Το ρολόι της

Τικ τακ τικ τακ ο χρόνος που φεύγει, ο χρόνος που έρχεται. Τα παρελθόν, το παρόν και το μέλλον γύρω από ένα τραπέζι όπου μια οικογένεια αλλάζει χρονιά. Χωρίς βεβαιότητες. Η ζωή δεν είναι για να τη μετράς, αλλά για να τη ζεις.

Parallaxi
το-ρολόι-της-79945
Parallaxi

Λέξεις: Λιάνα Τσιρίδου/Εικόνα: Ceorge Mekras

Την ξύπνησε μια κορώνα της Τζούλι Άντριους. Είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ, κάτω απ’ την καρώ κουβερτούλα της βυθισμένη γλυκά στη ‘Μελωδία της Ευτυχίας’, μιας ευτυχίας πολυκαιρισμένης, σαν τις δικές της ευτυχίες. Την γαλήνεψαν, φαίνεται, τα βάσανα της οικογένειας Τραπ, έτσι συμβαίνει με τα βάσανα που έχουν ημερομηνία λήξης, γίνονται αναπαυτικά, ένα σκαλάκι πριν το ‘’έζησαν αυτοί καλά…’’ Τινάχτηκε, πώς την πήρε έτσι ο ύπνος, αφύλαχτη την βρήκε, είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να γείρει μόνο για ένα τέταρτο, ίσα να ξεκουραστεί από τις πρωινές αλητείες… αχ, Ελεωνόρα, μονολόγησε, χάλασες, ξεμυαλίστηκες, τώρα στα γεράματα…

Μα πού είναι τα γυαλιά της; Καλό, χρυσό το ρολογάκι της αλλά όταν της το χάριζε ο Κώστας, τόσες δεκαετίες πριν, κανείς από τους δυο τους δεν σκεφτόταν την πρεσβυωπία. Τώρα σχεδόν χρειαζόταν μεγεθυντικό φακό για να δει την ώρα. Δε βαριέσαι, επικοινωνούσε με το ρολογάκι σαν να της μιλούσε, είχε συνδεθεί με τρόπο αόρατο με το βιολογικό της ρολόι. Ίσως γι’ αυτό δεν μπορούσε να το αποχωριστεί, ας της κουβαλούσαν κάθε τόσο τα παιδιά κάποιο καινούριο. Τα καταχώνιαζε στο συρτάρι της τουαλέτας της μαζί με τα ‘’ευχαριστώ’’ της κι επέμενε στο μικρό ασημί ρολογάκι της με τους λατινικούς αριθμούς και το καθημερινό κούρντισμα. Μ’ αυτό μέτρησε όλη της τη ζωή, τι στο καλό, αν το αποχωριζόταν, θα ήταν σαν να έκοβε το αριστερό της χέρι.

Πέντε παρά τέταρτο; Αδύνατον να προλάβει! Χριστέ μου, θα έρθουν τα παιδιά και θα τη βρουν με τις κατσαρόλες να βροντοχτυπούν και το κρέας ανίκητο ακόμη στο φούρνο, θ’ αρχίσουν πάλι τα ‘’μάνα γέρασες’’, επιλεκτικά της το κοπανούν, όχι όταν είναι να τους εξυπηρετήσει. Τέλος πάντων, δυο γουλιές καφέ μονάχα, αλλιώς είναι αδύνατον να λειτουργήσει, κι όσο να στάξει στην καφετιέρα, χαρτί-μολύβι για την οργάνωσή της, δεν εμπιστεύεται κι η ίδια εντελώς το μυαλό της, αφηρημάδες συνεχώς. Κάποτε μπορούσε να επιβλέπει τρεις και τέσσερις κατσαρόλες ταυτόχρονα. Τώρα πια… καλύτερα να πάει με τη σειρά.

