Το μεταμοντέρνο καμάκι
O Παναγιώτης Μιχαλόπουλος περιγράφει ένα πρωινό κάτω από την σκιά της καλαμένιας ομπρέλας σε ένα beach bar
Λέξεις: Παναγιώτης Μιχαλόπουλος
Κάθομαι αραγμένος στην ξαπλώστρα κάτω από την σκιά της καλαμένιας ομπρέλας στο μπιτς το μπαρ. Τα αντιπαθώ αυτά τα μέρη αλλά έπεσα στην ανάγκη τους καθώς το ταξίδι μας στο νησί έγινε με αεροπλάνο και ήταν δύσκολο να μεταφέρω ομπρέλες και καρέκλες. Ευτυχώς τούτο εδώ είναι κάπως πολιτισμένο. Οι ομπρέλες απέχουν αρκετά μεταξύ τους αλλά και από τη θάλασσα. Επίσης δεν σε ξεκουφαίνει με τη μουσική του. Είναι ευχάριστα μουγκό.
Μου δημιουργεί άγχος αυτό το κυνήγι της σκιάς. Κάθε τόσο σε «βρίσκει ο ήλιος» και πρέπει να γυρίζεις τα μεγάλα κρεβάτια για να μπεις και πάλι κάτω από την ανακουφιστική σκιά. Άσε που όσο πιο καλό το μπιτς το μπαρ, τόσο πιο βαρύ το ξύλινο κρεβάτι.
Εκεί που φιλοσοφούσα περί ξαπλώστρας και σκιάς, έσκασε δίπλα μας παρέα από τέσσερεις κοπέλες. Ηλικιακά πρέπει να βρισκόταν λίγο μετά τα είκοσι χρόνια. Ήταν όλες τους ντυμένες – ξεντυμένες με τα ίδια χρώματα μαγιό, που προφανώς αποτελούσε την αποδεκτή στυλιστική επιλογή της ομάδας. Ήλθαν και έπιασαν δύο ομπρέλες μιλώντας ελάχιστα μεταξύ τους. Άπλωσαν πετσέτες και άρχισαν αν πασαλείβονται με κρέμες, προφανώς κατά του ήλιου. Ξάπλωσαν όλες ταυτοχρόνως, σαν διαφήμιση Coppertone και έπιασαν δουλειά στα τηλέφωνα ζουλώντας με αξιοζήλευτη επιδεξιότητα τις οθόνες με νύχια που θα έκαναν και την Κρουέλα Ντεβίλ να πρασινίζει από τη ζήλεια της.
Ήταν όλες απορροφημένες σε αυτά που έβλεπαν και λίγο μουτρωμένες. Δεν αντάλλασσαν κουβέντα μεταξύ τους. Κάποια στιγμή μια από αυτές αποφάσισε να βγάλει σέλφι την ομάδα. Έπιασε το κινητό, δημιουργώντας μια επικίνδυνη γωνία στον καρπό της και όλες αυτομάτως, σαν μαγεμένες βασιλοπούλες ξύπνησαν, ξεμούτρωσαν, πήγαν το κεφάλι προς τα πίσω, σούφρωσαν τα χείλια και κοίταξαν τον φακό σε στυλ «περνάμε καλά και αυτό βγαίνει προς τα έξω». Όταν ολοκληρώθηκε η λήψη, χωρίς και πάλι να πουν κουβέντα, ξαναγύρισαν στο μούτρωμα και στις οθόνες τους…
Δίπλα από τις κοπέλες αυτές που πρέπει να ήταν Ελληνίδες ήλθαν και κάθισαν άλλες τέσσερεις κοπέλες, αντίστοιχης ηλικίας, ήλθαν και κάθισαν ισάριθμες Ιταλίδες. Μόνο που αυτές μιλούσαν ακατάπαυστα. «Αλόρα» και πάνω τούρλα. Πολλές κοπέλες μόνες τους βρε αδελφέ.
Πολύ μπακουρίαση πέφτει, διεθνώς, σε αυτές τις ηλικίες και είναι κρίμα.
Παραδίπλα έσκασε, επιτέλους και παρέα με αγόρια. Πατριωτάκια μας, σκέφτηκα, κάτι θα γίνει. Πιτσιρικάδες και επιδόθηκαν σε όλες τις καφρίλες της ηλικίας πριν να αράξουν στην ξαπλώστρες. Και αυτοί με τα κινητά τους έπαιζαν αλλά έδειχναν να τους ενδιαφέρει και ο «περίγυρος». Πέρασε κανένα τέταρτο και ο «ωραίος» της παρέας ανέλαβε δράση και έτσι πήρα γεύση από new age καμάκι. Σηκώθηκε με το τηλέφωνο στο χέρι και πλησίασε την πιο «ζουμερή» από τις Ιταλίδες. Κάτι είπε στο κινητό και ύστερα το γύρισε στο αυτί της Ιταλίδας η οποία το άκουσε και χαμογέλασε. Πήρε και εκείνη το δικό της και επανέλαβε την αντίστροφη διαδικασία. Συνέχισαν έτσι για αρκετή ώρα μέχρι που σηκώθηκαν και πήγαν μαζί προς τη θάλασσα.
«Έτσι γίνεται πλέον το καμάκι», σκέφτηκα. Τζάμπα τα Αγγλικά που μαθαίναμε στη Βαφοπούλου και μετά προσπαθούσαμε να κάνουμε «πράκτις» με τις τουρίστριες…
«Whatever works», που λένε και στην Πελοπόννησο.