Το «Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως» είναι η πρώτη μεγάλη ταινία της χρονιάς
Η βραβευμένη με το Μεγάλο Βραβείο των Καννών ταινία της Ινδής σκηνοθέτιδος Παγιάλ Καπάντια παρουσιάζει ένα ευαίσθητο δράμα υιοθετώντας μια ποιητική προσέγγιση
Η βραβευμένη με το Μεγάλο Βραβείο των Καννών ταινία της Ινδής σκηνοθέτιδος Παγιάλ Καπάντια παρουσιάζει ένα ευαίσθητο δράμα για τρεις νοσοκόμες που προσπαθούν να διαχειριστούν τη ζωή τους στη Βομβάη, υιοθετώντας μια ποιητική προσέγγιση για να περιγράψει τις δύσκολες αλήθειες γύρω από την ζωή τους.
Ομολογουμένως η αρχική φήμη μιας σπουδαίας ταινίας που αποθεώθηκε στις Κάννες τον περασμένο Μάιο ακολουθούσε εξ αρχής την ταινία της Παγιάλ Καπαντια.
Οι θερμές κριτικές μετουσιώθηκαν τελικά στο Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ (αν και αποτελεί προσωπική απορία πως η κριτική επιτροπή με προεδρεύουσα την Γκρέτα Γκέργουικ άφησε δεύτερη αυτή την ταινία επιλέγοντας μια άλλη για τον Χρυσό Φοίνικα της χρονιάς).
Σχεδόν οκτώ μήνες μετά την πρεμιέρα της στις Κάννες το Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως συνεχίζει να κερδίζει το θερμό χειροκρότημα των θεατών, όπου κι αν προβλήθηκε, ενώ η βραβειακή της πορεία δείχνει να την οδηγεί ακόμα και μέχρι τα Όσκαρ, κάτι που μένει να επιβεβαιωθεί (λογικά θα έχουν ανακοινωθεί όταν διαβάζετε αυτό το κείμενο).
Η πρώτη ταινία μυθοπλασίας της Ινδής κινηματογραφίστριας κατάφερε να εκπροσωπήσει την χώρα της μετά από πολλές δεκαετίες και να φανερώσει εικόνες του ινδικού σινεμά που δεν έχουν σχέση με τον μπαροκ υπερφίαλο κόσμο του Μπόλιγουντ αλλά με ένα ινδικό σινεμά που αγαπήσαμε μέσα από τις ταινίες του Σατγιαζιτ Ρεϊ και της Μίρα Ναϊρ.
Η Καπάντια φτιάχνει μια σύνθετη ιστορία τριών γυναικών που αποτελεί μια συγκινητική εξερεύνηση της ζωής τους στην πολύβουη Βομβάη.
Αποτυπώνει αρχικά με δεξιοτεχνία τη ζωντάνια της πόλης και τις προσωπικές δυσκολίες των κατοίκων της. Η Πράμπα, είναι μια νοσοκόμα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της πόλης. Ζει μόνη της αν και είναι δεσμευμένη σε έναν κανονισμένο γάμο από την οικογένεια της.
Συντηρητικών ηθών, μοναχική αλλά εντελώς αμήχανη για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει καθώς ο άντρας της την έχει εγκαταλείψει και έχει εξαφανιστεί στην Γερμανία. Θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί μια καβαφική ηρωίδα που παρακολουθεί μοιραλατρικά μουδιασμένη τον χρόνο να περνάει χωρίς να κάνει κάτι για να αλλάξει την κατάσταση της. Ένα απροσδόκητο δώρο που λαμβάνει από τον εξαφανισμένο σύζυγο (ένας μάγειρας ρυζιού) ξαφνικά ανατρέπει τη φαινομενική ηρεμία της. Η νεαρότερη συγκάτοικος της, η Άνου, ζει με μια κάποια ελευθεριότητα που κερδήθηκε μέσα στην ανωνυμία της μεγάλης πόλης χωρίς να λογαριάζει τα σχόλια που γίνονται γύρω της.
