Το σκληρόκαρδο Πάσχα
Λέξεις: Γιάννης Κοτσιφός Ως παιδί αφομοίωσα τη μυθολογία του Πάσχα μαζί με όλη την αντιφατική συμπεριφορά της αστικής οικογένειας που διατήρησε με τη θρησκεία και την Εκκλησία σχέσεις συμβατικές. Κληρονόμησε μια συνήθεια πίστης δοκιμασμένη από την κατοχική βιωμένη ανάμνηση της αδικίας, την βούτηξε μέσα στο πανηγυρικό κουρκούτι της χούντας κι όταν την έβγαλε από κει […]
Λέξεις: Γιάννης Κοτσιφός
Ως παιδί αφομοίωσα τη μυθολογία του Πάσχα μαζί με όλη την αντιφατική συμπεριφορά της αστικής οικογένειας που διατήρησε με τη θρησκεία και την Εκκλησία σχέσεις συμβατικές. Κληρονόμησε μια συνήθεια πίστης δοκιμασμένη από την κατοχική βιωμένη ανάμνηση της αδικίας, την βούτηξε μέσα στο πανηγυρικό κουρκούτι της χούντας κι όταν την έβγαλε από κει είχε ήδη αρχίσει να την ξεψαχνίζει η ευδαιμονική γοητεία του ’80, επιστρατεύοντας και το καταλυτικό εκείνο μείγμα που εφάρμοσε παντού σαν κόλλα γενική χρήσης: αριστερή ρητορεία, ελληνικότητα βγαλμένη από τα αδειασμένα σακούλια της γενιάς του ’30 και γερή δόση τρεντ (πριν ακόμη ο όρος επινοηθεί). Το ξωκκλήσι στο νησί ήταν ανεκτή προδιαγραφή θρησκευτικότητας, αρκεί να συνδύαζε μια γραφική γαγιά με τσεμπέρι δίπλα σε παρέα κυριών με χρυσαφιά ψηλοτάκουνα και ετοιμοπόλεμα μπικίνι κάτω από χρυσαφιά παρεό. Με οτιδήποτε από αυτά σχέση δεν είχαμε.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, έβλεπα στο σινεμά τον Ιησού του Τζεφιρέλι σε συνέχειες, στους σχολικούς εκκλησιασμούς ήμουν τακτικός και πάντα με λευκό πουκάμισο, τη Μεγάλη Πέμπτη αφήναμε την ΥΕΝΕΔ ανοιχτή να «παίζει εκκλησία», έτρωγα βαμμένα αυγά σε αλλοπρόσαλλες ώρες. Τα πρωινά, δίχως σχολείο, έκλεινα τα παντζούρια, περνούσα στο πορτάκι μιας βαριάς μεταλλικής μηχανής προβολής το φιλμ, γυρνούσα τον μικρό τροχό στο πλάι, μιάμιση στροφή και κεντράριζαν πάνω στην υπόλευκη ντουλάπα του δωματίου τα ζωγραφιστά καρέ από τα Πάθη του Χριστού. Στην εικόνα με την Ανάσταση, τα χρώματα περίσσευαν, το πρόσωπό Του όμως ήταν παράξενα ανέκφραστο, αγνώριστο σε σχέση με την εικόνα στα καρέ της Σταύρωσης, ιδίως σε κείνο που κολλούσα διαβάζοντας ξανά και ξανά τον υποτιτλισμένο σπαραγμό: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» Τη νύχτα η ακατανόητη αυτή εγκατάλειψη τάραζε σαν ξεχασμένο φως τον ύπνο μου. Μα πόσο σκληρόκαρδος πατέρας ήταν αυτός που, αν και παντοδύναμος, άφηνε να πάθει ό γιος του τέτοια φρικτά πράγματα και στο τέλος να π ε θ ά ν ε ι.
