Το σύνορο της ομορφιάς

Του Άκη Δήμου Στις χίλιες παρά κάτι σελίδες της «Καρδερίνας» μπήκα επιφυλακτικά, ίσως και λίγο δύσπιστα. Πήρα το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε η ελληνική του μετάφραση αλλά δεν έπεσα με τα μούτρα. Ανέβαλα την ανάγνωσή του ξανά και ξανά, σαν λίγο αποθαρρυμένος από τα ενθουσιώδη σχόλια και τις προτροπές όσων είχαν προλάβει να το διαβάσουν. Διαγωνίως […]

Άκης Δήμου
το-σύνορο-της-ομορφιάς-33674
Άκης Δήμου
ikona.jpg

Του Άκη Δήμου

Στις χίλιες παρά κάτι σελίδες της «Καρδερίνας» μπήκα επιφυλακτικά, ίσως και λίγο δύσπιστα. Πήρα το βιβλίο μόλις κυκλοφόρησε η ελληνική του μετάφραση αλλά δεν έπεσα με τα μούτρα. Ανέβαλα την ανάγνωσή του ξανά και ξανά, σαν λίγο αποθαρρυμένος από τα ενθουσιώδη σχόλια και τις προτροπές όσων είχαν προλάβει να το διαβάσουν. Διαγωνίως μόνο του ‘ριχνα καμιά ματιά που και που, ανοίγοντάς το στην τύχη σα να ‘ψαχνα ένα οποιοδήποτε νήμα που, αν το ξήλωνα, η ιστορία, παραδόξως, θα εμφανιζόταν ολόκληρη μπροστά στα μάτια μου. Παιδικά πράγματα. Το μόνο που κατάφερα ήταν ν’ αποστηθίσω το όνομα του ήρωα – Θίοντορ (λέγε με Θίο) Ντέκερ – και την ιστορία του Κάρελ Φαμπρίτσιους (αυτή κλεμμένη από άλλες πηγές), του ζωγράφου του πίνακα που έδωσε τον τίτλο στο μυθιστόρημα και που πέθανε νέος, το 1654, στο Ντελφτ, όταν μία έκρηξη σε ένα οπλοστάσιο της πόλης κατέστρεψε το ένα τέταρτο των κτιρίων της, σκοτώνοντάς τον μαζί μ’ ένα μεγάλο αριθμό των κατοίκων της πόλης. Είδα (δηλαδή χάζεψα στο διαδίκτυο) τον πίνακα του εξωφύλλου πολλές φορές: μια αιχμάλωτη καρδερίνα, χωρίς κλουβί (οι καρδερίνες εκείνη την εποχή ζούσαν στα σπίτια εκπαιδευμένες αλλά περιορισμένες με αλυσίδες) μπροστά σε έναν λευκό βαμμένο τοίχο, με το ανάγλυφο και τις ατέλειες του, όπως πολλοί τοίχοι τότε. Προσπάθησα να φανταστώ έναν τέτοιο τοίχο: σ’ ένα δωμάτιο με χαμηλό φωτισμό, η καρδερίνα θα έμοιαζε ν’ ανασαίνει παραβιάζοντας τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα, η αλυσίδα στο πόδι της θα άστραφτε, το θρόισμα των φτερών της θα ‘φτανε στ’ αυτιά σαν μουρμουρητό. Ωστόσο δεν θα έπαυε ποτέ να είναι μια ψευδαίσθηση. Μόνο που σε ζωές στριμωγμένες ανάμεσα σε τόσα και τόσα «πραγματικά» κάτι τέτοιες ψευδαισθήσεις αποδεικνύονται το καύσιμο για να συνεχίσεις. Να το ‘ξερε αυτό ο Θίο όταν έσωζε την «Καρδερίνα» μετά την έκρηξη στο Μητροπολιτικό Μουσείο που στοίχισε τη ζωή της μητέρας του και το ρήμαγμα του ίδιου; Κι αν δεν το ‘ξερε, θα το μάθαινε αργά ή γρήγορα. Περιπλανώμενος, έχοντας στο παρά ένα ξεφύγει από την κόλαση αλλά χωρίς κανέναν Παράδεισο να τον περιμένει, από τη Νέα Υόρκη στο Λας Βέγκας κι από κει στο Άμστερνταμ, ανάμεσα σε κατατονικούς πλούσιους, πολωνούς εμιγκρέδες, γονείς που κακοποιούν τα παιδιά τους, αντικέρ παθιασμένους με τ’ απομεινάρια νεκρών ζωών και μαφιόζους ορκισμένους στη δύναμη των δολαρίων, ο νεαρός ήρωας της Ταρτ ανεβαίνει ένα ένα τα σκαλοπάτια από τη μια ηλικία στην άλλη μαθαίνοντας ξανά και ξανά, κάθε φορά που στέκεται να πάρει μια ανάσα, αυτό που με τέτοια αποσβωλωτική ευκρίνεια πρωτοείπε στον «Φύλακα στη σίκαλη» το ξαδερφάκι του ο Χόλντεν Κόλφιλντ: ότι στο επόμενο βήμα «Τίποτα δε θα ήτανε αλλιώτικο. Το μόνο αλλιώτικο θα ‘σουνα εσύ. Όχι που θα ‘χες παραμεγαλώσει, ας πούμε, ή που θα δενξερωτί. Δε θα ‘τανε ακριβώς αυτό. Μόνο που, να, θα ‘σουνα αλλιώτικος και παρακάτω δεν έχει.» Ή έχει: κάθε φορά κι έναν καινούργιο κίνδυνο. Κι όσο κινδυνεύεις το παρελθόν απομακρύνεται και το μέλλον πυκνώνει, συρρικνώνεται για να χωρέσει στο πορτρέτο ενός πουλιού ανίκανου να πετάξει, να φτερουγίζει μόνο απελπισμένο μπορεί κι ύστερα να κουρνιάζει γλείφοντας την αλυσίδα στο πόδι του. Ένα πουλί που σου μοιάζει.