Ερωτευμένη με έναν μουσουλμάνο (θέμα ταμπού για την ινδική κοινωνία), ζει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της αλλά φοβάται για το μέλλον που έρχεται (και λογικά θα έρθει σύντομα με κάποιο προξενιό από τους γονείς της). Οι δύο γυναίκες μοιράζονται τη ζωή τους σε ένα μικρό διαμέρισμα αλλά και στο νοσοκομείο που εργάζονται ωστόσο η μοιρασιά σταματάει εκεί καθώς οι ζωές τους φαίνεται να διαφέρουν εμφατικά στις προσωπικές επιλογές που έχουν κάνει για τη ζωή τους. Η τρίτη της παρέας, η Παρβάτι, μεγαλύτερη ηλικιακά από τις δύο είναι μαγείρισσα που αντιμετωπίζει έξωση από το σπίτι της αφού ο άντρας της, πριν πεθάνει, δεν φρόντισε να την εξασφαλίσει με κάποιο τίτλο ιδιοκτησίας.
Η σκηνοθεσία της Καπάντια καταγράφει τις τρεις γυναίκες με απλότητα: τα βλέμματα, την έκφραση, τις κινήσεις τους, τη ζωή μέσα στην πολύβουη Βομβάη και αργότερα σε μια παραλία που λειτουργεί ως σκηνικό για τις ιστορίες τους. Μέσα από τις αλληλένδετες ιστορίες τους, εξερευνά θέματα όπως η μοναξιά, η απαγορευμένη αγάπη και η αναζήτηση του ανήκειν. Η κινηματογράφηση είναι όμορφη με αιθέριες λήψεις της πόλης που αποτυπώνουν τη νυχτερινή της ζωντάνια με έναν σχεδόν ονειρικό τρόπο. Τα εκφραστικά βλέμματα των τριών γυναικών φανερώνουν τις μύχιες σκέψεις τους: την ανάγκη για αγάπη ή για ένα σπίτι που θα της προστατέψει από τις αγωνίες της ημερήσιας ρουτίνας καταγράφονται με υπέροχο τρόπο. Αυτή η οπτική προσέγγιση ενισχύει το αίσθημα της ευθραυστότητας και της παροδικότητας, αντανακλώντας τις εμπειρίες των χαρακτήρων.
Η Καπάντια στέκεται με προσοχή στις τρεις γυναίκες. Ξέρει καλά ότι στην ιστορία που έχει στήσει το προσωπικό είναι βαθύτατα πολιτικό και αυτό αποκαλύπτεται μέσα στην ταινία με τρόπο ευγενικό και διακριτικό, σχεδόν αλληγορικά, χωρίς να αποφύγει ούτε τον πολιτικό σχολιασμό για την Ινδία της εποχής μας. Τα ζητήματα των ταξικών και θρησκευτικών ανισοτήτων στην Ινδία του πρωθυπουργού Μόντι, σε μια εποχή που οι μεγάλοι εθνικισμοί προσπαθούν να καλύψουν ως αφήγημα αυτόν τον κοινωνικό μετασχηματισμό είναι εμφανείς. Οι τρεις γυναίκες της Καπάντια δεν είναι πολιτικοποιημένες, τις οδηγούν οι κοινωνικές συνθήκες στις επιλογές ζωής που κάνουν . Όλα γίνονται με τρόπο αθόρυβο και διακριτικό ενώ η καθημερινότητα τις απορροφά σε μια συνεχή τριβή για την επιβίωση που τελικά καταλήγει όμορφα σε μια απελευθερωτική εικόνα αλληλεγγύης και συμπαράστασης μεταξύ τους.
Η Παγιάλ Καπάντια αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει για όλα αυτά που θεωρεί σημαντικά – κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα- και απασχολούν άμεσα ή έμμεσα τις ηρωίδες της. Και παρ’ όλα αυτά αισθάνεται παράλληλα ότι θέλει να τα πει με έναν τρόπο απλό και βιωματικό δημιουργώντας ονειρικές, σχεδόν ποιητικές εικόνες αιχμαλωτίζοντας στα κάδρα της τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων.
Συνοψίζοντας την ομορφιά της ταινίας της σε ένα ανεπαίσθητο χάδι τρυφερότητας, σε ένα βλέμμα που μπορεί να φανερώσει κάθε σκέψη, σε ένα ποίημα που μπορεί να φανερώσει την αγάπη, σε μια υπόσχεση πως το μέλλον μπορεί να είναι καλύτερο. Μια από τις ομορφότερες ταινίες της χρονιάς που ξέρει ότι το σινεμά μπορεί να περιγράφει ρεαλιστικά τη ζωή αλλά παράλληλα να κάνει υπαρκτή την υπερβατικότητα που ψάχνουμε μέσα σε αυτή.