Πρώτα πιάτα. Κρεατόπιτα και λαχανοντολμάδες. Τυλιχτά και γεμιστά την Πρωτοχρονιά φέρνουν ευημερία στο σπίτι, έλεγε το προσφυγόσογο της μάνας της. Κρεμμύδι μπόλικο για τη γέμιση, δάκρυα του κρεμμυδιού και βουρκώματα των αναμνήσεων, καλό σοτάρισμα, λίγο κύμινο, ύστερα ένα εικοσαλεπτάκι θέλει, στο μεταξύ να ζεματίσει το λάχανο. Θυμάται την πρώτη φορά που προσπάθησε να φτιάξει λαχανοντολμάδες, μια σκέτη αποτυχία βγήκαν, στραβοτυλιγμένοι, χαμογελαστοί, είπε ο Κώστας, μια ντροπή της κατσαρόλας, πιο πολύ κρυφτό έπαιζε ο κιμάς με το λαχανόφυλλο παρά να μοιάζει φαγητό αυτό, γελούσε ο Κώστας, δεν πειράζει, Νοράκι, κάνεις όμως ανώδυνες απονευρώσεις, έκαστος με τα ταλέντα του. Τώρα πια το χέρι της τυλίγει με ρυθμό μηχανής, ως πού θα την έφταναν τα ντολμαδάκια της ζωής της αν μπορούσε να τα βάλει το ένα πίσω από το άλλο; Από ποια κορυφή θ’ ατένιζε τον κόσμο, αν έστρωνε σε λόφο τους κεφτέδες της; Ωχ, ανόητες σκέψεις, συμμαζεύει τον εαυτό της, έθρεψα οικογένεια, μεγάλωσα τρία παιδιά και τώρα τρία εγγόνια, πρέπει να είμαι ευχαριστημένη με το κλείσιμο του κύκλου.

Ανυπάκουο μυαλό, την πέταξε πίσω. Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1968, νιόπαντρη, μόλις είχε στήσει το ιατρείο της, χορηγία του πλουσιόσογου, του πατέρα της και συγκεκριμένα της γιαγιάς Πολυτίμης. Δεν ήταν οικονομικά τα άγχη της, επιτυχία ήθελε, επιβεβαίωση των κόπων της, των σπουδών της, της τόλμης της- τρεις κοπέλες ήταν όλες κι όλες στο έτος της, άλλα χρόνια. Εκείνη την παραμονή της χάρισε ο Κώστας το ρολόι της, για να μη χάνεις κανένα ραντεβού, της έγραφε στην κάρτα, και κυρίως όχι τα δικά μας. Κι έγινε το χέρι της ενήλικο, επαγγελματικό. Άρχισε το ρολογάκι να μετράει, στο ακριβώς, στο και μισή, που εναλλάσσονταν κυρίως τα ραντεβού της. Μια ώρα να βράσουν οι ντολμάδες, τι είναι μια ώρα, δυο σφραγίσματα, με σφραγίσματα κι εξαγωγές μέτραγε το χρόνο της εκείνο τον πρώτο καιρό και γυρνούσε στο σπίτι πετώντας, να ετοιμάσει βραδινό για τον Κώστα. Αυγολέμονο, τώρα, καλό χτύπημα το ασπράδι, της το είχε μάθει η πεθερά της, άριστη μαγείρισσα, πριν την απώλεια του κόσμου της.

Έξι και δέκα κιόλας. Ώρα για την κρεατόπιτα. Να προθερμάνει και το φούρνο. Αν καταφέρει να τη βάλει στις εξίμιση, σε μια ώρα θα είναι έτοιμη. Ότι πρέπει, για να προλάβει να κρυώσει κάπως. Να ετοιμάσει μετά τα συκωτάκια για το πατέ, το αγαπημένο της νύφης της, της Μυρσίνης, δεν μπορεί να το παραλείψει. Βιάσου, Ελεωνόρα, τρέχει ο χρόνος. Μόνο στον πόνο μένει ακίνητος. Κι ανίκητος. Την πρώτη φορά που της φάνηκε ότι το ρολόι της είχε χαλάσει, ήταν όταν μετρούσε τις ωδίνες της. Δώδεκα ώρες πονούσε στη γέννα της Αθηνάς. Και το ρολόι της πήγαινε δέκα φορές πιο αργά από την κανονική ροή του χρόνου. Θα πεις, ποια είναι η κανονική ροή του χρόνου; Με το νεογέννητο, για παράδειγμα, δεν υπήρχε για πέντε μήνες η έννοια της νύχτας, της ανάπαυσης, δεν υπήρχε πια δικός της χρόνος, ήταν ο χρόνος του ιατρείου και ο χρόνος της μικρής Αθηνάς. Χαλάλι της. Ο θησαυρός της. Και τα έβγαλε πέρα μια χαρά.