Αγάπησα τον Θίο Ντέκερ από τις πρώτες σελίδες. Όχι επειδή τον συμπόνεσα ούτε επειδή ενηλικιωνόταν τόσο επώδυνα κεφάλαιο κεφάλαιο(ποια ενηλικίωση δεν είναι επώδυνη, εξάλλου;). Νομίζω ότι τον αγάπησα για το πείσμα του να βυθίζεται σε τόσους και τόσους Τιτανικούς κι ωστόσο κάθε φορά να ανεβαίνει μισοπνιγμένος στην επιφάνεια προστατεύοντας λυσσαλέα τη ζωγραφιά ενός μικροσκοπικού σκλαβωμένου πουλιού που συνόψιζε κάθε φορά και με μεγαλύτερη ένταση τους λόγους του να ζήσει, έστω και σιγοσφυρίζοντας τον ίδιο και τον ίδιο λυγμό. «Ανάγλυφη πινελιά με κίτρινη μπογιά στη φτερούγα και πούπουλα χαραγμένα με το πίσω μέρος του πινέλου. Ένα σπάσιμο στην πάνω αριστερή γωνία που δεν υπήρχε πριν, αμελητέα ζημιά το πολύ δύο χιλιοστών, αλλά κατά τα άλλα αψεγάδιαστο. Εγώ είχα αλλάξει αλλά ο πίνακας ούτε στο ελάχιστο. Κι όπως τρεμόπαιζαν πάνω του σε λωρίδες τα φώτα, είχα την αλλόκοτη αίσθηση ότι η δική μου ζωή ήταν, συγκριτικά, μια απροσχεδίαστη και εφήμερη έκρηξη ενέργειας…». Σ’ ένα βουνό σελίδων, που δίνουν ραντεβού ο Ντίκενς και ο Σάλινγκερ, ο Ουίλλιαμς και ο Φιτζέραλντ και που, όσο οι σελίδες γυρνάνε, οι απώλειες συσσωρεύονται, οι δράκοι πληθαίνουν και η Πριγκίπισσα ποτέ δεν είναι πρόθυμη γι’ αγάπη, ο – όλο και περισσότερο λυπημένος, όλο και λιγότερο ολόκληρος – Θίο προστατεύει τον πίνακα του Φαμπρίτσιους που έσωσε από την έκρηξη του Μουσείου σαν ξόρκι. Κι αν κάτι μαθαίνεις διαβάζοντας αυτό το αβάσταχτα τρυφερό μέσα στη σκληρότητα της πλοκής και των αισθημάτων μυθιστόρημα είναι ότι δεν διαλέγουμε εμείς την καρδιά μας. Αν αυτή θέλει να χτυπάει καθηλωμένη στο χρόνο που συναντηθήκαμε με την ομορφιά σίγουρα ξέρει κάτι παραπάνω. Έτσι κι αλλιώς, η πραγματικότητα δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο η γραμμή που τη χωρίζει από τη φαντασία. Είναι πάντα ο έξω κόσμος και ο άλλος. Μια στιγμή αν σταθείς στο σύνορό τους καταλαβαίνεις(κάτι περισσότερο: νιώθεις) ότι δεν μπορείς να ζήσεις παρά μόνο εκεί, σε αυτό το ανάμεσα, με τα φτεράκια σου και την αλυσίδα στο πόδι, χρεωμένος με τον ίλιγγο της μόνης αλήθειας που αναγνωρίζεις σαν δική σου και που η τέχνη στην κάνει δώρο.-

*Το μυθιστόρημα της Ντόνας Ταρτ «Η καρδερίνα» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη μεταφρασμένο από τη Χριστιάννα Σακελλαροπούλου. Το απόσπασμα του Χόλντεν Κόλφιλντ είναι από το μυθιστόρημα του Τζ. Ντ. Σάλινγκερ «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» (πρώην «Ο φύλακας στη σίκαλη»), σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη (εκδόσεις Γράμματα, 2014).

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα