Το σπίτι θα ‘χει τη δική του ιστορία

«Ζόρικοι καιροί». Απ’ τον καιρό της μάνας της είχε ν’ ακούσει τέτοια παλιοκαιρίσια έκφραση...

Parallaxi
το-σπίτι-θα-χει-τη-δική-του-ιστορία-364120
Parallaxi

Λέξεις: Ιωάννα Κακούρη

Σήμερα γύρισε κουρασμένη απ’ το δωμάτιο. Γυρνούσε στο ίντερνετ όλη μέρα, τα χέρια της είχαν πρηστεί. Τέσσερα skype για δουλειά έκανε και δεν την πήραν σε κανένα. «Ζόρικοι καιροί», της έλεγαν, «μόνο τα e-shops με είδη γυμναστικής ζητάνε κόσμο, ψάξου προς τα ‘κει», αλλά αυτή ούτε που να τ’ ακούσει. «Δε σπούδασα αυτό, σας ευχαριστώ πολύ» έλεγε και πατούσε το κόκκινο χ, πάνω δεξιά στην οθόνη.

«Ζόρικοι καιροί». Απ’ τον καιρό της μάνας της είχε ν’ ακούσει τέτοια παλιοκαιρίσια έκφραση. Και καλά τότε, να το καταλάβει. Ο κόσμος ήταν μια δαιδαλώδης ζούγκλα, που οι άνθρωποι σε ζωώδη σχεδόν κατάσταση κυκλοφορούσαν ασύστολα και άσκοπα, χωρίς καν να στείλουν ένα μήνυμα για να εγκριθεί η μετακίνησή τους. Και, μεταξύ μας, ποια μετακίνηση να εγκριθεί; Εδώ μιλάμε για παράφρονες που ήθελαν να βολτάρουν ανέμελα στην παραλία ή ακόμη και να φιλήσουν ο ένας τον άλλον σε παγκάκια! Αν μη τι άλλο, όφειλε να ευχαριστήσει την τεχνολογική πρόοδο εκ μέρους όλης της ανθρωπότητας και να μην γκρινιάζει.

Αλλά πώς να μην γκρινιάζει; Μπορεί η τεχνολογική πρόοδος και η παγκόσμια πολιτική να έσωσε χρόνια πριν τον άνθρωπο από τα χαμερπέστερα ένστικτά του, κάποια αμανάτια των σπηλαίων όμως του τα άφησε.

Το ενοίκιο, για παράδειγμα! Είναι δυνατόν τη σήμερον ημέρα να σε παίρνει η σπιτονοικοκυρά σου και να γκρινιάζει ΠΑΛΙ για το άφαντο ενοίκιο; Μετά από τις θυσίες που έκαναν κάποτε τόσοι άνθρωποι για να ζούμε σήμερα εμείς ασφαλείς, χωρίς λοιμώδεις αγκαλιές και μεταδοτικά φιλιά, με άδειους δρόμους και ασφυκτικά σπίτια; Όχι, δεν μπορούσε με τίποτα να χωνέψει την ανθεκτικότητα αυτής της μολυσματικής συνήθειας, που βαστούσε απ’ την εποχή της αφής. Την εποχή που νοσταλγούσαν κάτι λίγοι γέροι, που σίγουρα τα λογικά τους είχαν κυρτώσει παρέα με τις πλάτες τους, αν έκρινε από τα λεγόμενά τους. «Οπισθοδρομικοί, για να μην πω καλύτερα θεόμουρλοι», συνήθιζε να λέει.

Ένα άλλο που δεν καταλάβαινε ήταν εκείνοι οι άνθρωποι (ευτυχώς λίγοι) που μιλούσαν ακόμα για τη δημόσια υγεία και τα νοσοκομεία. Τα πράγματα, εδώ και πολλές δεκαετίες, ήταν απλά: Θέλεις την υγειά σου; Κάτσε στ’ αυγά σου! Δε σου φταίει το σύστημα αν εσύ παλάβωσες και κλείστηκες έξω. Όσοι θέλουν πραγματικά να ζήσουν μπαίνουν στο σπίτι και αρπάζουν τη ζωή απ’ τα (ακούρευτα) μαλλιά, αυτή έτσι ήξερε κι έτσι έπραττε. Μόνο που καμιά φορά, όταν έπεφτε το ίντερνετ και σταματούσε το «2ωρο κελάηδισμα πουλιών» στο Youtube, η διάθεσή της έπεφτε μαζί του. Μετά, όμως, σκεφτόταν πως έρχεται χειμώνας, η πιο γλυκιά εποχή του χρόνου (για όποιον φυσικά είχε λεφτά για πετρέλαιο) και αμέσως ησύχαζε. Ονειρευόταν τις φοβερές σειρές που θα παρακολουθούσε στο Netflix, τις εκδρομές στο ψυγείο και τα ατελείωτα emoticons, που κλαίνε απ’ τα γέλια, τα οποία θα αντάλλαζε με τους φίλους της τα Σαββατόβραδα.

Έπειτα, είχε και το αγόρι της. Το γνώρισε στο Facebook, φυσικά, και τα βρήκανε αμέσως. Όλο καρδούλες και χα-χα ήταν, ακόμη και τόσο καιρό μετά, μεγάλος έρωτας κι εκείνη να μη χορταίνει να τον κοιτάζει στις φωτογραφίες του. Μερικά όμως βράδια, όταν έκλειναν το Facetime, ένιωθε κάτι σαν κενό να σπαράζει μέσα της ασθενικά, σαν λιμασμένο κι αποκομμένο απ’ τη μάνα του, σαν να της έλειπε κάτι πολύ, που όμως ιδέα δεν είχε τι ήταν. Όλα τα είχε (εντάξει, εκτός απ’ το ενοίκιο). Τους φίλους της στις βιντεοκλήσεις, αγόρι στα social media, τις πιο μοντέρνες πιτζάμες του διαδικτύου, όλα. Κι όμως κάτι την έτρωγε. Κι όταν συνέβαινε αυτό έπαιρνε με τις ώρες τους διαδρόμους και τα χολ του σπιτιού, να πάρει λίγο αέρα. Ως και στο μπαλκόνι είχε βγει μια φορά, σαν την τρελή.

Κάτι της έλειπε. Και δεν ήταν το ενοίκιο.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα