Το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη: ο καθρέφτης των πολιτικών μας μεταπτώσεων
Tο μόνο πραγματικά άγνωστο στο Μνημείο δεν είναι ο στρατιώτης αλλά ο τρόπος με τον οποίο το κράτος συνεχίζει να φοβάται τη μνήμη του.
Λέξεις: Μάνος Λαμπράκης
Όταν το «Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη» εγκαινιάζεται το 1932, η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας περιόδου βαθιάς αβεβαιότητας: οι δικτατορικές εναλλαγές, η αμφιθυμία του κοινοβουλευτισμού, ο εθνικός διχασμός που δεν έχει επουλωθεί, όλα συγκλίνουν στην ανάγκη ενός νέου συμβόλου ενότητας. Το κράτος της δεκαετίας του ’30 δεν επιθυμεί απλώς να τιμήσει τους νεκρούς του, θέλει όμως να κατασκευάσει μια οντολογία της ομοψυχίας. Και σε αυτό το πλαίσιο, το Μνημείο δεν είναι απλώς ένας λίθος, αλλά μια θεολογία του κενού — ένας τόπος όπου το κράτος σιωπά για να μιλήσει μέσω της σιωπής του.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, γεννιέται και ο θρύλος της φλόγας της Αγίας Λαύρας. Από τα Καλάβρυτα, λένε, μεταφέρθηκε το φως που υποτίθεται ότι καίει αδιάκοπα μπροστά στο μνημείο, συμβολίζοντας τη συνέχεια από το 1821 έως το παρόν της κρατικής εξουσίας. Κανείς δεν γνωρίζει με βεβαιότητα αν η κανδήλα πράγματι άναψε τότε, αν παραμένει άσβεστη ή αν απλώς προστέθηκε εκ των υστέρων ως αλληγορία εθνικής καταγωγής. Όμως αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον: η φλόγα, αληθινή ή ανύπαρκτη, λειτουργεί ως μεταφυσικό συμπλήρωμα του Μνημείου. Εκεί όπου το μάρμαρο δηλώνει τον θάνατο, η φλόγα υπόσχεται τη διαρκή αναγέννηση, εκεί όπου το κενοτάφιο στερείται σώματος, η φλόγα το θερμαίνει με ψευδαισθητικό αίμα. Είναι η στιγμή όπου το πολιτικό μετατρέπεται σε τελετουργικό.
Η δεκαετία του ’30 αγαπούσε τα τελετουργικά. Μέσα από την αρχιτεκτονική των μνημείων, το κράτος αναζητούσε μια νέα αισθητική της πειθαρχίας: ο Μεσοπόλεμος δεν ήταν μόνο εποχή ιδεών, αλλά και εποχή χειρονομιών, πομπών, στάσεων, ρυθμικών βηματισμών. Το Μνημείο του Αγνώστου, τοποθετημένο στο κατώφλι της Βουλής, δεν είναι απλώς σύμβολο μνήμης αλλά είναι τελετουργικός φραγμός ανάμεσα στη λαϊκή οδό και στη θεσμική εξουσία. Ο άγνωστος στρατιώτης δεν ανήκει πια στον λαό αλλά ανατίθεται στο κράτος, που του αποδίδει τη σιωπή ως ύψιστη τιμή. Στο σημείο αυτό, η φλόγα της Αγίας Λαύρας—πραγματική ή μυθική—προσδίδει στο Μνημείο τη διάσταση του ιερού: το καθιστά άβατο. Και αυτό είναι το παράδοξο, ότι το άγνωστο σώμα γίνεται ιερό αντικείμενο.
Η φλόγα, λοιπόν, δεν είναι απλώς συμβολισμός ελευθερίας· είναι ο μηχανισμός αγιοποίησης της εξουσίας. Το κράτος ανάβει το φως για να ορίσει ποιος επιτρέπεται να πλησιάσει. Στη φλόγα αυτή, ο Foucault θα αναγνώριζε το παράδειγμα της «πειθαρχημένης μνήμης»: το μνημείο επιτελείται ως τελετουργική σκηνή επιτήρησης. Ο χώρος μπροστά του, διαγραμμισμένος, φυλασσόμενος, μετρημένος, δεν είναι κοινός τόπος, αλλά σκηνή υποταγής. Και το ότι αυτή η σκηνή θεωρείται «ιερή» σημαίνει ότι η κοινωνία αποδέχθηκε, χωρίς αντίρρηση, πως το πένθος της οφείλει να είναι σιωπηλό.