Να βγάλει την πίτα απ’ το φούρνο, ρόδισε όμορφα, να βάλει τώρα το κρέας, να μουλιάζουν στο μεταξύ τα δαμάσκηνα για τη γαρνιτούρα, να ξεφλουδίσει και τα αμύγδαλα. Κα μετά το πιλάφι, τρίχρωμο, με δυο ειδών ρύζι και κριθαράκι να τσιγαρίζονται στο βούτυρο σε διαφορετικούς χρόνους. Πώς δεν το βαρέθηκαν ακόμη, σαράντα χρόνια το ίδιο φαγητό κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς, ίσως όχι σαράντα, αλλά παραλίγο, θυμάται την Αθηνά μωρό να είναι στην αγκαλιά του Κώστα και με τεντωμένο δαχτυλάκι να ζητάει ‘μαμάκηνο’. Και σαράντα περίπου χρόνια δεν βρέθηκε ένας να την καλέσει παραμονή πρωτοχρονιάς, ν’ απολαύσει κι αυτή καλεσμένη, στολισμένη, χωρίς σπασμένα νύχια και ξεραμένα απ’ το svelto χέρια. Είναι βέβαια και που έχει τα γενέθλιά της σήμερα, πάντα αυτό ήταν το πρόσχημα, τους κάνει τη γιορτή διπλή. Πολύ περισσότερο απόψε, που κλείνει τα εβδομήντα. Πότε πέρασαν; Μια ανάσα. Ένα ανοιγόκλεισμα του βλέφαρου.

Όταν γεννήθηκαν τα δίδυμα, ο Πέτρος κι η Λένα, το ’76, κόντεψε να μισήσει το ρολογάκι της. Σαν να είχε γίνει εχθρός, να της έκλεβε χρόνο, να της έπαιζε παιχνίδια. Τρία παιδιά, το μεγάλο μόλις έξι χρονών, και γιατρείο κι ο Κώστας εξαφανισμένος, νοσοκομειακός ακόμη εκείνος, αργότερα άνοιξε κι αυτός ιατρείο, αλλά πάντα είχε μια ιδέα υπεροψίας και άρνησης ν’ ασχοληθεί με τα του οίκου του, το επιχείρημα ήταν πάντα ‘άλλο ο βηματοδότης, άλλο το σφράγισμα κι η ουλίτιδα’. Τα χρόνια της μονομερούς κατανόησης. Και των ανέξοδων επαίνων. Μα το δικό της ρολόι μέτραγε ιώσεις, πυρετούς, εμβόλια, μέτραγε ήλιους στις παιδικές χαρές, μέτραγε τόνους άπλυτα κι ασιδέρωτα, κοντορεβυθούληδες, κακές μάγισσες και καλές νεράιδες.

Είκοσι λεπτά μουλιάζουν τα δαμάσκηνα, να τα στραγγίξει τώρα. Είκοσι χρόνια με σιδερένια μέση, εννιά με δύο και πέντε μ’ οκτώ, ανοίξτε, ξεπλύνετε, φτύστε, τροχός στο μυαλό, κλίβανος, κλείδωμα, τακ τακ τα τακούνια της ως το ασανσέρ, κι απ’ την Αγγελάκη ως τη Λασάνη αρπάζει απ’ το δρόμο της, ψωμί, γάλα, μαρούλια, κοτόπουλο, καφέ, σοκοφρέτες, ό,τι θυμηθεί, να φτάσει μια ώρα αρχύτερα κοντά τους, να φύγει η Ρούλα, μαμά Ρούλα τη φώναζαν, πιο πολλές ώρες περνούσε εκείνη μαζί τους. Να φάνε, να πλυθούν, να ελέγξουν διαβάσματα, να γίνει η διαιτησία των απογευματινών διαφορών, να καληνυχτιστούν με σφιχτές αγκαλιές. Ύστερα να βγάλει τα παπούτσια της, να δει λίγο τον Κώστα, να χωθεί στην κουζίνα για το φαγητό της επομένης.

Πριν καλά καλά το καταλάβει, το ρολογάκι μέτραγε φροντιστήρια αγγλικών, ωδεία κι επαναλήψεις στα μαθηματικά και τη χημεία. Κι ύστερα μέτραγε κυκλοθυμίες, εφηβείες, έρωτες και χρόνο λήξης του πάρτυ.

