Το πένθος ταιριάζει… στα social media
Πενθούμε πλέον ανθρώπους που δεν είχαμε ακούσει τραγούδια τους, δεν είχαμε δει τις ταινίες τους, δεν είχαμε πατήσει καν "follow"
Βλέποντας αυτές τις μέρες στην τηλεόραση μου το επικό «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», έπιασα στα χέρια μου το κινητό μου μετά από ειδοποίηση που ήρθε. Ήταν για κάποιον διάσημο που πέθανε και η είδηση έκανε τον γύρο του διαδικτύου γεμίζοντας σε χρόνο «ντετε» την αρχική μου με αναρτήσεις για εκείνον. Ο Ευγένιος Ο ‘Νηλ, στο «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα« επεξεργάζεται τον μύθο της Ορέστειας και τον μεταγράφει σε μια σύγχρονη τριλογία, αποκαλύπτοντας τη διαβρωμένη εικόνα της αστικής τάξης που κρύβεται πίσω από ένα άψογο προσωπείο. Η σημερινή εκδοχή, θα μπορούσε να είναι αυτό το τέλειο που θέλουμε να παρουσιάσουμε όλοι στα social media συμμετέχοντας πάντα σε ό,τι επιτάσσει η κοινότητα. Και με τις ειδοποιήσεις του κινητού μου να συνεχίζουν για τον θάνατο του σταρ, έκανα κάποιες σκέψεις.
Τουλάχιστον μία φορά τον μήνα ή πολλές φορές και συχνότερα, οι αρχικές μας σελίδες γεμίζουν με φωτογραφίες ενός προσώπου που “έφυγε”. Πασίγνωστοι ή λιγότερο γνωστοί καλλιτέχνες, ηθοποιοί, μουσικοί, influencers· πρόσωπα που οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε γνωρίσει ποτέ από κοντά, ίσως ούτε καν από μακριά.
Άνθρωποι που δεν είχαμε ακούσει τραγούδια τους, δεν είχαμε δει τις ταινίες τους, δεν είχαμε πατήσει “follow”. Κι όμως, πενθούμε. Ή, τουλάχιστον, ποστάρουμε τη μέρα του θανάτου τους σαν να πενθούμε.
Κάτω από ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κυριαρχούν φράσεις όπως «Αναπαύσου εν ειρήνη» ή το πιο μοδάτο «RIP», «Απίστευτο σοκ», «Μεγάλωσα με τα τραγούδια του» , συχνά, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία αναφορά στο πρόσωπο αυτό όσο ζούσε. Το φαινόμενο αυτό, που μοιάζει να επαναλαμβάνεται μηχανικά, γεννά ερωτήματα: Τι ακριβώς πενθούμε; Και γιατί νιώθουμε την ανάγκη να το κάνουμε τόσο δημόσια;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι θάνατοι διασημοτήτων, έστω και αν δεν τους ξέραμε προσωπικά, μπορεί να αγγίξουν ευαίσθητες χορδές. Μας υπενθυμίζουν μάλλον τη φθαρτότητα, τη δική μας θνητότητα, την απώλεια του παιδικού μας εαυτού. Υπάρχουν μορφές που λειτουργούν σχεδόν αρχετυπικά, όπως ένας τραγουδιστής που συμβόλιζε την εφηβεία μιας γενιάς, ένας ηθοποιός που ενσάρκωνε την «αθωότητα» μιας εποχής. Όμως όταν η συγκίνηση αυτή εμφανίζεται και για πρόσωπα που μέχρι χθες μας ήταν εντελώς άγνωστα, η ειλικρίνειά της αρχίζει να αμφισβητείται.
Πολλές φορές, το πένθος αυτό δεν μοιάζει με αυθόρμητο ξέσπασμα θλίψης, αλλά με αντανακλαστικό συμμετοχής. Δεν θέλουμε να λείπουμε από την ψηφιακή «αγρυπνία». Δεν θέλουμε να φανεί πως δεν ξέρουμε ποιος ήταν αυτός που πέθανε. Γινόμαστε μέρος του πλήθους που συλλογικά θρηνεί, ακόμα κι αν δεν νιώθουμε τίποτα. Γιατί το πένθος στα social media είναι πλέον κι ένας μηχανισμός κοινωνικής εγγραφής. Ένας τρόπος να πούμε: «Είμαι κι εγώ εδώ. Βλέπω, συμμετέχω, νιώθω».
Ο θάνατος, στο περιβάλλον των social media, δεν είναι απλώς ένα γεγονός. Γίνεται είδηση, θέαμα, ακόμη και εργαλείο ταυτότητας. Ποστάρουμε γιατί θέλουμε να δείξουμε πως έχουμε ευαισθησίες, πως ξέρουμε, πως πενθούμε «σωστά». Το πένθος γίνεται δημόσια δήλωση και συχνά, η αυθεντικότητα αυτής της δήλωσης μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Πενθούμε «σωστά» όπως δηλαδή αρμόζει στο κοινωνικό ή διαδικτυακό σύμπαν.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς: θα γράφαμε τα ίδια λόγια, αν δεν υπήρχε κοινό να τα διαβάσει; Αν δεν υπήρχε το «like» ως ηθική επιβεβαίωση; Ή μήπως το κάνουμε γιατί φοβόμαστε ότι η σιωπή μας θα ερμηνευτεί ως αδιαφορία ή άρνηση συμμετοχής σε κάτι που άλλους τους έχει συγκλονίσει;
Ίσως το πιο ειλικρινές ερώτημα δεν είναι γιατί πενθούμε, αλλά τι βρίσκουμε σ’ αυτό το πένθος. Η ανάγκη να δείχνουμε συμμετοχή, η αίσθηση ότι «ανήκουμε», ο φόβος να μην είμαστε «εκτός», όλα συνθέτουν ένα νέο κοινωνικό τοπίο όπου ακόμα και το πένθος είναι ενταγμένο σε λογικές ορατότητας και αυτοπαρουσίασης.
Δεν είναι κακό να συγκινηθούμε από την απώλεια ενός ανθρώπου που δεν γνωρίσαμε. Κακό είναι να αναπαράγουμε τον θάνατό του σαν μέρος μιας τυποποιημένης «πρακτικής θλίψης», που δεν έχει χώρο ούτε για τη σιωπή, ούτε για την αλήθεια.
Ίσως τελικά το πιο έντιμο πένθος είναι αυτό που δεν ποστάρεται. Ή αυτό που συνοδεύεται από τη γενναιότητα να παραδεχτείς: «Δεν τον ήξερα. Αλλά κάτι μέσα μου λύγισε». Αυτό δεν είναι μόδα. Είναι ανθρώπινο. Όσο και αν το πένθος ταιριάζει… στα social media!