Το Πατρικό: Μια τρυφερή ματιά σε αυτά που μας ανήκουν σε χρόνο παρόντα
Ο Γιάννης Γκροσδάνης γράφει για την ταινία του Άλεξ Μοντόγια που ξεδιπλώνει μια ιστορία γνώριμη, σχεδόν αυτονόητη, μα απόλυτα βιωμένη
Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, τρία αδέλφια επιστρέφουν για λίγες ημέρες στο πατρικό τους σπίτι, με σκοπό να αποφασίσουν τι μέλλει γενέσθαι με αυτό. Οι αναμνήσεις ξυπνούν, μαζί και οι παλιοί, άλυτοι λογαριασμοί μεταξύ τους.
Πάνω σε μια διασκευή από το ομώνυμο graphic novel του Ισπανού κομίστα Πάκο Ρόκα, ο σκηνοθέτης Άλεξ Μοντόγια επικεντρώνεται στην ανθρώπινη διάσταση που αποκτά η ιδιοκτησία ή αν προτιμάτε ένα σπίτι μετά τον θάνατο του πατέρα.
Αν και πρόκειται για θεματική αρκετά γνώριμη – όλοι λίγο πολύ ζήσαμε ή θα ζήσουμε αυτή την διαδικασία μιας κληρονομιάς και του τι σημαίνει τελικά για εμάς και για τους υπόλοιπους συγγενείς, το αποτέλεσμα σε αγγίζει ακριβώς λόγω του βιωματικού χαρακτήρα του.
Ο Μοντόγια εστιάζει με πολύ τρυφερότητα σε αυτή τη θεματική και παραμένει προσηλωμένος στον βασικό του άξονα: τι θα κάνουμε με το σπίτι του πατέρα μας στο χωριό; Θα το πουλήσουμε ή θα το κρατήσουμε; Κι αν το κρατήσουμε, τι σημαίνει αυτό πρακτικά;
Τα φλας μπακ νοσταλγίας και οι εναλλαγές συναισθημάτων με τις οικογενειακές σκηνές γυρισμένες σε Super 8 είναι η ουσιαστική δράση μιας ταινίας και φυσικά το ζουμερό και ουσιαστικό κομμάτι σε ένα παρόν αρκετά πιο στατικό (σε σχέση με το παρελθόν), που προσπαθεί να αποτυπώσει τη σχέση των τριών αδελφών, όπως αυτό έχει επηρεαστεί από την απώλεια του πατέρα τους.
Το παλιό οικογενειακό δέσιμο είναι σαφές, το ίδιο και οι διαφορετικές προσωπικότητες τους (ή οι διαφορετικοί «ρόλοι» που έχουν επιμερισθεί).
Και φυσικά το γειωμένο παρόν με τις οικονομικές ή επαγγελματικές δυσκολίες που βαρύνουν ακόμη περισσότερο την απόφαση για την πώληση ή την διατήρηση του σπιτιού.
Χωρίς κραυγές ή επιτηδευμένες κορυφώσεις, το Πατρικό ξεδιπλώνει μια ιστορία γνώριμη, σχεδόν αυτονόητη, μα απόλυτα βιωμένη· μια αφήγηση διαχρονική, που αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στη σύγχρονη εποχή της στεγαστικής κρίσης και της βίαιης τουριστικοποίησης και του gentrification.
Με βλέμμα τρυφερό και ψύχραιμο, η ταινία παρακολουθεί το πέρασμα του χρόνου, τα όνειρα που καρποφόρησαν ή μαράθηκαν, τις ανάγκες που αλλάζουν με κάθε γενιά και τη σχέση με το παρελθόν – έναν δεσμό που άλλοτε λειτουργεί σαν ρίζα και άλλοτε σαν βάρος.
Λιτή και ειλικρινής στη γραφή της, χωρίς περιττά στολίδια, προσεγγίζει τη ζωή των απλών ανθρώπων με αληθινή ενσυναίσθηση.
Η δύναμή της δεν βρίσκεται στην ένταση αλλά στην αλήθεια – γιατί μιλά για ό,τι είναι οικείο, μα συχνά παραμελημένο: την ακαθόριστη αλλά βαθιά αναγνωρίσιμη εικόνα του σπιτιού που μας διαμόρφωσε, της μνήμης που αντιστέκεται στη φθορά.
Ένα σιγανό, αλλά επίμονο ψίθυρο για το πώς η ανάμνηση ενός τόπου μπορεί να διασώσει όχι μόνο το παρελθόν, αλλά και την ίδια την ταυτότητά μας μέσα στον χρόνο.