νεμέα» από όποιο μέλος του σώματός τους βρίσκαμε πρώτο. Στιγμές μικρασιατικής καταστροφής. Έτσι ένοιωθα… Στο Μάτι, όμως, τα βράχια και οι ύφαλοι εμπόδιζαν τις βάρκες να πλησιάσουν. Και τα κύματα εμπόδιζαν τους πανικόβλητους να κολυμπήσουν με ευκολία.
Το Μάτι, λένε, «δεν υπάρχει πια». Αλλά «Μάτια» υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα.
Και πριν είναι αργά ας σκεφτούμε τι μπορούμε να πράξουμε πριν πάρει φωτιά ο τόπος μας και το «κεραμίδι» μας. Ας το σκεφτούν χωρίς τυμπανοκρουσίες και δίχως τις συνήθεις μεταθέσεις ευθυνών οι καθ΄ ύλην αρμόδιοι παράγοντες. Να χαράξουν μια νέα στρατηγική που θα στηρίζεται όχι στην αποκατάσταση των νομιμοποιημένων αυθαίρετων, που ευθύνονται για το κακό, αλλά τις πραγματικές ανάγκες του τόπου. Ας το σκεφτεί, όμως, και ο καθένας από εμάς ξεχωριστά. Για να καταλάβουμε επιτέλους εκτός των άλλων ότι η περίφημη «κουλτούρα του κεραμιδιού» έχει και υποχρεώσεις και όρια.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