Το σκαμπίλι
του Παναγιώτη Ιωσηφέλλη Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Αλλιώς δεν εξηγείται.. Ούτε ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που προσέλαβαν όταν αποδείχθηκαν άκαρπες οι αστυνοµικές έρευνες, ούτε τα κανάλια, όταν η γυναίκα, η αδελφή κι η µάνα του πήραν µε τη σειρά τις εκποµπές αναζήτησης χαµένων προσώπων, δώσανε λύση. Τίποτα, κανένα συµπέρασµα. Όπως κάθε µέρα, σηκώθηκε, ήπιε […]
του Παναγιώτη Ιωσηφέλλη
Άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Αλλιώς δεν εξηγείται.. Ούτε ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που προσέλαβαν όταν αποδείχθηκαν άκαρπες οι αστυνοµικές έρευνες, ούτε τα κανάλια, όταν η γυναίκα, η αδελφή κι η µάνα του πήραν µε τη σειρά τις εκποµπές αναζήτησης χαµένων προσώπων, δώσανε λύση. Τίποτα, κανένα συµπέρασµα. Όπως κάθε µέρα, σηκώθηκε, ήπιε καφέ µε τη γυναίκα του και ξεκίνησε να πάει στη δουλειά. Όταν, λίγο πριν το µεσηµέρι, τηλεφώνησε η µάνα του στο γραφείο να πάει να υπογράψει το βιβλιάριο υγείας της, της είπαν ότι εκείνη την ηµέρα δεν είχε εµφανιστεί καθόλου. Αυτό ήταν. Ξεκίνησε να πάει στη δουλειά και δεν έφτασε ποτέ. Κανείς δεν τον είδε από τότε. Το κινητό του ήταν βουβό. Καµία κίνηση δεν είχε γίνει στις πιστωτικές του κάρτες. Σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
Καλοκαίρι του ’79. Παντρεύανε την ξαδέλφη της. Μικρή εκκλησία, πολύς κόσµος. Έσκαγε ο τζίτζικας. Με το ένα χέρι φυσιόταν µε τη βεντάλια, µε το άλλο κρατούσε το χέρι του µικρού. Ίδρωσε κι άλλαξε χέρι στη βεντάλια. Μετά κατάλαβε την παλάµη της άδεια. Γύρισε, ο µικρός πουθενά.
Για λίγο καιρό το πρόσωπό του ήταν σε κάθε στάση του Μετρό. Σοβαρός. Με τη χωρίστρα στα αριστερά. Μπλε σακάκι, άσπρο πουκάµισο, κίτρινη γραβάτα. ∆εν έµοιαζε καθόλου µε τους άλλους εξαφανισµένους. Εκείνοι, µεγάλοι και µικροί, είχαν κάτι στο βλέµµα και στα ρούχα. Μια ευπάθεια. Μια φυγή. Η δική του φωτογραφία έµοιαζε µε υποψήφιου βουλευτή. Κοίταζε τους περαστικούς όπως κοίταζε συνήθως. Με µια κατσούφα, αποτέλεσµα συγκέντρωσης. Σαν να επιχειρούσε συνεχώς να λύσει προβλήµατα. Και να µην τα κατάφερνε. Η φωτογραφία ήταν από το δεύτερο γάµο της αδελφής του. Από τα µπουζούκια που πήγαν µετά το ∆ηµαρχείο. Εκείνος δεν ήθελε να την αγοράσει. Είχε νεύρα, ο καινούργιος γαµπρός στο στοµάχι του καθόταν. Η γυναίκα του πραξικοµατικά αγόρασε τη φωτογραφία. « Να σ’ έχω να σε βλέπω που λείπεις όλη µέρα». Έτσι του είπε. Πού να ‘ξερε.
Της ήρθε λιποθυµία. Το παιδί, άρχισε να φωνάζει, µου πήραν το παιδί. Έτρεξε ο άντρας κι η κόρη της η µεγάλη, αναστατώθηκε ο κόσµος, διέκοψε ο παπάς το µυστήριο, άρχισαν όλοι να ψάχνουν το παιδί. Πουθενά το παιδί. Για πέντε λεπτά, περίπου εκατό άνθρωποι, έψαχναν ένα εννιάχρονο.