Από αυτήν τη σιωπή γεννιέται και η σημερινή ειρωνεία. Όταν η πολιτεία, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, αποφασίζει να μεταφέρει τη διαχείριση του μνημείου στο Υπουργείο Άμυνας, επικαλούμενη την ανάγκη «σεβασμού» και «τάξης», στην πραγματικότητα επαναλαμβάνει τη γλώσσα της ίδιας εκείνης δεκαετίας: του κράτους που φοβάται τη μνήμη όταν γίνεται πολιτική.
Ο πρωθυπουργός ομιλεί για «επαναστατική γυμναστική» σαν να πρόκειται για βεβήλωση και λησμονεί ότι η ίδια η Επανάσταση υπήρξε μορφή γυμναστικής της ιστορίας, μια επιτέλεση σώματος και κινήσεως που αρνήθηκε τη στάση. Αν το Μνημείο πράγματι αντλεί το φως του από τη Λαύρα, τότε το ίδιο το φως οφείλει να ανέχεται την ανησυχία της δημοκρατίας, αλλιώς καίει μόνο για την εξουσία.
Ο Χρήστος Ράμμος είχε δίκιο: οι διαδηλώσεις δεν βεβηλώνουν τα μνημεία αλλά τα αφυπνίζουν. Εκεί όπου η εξουσία βλέπει απειλή, η μνήμη βλέπει συνέχεια. Το Μνημείο δεν κινδυνεύει από τις φωνές, αλλά από τη διαχείριση. Δεν αλλοιώνεται από τα σώματα που συγκεντρώνονται, αλλά από την πολιτική που τα αποτρέπει. Η ρητορική του «ιερού χώρου» είναι πάντοτε εργαλείο αποπολιτικοποίησης του πένθους: αν ο λαός δεν μπορεί να θρηνεί πολιτικά, τότε το πένθος του μετατρέπεται σε θέαμα. Κι όμως, η δημοκρατία γεννήθηκε για να επιτρέπει στο πένθος να μιλά. Η φλόγα, όσο κι αν παραμένει σύμβολο της εθνικής συνέχειας, είναι στην ουσία της παράδοση φωτός, όχι κατοχή του. Το να την ανακηρύσσεις «άσβεστη» σημαίνει να της αφαιρείς τη δυνατότητα αναζωπύρωσης, να την κλείνεις σε μια γυάλινη θήκη, όπως κλείνεις την ιστορία σ’ ένα μουσειακό κιβώτιο. Το πραγματικό άσβεστο δεν είναι αυτό που δεν σβήνει, είναι αυτό που δεν παύει να μεταδίδεται.
Έτσι, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη παραμένει καθρέφτης των πολιτικών μας μεταπτώσεων. Από τη μνημειακή σιωπή του ’30 ως την επιτελεστική διαμαρτυρία του σήμερα, το ζήτημα είναι πάντοτε το ίδιο: σε ποιον ανήκει η μνήμη. Αν το Μνημείο είναι πράγματι εθνικό, τότε οφείλει να είναι και δημόσιο κι αν είναι δημόσιο, τότε δεν μπορεί να είναι άβατο. Η φλόγα, είτε καίει είτε όχι, έχει πια μόνο έναν λόγο να συνεχίζει: να φωτίζει το δικαίωμα του πολίτη να σταθεί απέναντι στο μάρμαρο και να πει το όνομά του.
Γιατί, στο τέλος, το μόνο πραγματικά άγνωστο στο Μνημείο δεν είναι ο στρατιώτης αλλά ο τρόπος με τον οποίο το κράτος συνεχίζει να φοβάται τη μνήμη του.
*Ο Μάνος Λαμπράκης είναι είναι θεατρικός συγγραφέας, δραματουργός και μεταφραστής.