Για τον κόσμο μου εκείνων των χρόνων η Ανάσταση ήταν απλώς κακότεχνο, ανώφελο εφέ. Και το πρόσωπο σε κείνο το καρέ ήταν έτσι ανέκφραστο γιατί δεν πάει να αναστηθείς δέκα φορές, αν σ’ έχουν εγκαταλείψει έτσι μία, αυτήν την εγκατάλειψη κουβαλάς για πάντα στο βλέμμα σου, γι’ αυτό και είναι έτσι παραιτημένο κι αδιάφορο. Για τον κόσμο μου εκείνων των χρόνων ο θάνατος δεν άγγιζε τη σάρκα, ήταν αδιάφορη λοιπόν η ανάσταση. Τα πάθη όμως, το αγκάθινο στεφάνι, τα καρφιά, την άγγιζαν και την έγδερναν και τη μάτωναν, και αυτό για το παιδί που ήμουν τότε ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον…
Στον προθάλαμο της εφηβείας η έννοια της θυσίας ματαίως αποπειράθηκε να εξηγήσει τα πράγματα. Αν η ανάσταση ήταν η ανταμοιβή της, γιατί στους Τρεις Συντρόφους του Ρεμάρκ η Πατρίσια Χόλμαν πεθαίνει μια για πάντα, κι ας ξεπούλησαν όλα τους τα υπάρχοντα ο Όττο Καίστερ και ο Ρόμπερτ Τέιλορ, κι ας έκαναν τόσα αφηνιασμένα χιλιόμετρα μέσα στη νύχτα για να φτάσουν στο σανατόριο των Άλπεων, όπου νοσηλευόταν; Ο θάνατος άγγιζε πια σάρκα, εγώ όχι. Εγώ περνούσα τα πρωινά των πασχαλινών διακοπών διαβάζοντας, ένα παιδί της πόλης εγκατελειμμένο από φίλους που σίγουρα ήταν ήδη σε κάποιο χωριό σαν εκείνα των αναγνωστικών. Ένα παιδί ανίκανο να ερμηνεύσει τις οσμές της άνοιξης, που είναι πάντα σκληρόκαρδη με τα παιδιά. Ιδίως αυτά που τα βράδια ξαγρυπνούν μήπως αναστηθεί μπροστά τους το αβέβαιο σώμα της Πατρίσιας Χόλμαν, κι ας τρέμει από τον πυρετό.
Στα επόμενα χρόνια, όταν πια η λογοτεχνία περίσσευε και τα ποιήματα γράφονταν κατά δεκάδες, κι αφού ο δυτικός Έλιοτ επαλήθευσε για τη σκληρότητα του Απρίλη όσα η ορθόδοξη ανατολή αποτύπωνε σ’ ένα ανέκφραστο αναστημένο πρόσωπο που παραδόξως γεννά ανείπωτη χαρά το πρόκριμα της εγκατάλειψης στον τρόπο που αντιλαμβανόμουν το Πάσχα δέθηκε οριστικά με το αστικό τοπίο που σταθερά με περιέβαλε. Ούτε πασχαλιές, ούτε ανοιξιάτικη βροχή. Αστικοί θρύλοι για τον Μοσκώφ να πίνει ατέλειωτα ούζα στο Μοδιάνο και να εκστομίζει τη λέξη «χαρμολύπη», αναπτυσσόμενη παραφιλολογία για μια νεορθόδοξη εναλλακτική χαρτογράφηση των επιταφίων στην πόλη — στην ακατανόητη κούρσα θανάτου της Μεγάλης Εβδομάδας μπορούσες να ποντάρεις κάμποσο αχώνευτο ρομαντισμό, αν έβρισκες βεβαίως καμιά παρέα στα μισοάδεια στέκια για να τον παζαρέψεις… Οι φοιτητές φευγάτοι, οι ντόπιοι εξαφανισμένοι. Οι άδειοι δρόμοι μόνο ήταν μια κάποια παρηγοριά, το αυτοκίνητο κατάπινε χιλιόμετρα σε spleen περιπλάνηση με τη λυτρωτική υπερβολή που χαρακτηρίζει τους εθισμούς. Η ανάσταση φάνταζε μάταιο τερτίπι μπροστά και στον χειρότερο στίχο του Μέσκου, της Καρέλλη ή του Τρακλ.
Αν τα Χριστούγεννα είναι ένας εναπομένων (εκβιαστικός έστω τώρα) δεσμός μας με την ευδαιμονική Δύση, το Πάσχα, είναι η πιο εσωστρεφής υπόμνηση της απομονωμένης ανατολικής μας ουτοπίας. Η ελκυστική ρομαντική ρητορική του, που στην καθολική Δύση γέννησε μεγαλειώδη σκοτεινά σκηνικά για να χωρέσει, σε μας αρκούσε να αντικριστεί με την εκμαυλιστική ανοιξιάτικη πρόκληση του υπαρκτού σκηνικού μας.
Στην άκρη του εκμαυλισμού, όμως, παραμονεύει πάντα η σκληρόκαρδη εγκατάλειψη. Το παιδί που μεγάλωσε σε νοικιασμένα σπίτια πάνω στη Βασιλίσσης Όλγας, που για χρόνια αναζητούσε ανοιχτά σινεμά τα βράδια της Μεγάλης Εβδομάδας κι αργότερα έρημη άσφαλτο, δεν γίνεται να μπει ποτέ στον πειρασμό να δοκιμάσει την αναστάσιμη χαρά. Είναι πάντα βέβαιο ότι ο ανοιξιάτικος άνεμος του επόμενου πρωινού δεν θα ανακατεύει τα δικά του μαλλιά, δεν θα φουσκώνει το δικό του λευκό πουκάμισο.