Το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής
Ο Γιάννης Μακριδάκης περιγράφει εικόνες από το πανηγύρι του χωριού του
Λέξεις: Γιάννης Μακριδάκης
Σήμερα είναι το πανηγύρι του χωριού μας, της Αγίας Παρασκευής Κιόστε, επαρχίας Κρήνης Μικράς Ασίας, με εσπερινό και λιτάνευση της εικόνας που φέρανε μαζί τους το 1922 οι πρόσφυγες αλιείς και έχτισαν εδώ την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στον προσφυγικό συνοικισμό αλιέων προσφύγων στο Καστέλο της Χίου, καρσί στο παλιό μας χωριό, να το βλέπουν να θυμούνται.
Στις φωτογραφίες βλέπετε σκηνικά που τα θυμάμαι ολόιδια από τότε που ήμουν παιδί, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα.
Μόνο το σπίτι της γιαγιάς, που ερήμωσε και το λιμανάκι μας, που μεγάλωσε για να χωράει τις βάρκες, μονάχα αυτές είναι οι αλλαγές.
Η λεμονιά στο σπίτι όμως ακόμα υπάρχει και κάνει και λεμόνια. Το μπόλι το φερε κι αυτό από απέναντι μες στο στόμα της για να χει υγρασία το ματάκι η προσφύγισσα κυρά. Τουλάχιστον αυτό λέει η ιστορία στις Βάρδιες των πουλιών.
Οι άνθρωποι του συνοικισμού αποπνέουν ακόμη την ίδια λαϊκότητα όπως κάθονται στις παγκέτες της εκκλησίας, όπως ντύνονται με τις παραδοσιακές φορεσιές του Κιόστε, όπως βαστούν στο χέρι τους το σακουλάκι με τον άρτο και λουκούμι για να το πάνε στο σπίτι τους, όπως ανάβουν τα θυμιατά για να περάσει το εικόνισμα της Αγίας.
Οι βάρδιες των πουλιών είναι η ιστορία που έγραψα για τον συνοικισμό και το χωριό μας, την Αγιά Παρασκευή.
Έφτασα σήμερα στον πανηγυρικό εσπερινό την ώρα που οι παπάδες ψέλνανε το Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν κι έπεσα πάνω στον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ τον Stavros Michailidis . Του έκανε εντύπωση που με είδε σε τέτοια συνθήκη.
Είναι το χωριό μου, του λέω.
Τα έχεις πιάσει όλα, μου λέει, Βολισσό, Ικαρία, Καλλιμασιά, Αγία Παρασκευή. Μου μίλησε ασυναίσθητα με όρους συλλογής ψήφων!
Παντού είμαι, του είπα γελώντας, καλά που δεν βάζω υποψηφιότητα, θα σας είχα πάρει την έδρα.
Εκείνη την ώρα ο άντρας της ασφάλειάς του μας φωτογράφισε. Σε άλλη συνθήκη θα αντιδρούσα διότι δεν ερωτήθηκα. Στο πανηγύρι του συνοικισμού μας όμως ειναι διαφορετικά. Δεχόμαστε με προσφυγική ανοιχτοσύνη τους επισκέπτες μας. Ήταν και η προσέγγιση του βουλευτή που με γλύκανε: βγάλε με φωτογραφία με έναν κομμουνιστή, είπε στον συνεργάτη του, καθώς έπαιρνε πόζα. Και βγήκαμε φωτογραφία μαζί. Άμα την ανεβάσει, θα την δείτε.
Μετά συνάντησα την Αναστασία και άλλαξαν όλα μεμιάς. Είμαι τέσσερα, μου λέει, μόλις με είδε και εννοούσε τα χρόνια της. Ένα παιδάκι ολόγλυκο. Έμαθα από τους συγγενείς της ότι είναι τρισεγγονή της Σταματίας Βαλιδακη, της οποία είχα πάρει συνέντευξη πριν 20+ χρόνια και έγραψα την ιστορία της στους Συρματένιους. Είχε έρθει πρόσφυγας από το Κιόστε στον πρώτο διωγμό, το 1914, γύρισε στο χωριό με την παλιννοστηση, το 1919, ήρθε δεύτερη προσφυγιά εδώ το 1922, έφυγε τρίτη φορά πρόσφυγας το 1942 στην Κύπρο και γύρισε το 1946 ξανά στον συνοικισμό.
Τέτοιοι ανθρώποι ζούσανε στο Καστέλο τον καιρό που ήμουν στην ηλικία της Αναστασίας. Μέσα στην αύρα τους στο λιμανάκι και στα στενά του συνοικισμού μεγάλωσα. Ο.τι μπόρεσα απέδωσα στις Βάρδιες των πουλιών απ’ την ατμόσφαιρα αυτή και από τις μαρτυρίες τους για το απέναντι χωριό.
Και του χρόνου να μαστε καλά, να ξαναπάμε στο πανηγύρι μας
*Ο Γιάννης Μακριδάκης είναι συγγραφέας