Κάποιοι είπαν ότι είχε θανατηφόρα ασθένεια. Κι ότι κρύφτηκε κάπου για να πεθάνει µε την ησυχία του. Άλλοι ότι χρωστούσε. Στις τράπεζες αλλά και σε άλλους. Τοκογλυφίες και τέτοια. Μπορεί, µάλιστα, να τον «εξαφάνισαν» κάποιοι από τους δανειστές του. Κάποια στιγµή ακούστηκε και κάτι για ένα ερωτικό σκάνδαλο. Ότι είχε σχέση µε µια κοπέλα από το γραφείο, η οποία έµεινε έγκυος. Και απειλούσε να το πει στη γυναίκα του. Και άλλα. Που σταδιακά, κι όσο αυτός παρέµενε εξαφανισµένος, εξασθενούσαν. Η γυναίκα του είχε προωθήσει τη φωτογραφία του – αυτή στο γάµο της αδελφής του – στο Ίντερνετ. Αόριστες πληροφορίες τον ήθελαν µια στη Νεµπράσκα, µια στο ∆ουβλίνο και µια στην Αλόννησο. Την εποµένη κάπου αλλού, στην άλλη πλευρά της Γης. ∆ώδεκα, περίπου, µήνες µετά την εξαφάνιση, η γυναίκα του σταµάτησε το ψάξιµο και µην µπορώντας να κάνει κάτι άλλο, έκανε αυτό που τη συµβούλεψε ο δικηγόρος της. Αίτηση διαζυγίου.
Ενώ πήγαινε να τρελαθεί, ο γιος της βγήκε πίσω από τη µικρή γωνία που σχηµάτιζε η πόρτα της εκκλησίας – όταν ήταν ανοιχτή – µε τον τοίχο, στην οποία κανείς δεν είχε σκεφτεί να ψάξει. Του ‘ριξε ένα σκαµπίλι κι ύστερα έπεσε πάνω του κι άρχισε να τον φιλάει. Εκείνος της χαµογέλασε. Με ένα παράξενο χαµόγελο. Που φαινόταν πολύ ώριµο για την ηλικία του.
∆ύο χρόνια και µερικούς µήνες µετά την εξαφάνισή του, κάλεσαν τη µάνα του στο αστυνοµικό τµήµα. Κόπηκαν τα πόδια της, νόµιζε ότι θα της λέγανε πως είναι νεκρός. Πήγε τρέχοντας. Καθόταν σε ένα πεζούλι. Είχε αδυνατίσει, τα µαλλιά του είχαν µακρύνει. Ήταν ηλιοκαµένος. Τον είχαν βρει να περιφέρεται στις παρυφές της πόλης. Οι αστυνοµικοί πίστευαν πως είχε απώλεια µνήµης, ήξεραν κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις.
Μια ειδική σύµβουλος θα µπορούσε να βοηθήσει στην οµαλή επανένταξη του. Της δώσανε κουράγιο, το τηλέφωνο της συµβούλου και της είπανε να τον πάρει σπίτι µαζί της. Στο ταξί, γύρισε, τον κοίταξε µια δυο φορές. Ήταν ήρεµος. Το βράδυ, µετά την επίσκεψη της συµβούλου και µε τη σύµφωνη γνώµη της, ήρθαν στο πατρικό του, η αδελφή κι η τέως, που παρέµενε πάντως, λόγω νοµικού κωλύµατος, γυναίκα του. Κάθισαν στην αυλή και φάγανε – οι τρεις γυναίκες ήταν αµήχανες. Αυτός πιο φυσικός, πιο άνετος. Ρωτούσε. ∆ιασκέδαζε µε τα επεισόδια της αναζήτησής του. Όταν η γυναίκα του άρχισε να κλαίει, της χάιδεψε τα µαλλιά και της είπε συγνώµη. Εκείνη του είπε, δεν πειράζει. ∆εν φταις εσύ. Έτυχε. Έτυχε, είπε κι αυτός. Και της χαµογέλασε απαλά. Με ένα παράξενο χαµόγελο. Σαν παιδί. Ύστερα, χωρίς καµία προειδοποίηση, κι ενώ µιλούσαν για τον άτυχο δεύτερο γάµο της αδελφής του, η µάνα του σηκώθηκε του ‘ριξε ένα πολύ δυνατό σκαµπίλι. Κανείς δεν είπε τίποτα. Ενώ οι άλλες δύο είχαν µείνει να κοιτάζουν, η µάνα του ξανακάθισε στην καρέκλα. Το υπόλοιπο βράδυ κύλησε ήρεµα.