Κι όταν τα παιδιά μεγάλωσαν κάπως κι είπε θ’ ανασάνω, αρρώστησε η πεθερά της. Τα πρώτα συμπτώματα απ’ το ’88, όταν η Αθηνά διάβαζε για το πανεπιστήμιο, το ’90 όμως φάνηκε πως η γιαγιά δεν μπορούσε πια να μένει μόνη. Το πέπλο του Αλτσχάιμερ τα σκέπασε όλα, αδύναμη, ανήμπορη, η θλίψη της Ελεωνόρας για την παρακμή νικούσε και την κούρασή της. Εγκατέστησαν τη γιαγιά Αθηνά στο δωμάτιο της εγγονής Αθηνάς που είχε φύγει για αναμέτρηση με τη Νομική Αθήνας ένα χρόνο πριν. Ο χρόνος πάλι αλλιώς. Με το ρολογάκι σύμμαχο, με το ρολογάκι εχθρό, να τρέξει στο σπίτι για να φύγει η Σνεζάνα, ταΐσματα, φάρμακα, συνεχής προσοχή, μην κάνει τίποτα επικίνδυνο, κι αν προλάβαινε ένα χάδι στο γερασμένο χεράκι, μια αγκαλιά στο απορημένο βλέμμα. Εννιά χρόνια το αμνήμον σώμα της γιαγιάς Αθηνάς διεκδίκησε τη φροντίδα της Ελεωνόρας σχεδόν στο βαθμό που το είχαν κάνει και τα παιδιά της. Μα χωρίς την ανταμοιβή των παιδικών χαμόγελων. Μόνο την ικανοποίηση ότι φροντίζει έναν αγαπημένο άνθρωπο. Έσβησε τουλάχιστον ήσυχα. Κι ευτυχώς χωρίς να καταλαβαίνει όλα όσα γινόταν γύρω της.

Ούτε η Ελεωνόρα καταλάβαινε πάντα βέβαια, απεδείχθη εκ των υστέρων. Να στολίσει τώρα τη βασιλόπιττα, ευτυχώς την είχε ετοιμάσει από χθες, με άχνη και γλάσσο και τρουφάκι, καλλιγραφικό 2014, η πιο πικρή Πρωτοχρονιά της ζωής της αυτή του 1994. Εκείνη την Πρωτοχρονιά προφασίστηκε αρρώστια και τα πήρε όλα, φαγητά και γλυκά, έτοιμα. Δεν είχε κουράγιο για μαγείρεμα, όλη της η ενέργεια έπρεπε να καταναλωθεί στο θέατρο, να μη καταλάβουν τίποτα τα παιδιά. Μεγάλα, βέβαια, η μια στο διδακτορικό κι οι άλλοι φοιτητές. Τι σημασία όμως; Γιατί να τα πληγώσει με το δικό της τραύμα, πώς να τους γκρεμίσει την εικόνα του αξιοσέβαστου πατέρα, του σπουδαίου γιατρού; Δικό της μόνο το άχθος της εικόνας. Κι ας μην την είχε κι η ίδια επιλέξει. Που να φανταστεί; Την είχε χαιρετήσει ο Κώστας από το μεσημέρι, θα έφευγε για συνέδριο στα Γιάννενα. Μα ξέχασε να της αφήσει τα χαρτιά για τον λογιστή. Κι εκείνη πήγε στο γιατρείο του να τα πάρει. Πάντα είχαν δεύτερα κλειδιά, ο ένας από το ιατρείο του άλλου, για ασφάλεια. Τον βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα να πηδάει τη γραμματέα του. Μαρμάρωσε. Δε μίλησε. Μόνο τα βλέμματά τους κονταροχτυπήθηκαν για μια στιγμή. Της χαμηλοβλεπούσας κονταροχτυπήθηκε με το πάτωμα. Ούτε μετά του μίλησε. Καθόλου. Ποτέ. Τουλάχιστον ποτέ όταν ήταν μόνοι.   Γιατί έμεινε; Απομεινάρια αγάπης; Κούραση; Αίσθηση του μάταιου; Προστασία των παιδιών; Όλα;

Ο χρόνος άλλαξε από τότε. Όχι στις καθημερινές κινήσεις, όχι στη ρουτίνα του. Άλλαξε στη γεύση και στη μυρωδιά του. Ο χρόνος δεν ήταν πια ποτισμένος με την αγάπη τους. Ήταν χρόνος βουβός, ο χρόνος της σιωπής, για τέσσερα-πέντε χρόνια τη σιωπή τους διέκοπταν μόνο τα ακατάληπτα της γιαγιάς.

Το τηλέφωνο διέκοψε τον κατήφορο της μελαγχολίας. Η καλή της φίλη, η Βεατρίκη, ‘’είπα να σε πάρω τώρα μια στιγμή, να ευχηθούμε το καλή χρονιά, γιατί όταν μας πλακώσουν τα ασκέρια παιδιών κι εγγονών, πού να βρεθεί σειρά…’’ Τα ίδια κι η Βεατρίκη, τραπεζώματα κι εγγόνια sitting κάθε τρεις και μία. ‘’Σε τι φάση είσαι;’’ Τη ρώτησε. ‘’Στα επιδόρπια’’.

Το σαραγλί ήθελε μόνο σιρόπιασμα, η τάρτα σοκολάτας να ενωθούν τα κομμάτια της. Της Ελεωνόρας τα κομμάτια άρχισαν να ξαναδένονται μέσα απ’ τις ζωές των παιδιών της. Το ρολογάκι άρχισε να μετράει καινούριους κύκλους, η Αθηνά πρώτη, φυσικά, ύστερα ο Πέτρος και τέλος η Λένα, γάμοι, γέννες, βαφτίσια, όλα τα χαρούμενα κι η Ελεωνόρα να είναι δίπλα τους, να βοηθάει, να συμπαρίσταται, να εισπνέει τις χαρές τους, να χαϊδεύει τις αγωνίες τους, ξανά τα πάμπερς, οι φρουτόκρεμες κι οι βασιλοπούλες, αλλά και ζωντανοί οι δράκοι της δικής της ζωής.

Ο Κώστας αρρώστησε το 2008. Έπεσε πάνω του να τον σώσει όλος ο ιατρικός κόσμος της πόλης. Αλλά… Τον έβλεπε να λιώνει, της έλιωσε κι ο πάγος τόσων χρόνων μέσα της, τη συνταξιοδότησή της την ξεκίνησε με καινούρια καριέρα, αποκλειστική νοσοκόμα του Κώστα. Σε κάθε περιποίηση της εκείνος βούρκωνε, σε κάθε ενοχή του και σε κάθε φόβο του εκείνη απαντούσε με χαμόγελο. Κουρασμένο. Αλλά χαμόγελο. ‘’Ξέχνα τα’’, του έλεγε, ‘’γαλήνη μας χρειάζεται, μη βασανίζεσαι για να μη βασανίζομαι κι εγώ’’. Δυο χρόνια έλιωνε ο πάλαι ποτέ κραταιός, ο Θεός, ο μάγος της φυλής, που τόσους και τόσους είχε αρπάξει απ’ το χάρο και τους ξαναγύρισε στη ζωή. Τον έκλαψε πολύ. Της έλειπε ακόμη. Της έλειπε η ανάσα του στο σπίτι. Μετάνιωνε για τα χαμένα χρόνια, μετάνιωνε που τόσο άργησε να του δώσει τη συγχώρεση που της ζητούσε κι εκείνη μισή του την έδωσε στο τέλος.

Μισή ώρα της μένει ώσπου να έρθουν τα παιδιά. Κουράστηκε ήδη, τέσσερις ώρες και βάλε ορθοστασία στην κουζίνα. Να στρώσει το τραπέζι. Λευκό τραπεζομάντηλο κεριά και λουλούδια. Αυτά τα λουλούδια την κατέστρεψαν σήμερα, της ανέτρεψαν όλο το πρόγραμμα. Λουλούδια βγήκε να ψωνίσει το πρωί κι είχε τη φαεινή ιδέα να κάνει μια βόλτα πρώτα στην Αριστοτέλους. Να περπατήσει λίγο άσκοπα, χωρίς προορισμό. Πόσα χρόνια είχε να το κάνει; Ήθελε σήμερα να χαζέψει φάτνες και μάγους και μπαλόνια και παιδικά μαγουλάκια κοκκινισμένα από το κρύο και την έξαψη. Κι ύστερα να πάει για λουλούδια στα λουλουδάδικα κι όχι στο ανθοπωλείο δίπλα στο σπίτι της. Κι από εκεί ξεμυαλίστηκε απ’ την ίδια της την πόλη.

Κρίση και φτώχεια αλλά οι πεισματάρηδες αντέχουν. Και γέλια και νταούλια και ζουρνάδες και τσίκνες από πρόχειρες ψησταριές μπροστά στα μαγαζιά και τσίπουρα να νικάνε το ψοφόκρυο και το ρολόι της κρυμμένο κάτω απ’ το γάντι. Έπεσε χωρίς αντίσταση στην πρόσκληση των πρώτων γνωστών της που συνάντησε, παλιοί συνάδελφοι, γλεντζέδες, τους θυμόταν κι απ’ τα ξεσαλώματα των τριών συνεδρίων που είχε καταφέρει να παρακολουθήσει – τα συνέδρια ήταν γενικά προνόμιο του Κώστα. Γλυκόπιοτα τα τσιπουράκια, καλοκαρδίστηκε κι εκείνη, τα τελευταία γέλια της έπεσαν στο τελευταίο φως της Παραμονής κι έφυγε παραπατώντας για το σπίτι της, λέγοντας ‘σκάσε’ στο ρολόι και στην ενοχή της.

Κουδούνι. Τα παιδιά. Αγκαλιές και φιλιά. Επιφωνήματα απόλαυσης στο φαγητό. Όλα τα χατίρια στρωμένα στο τραπέζι, το χοιρινό για την Αθηνά, το πατέ για τη Μυρσίνη, οι ντολμάδες για τον Πέτρο, η κρεατόπιτα για τον Άγγελο, τον άντρα της Αθηνάς, η τάρτα σοκολάτας για τη Λένα, το σαραγλί για τον Κώστα, ναι, και για τους απόντες…

Δώδεκα παραπέντε το ρολογάκι της σταμάτησε. Η τηλεόραση τους έμπασε στον καινούριο χρόνο με προκάτ ευθυμίες, καινούριες αγκαλιές, ευχές και φιλιά μεταξύ τους, αλλά όταν κοίταξε το ρολόι της πηγαίνοντας να φέρει τη βασιλόπιττα, το αντιλήφθηκε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που σταματούσε. Μα αυτή τη φορά τη θεώρησε, ανεξήγητα, κάπως σημαδιακή. Κάτι θέλει να μου πει, σκέφτηκε. Το έβγαλε από το χέρι της και το κρέμασε στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. ‘’Τι κάνεις εκεί, μαμά;’’ ρώτησε γελώντας η Αθηνά. ‘’Νομίζω πως δε μου χρειάζεται πια’’.

Τα παιδιά έφυγαν γρήγορα, να βρεθούν για ποτά με τους φίλους τους. Τα εγγόνια κοιμόντουσαν αγκαλιά με τα δώρα του Αη Βασίλη στα κρεβάτια που παλιά κοίμιζαν τους γονείς τους.   Η Ελεωνόρα έβγαλε τα παπούτσια της και δίπλωσε τα κουρασμένα της πόδια στον καναπέ. Δεν είχε κουράγιο να καταπιαστεί με τα άπλυτα πιάτα. Αύριο. Θα ξεκινήσει και το 2014 στο νεροχύτη.

Πήρε το τηλέφωνο.

‘’Βεατρίκη, δεν πιστεύω να κοιμάσαι. Σε παίρνω γιατί έχω να σου κάνω μια πρόταση. Την άλλη εβδομάδα ξεκινάμε οι δυο μας για ένα μεγάλο ταξίδι’’.

‘’Ήπιες πολύ, Ελεωνόρα; Τι σου ήρθε πρωτοχρονιάτικα;’’

‘’Ούτε ήπια πολύ ούτε αντιρρήσεις θα δεχτώ. Ένα μεγάλο ταξίδι, όλη την Ιταλία, από τη Τζένοβα ως τη Σικελία. Χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα. Σταματάμε όπου και για όσο μας αρέσει. Μια ζωή δεν το μελετούσαμε κι οι δυο; Λοιπόν, ήρθε η στιγμή. Έχουμε εκπληρώσει όλες μας τις υποχρεώσεις και με το παραπάνω. Έχουμε και οι δυο μας ωραία Ιταλικά ονόματα. Είμαστε από τους τυχερούς που παρά την κρίση έχουμε ακόμη δυο φράγκα στην άκρη. Και για πρώτη φορά στη ζωή μας λίγο χρόνο μπροστά μας. Λίγο χρόνο δικό μας’’.

*Η Λιάνα Τσιρίδη γεννήθηκε στις Σάπες Ροδόπης το 1958. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο ΑΠΘ.Από το 1989 ζει στην Κέρκυρα και εργάζεται ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.Από τις εκδόσεις Ιβίσκος κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της «ΤΕΛΟΣ ΠΑΡΤΙΔΑΣ» (2013) και «ΔΕΚΑΤΡΕΙΣ ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΙΝ ΤΟ ΞΗΜΕΡΩΜΑ» (2015)

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα