Το θέατρο σε καιρούς ερειπίων

«Μπορεί η τέχνη να σταθεί απέναντι σε έναν κόσμο διαρκούς εκτροχιασμού της λογικής, της ηθικής, του ήθους, της δικαιοσύνης, του ανθρωπισμού, του διεθνούς δικαίου;»

Σάββας Πατσαλίδης
το-θέατρο-σε-καιρούς-ερειπίων-1348039
Σάββας Πατσαλίδης

Είναι πάρα πολύ δύσκολο να προσπαθήσει κανείς να μιλήσει, πόσο δε μάλλον να εκλογικεύσει, τα όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Πόλεμοι, εκτοπισμοί, θεσμικές εκτροπές, καταβαραθρώσεις βεβαιοτήτων, αμφισβητήσεις ορίων και συνόρων, κοινωνικές και οικολογικές καταρρεύσεις, βία παντός τύπου. Ουκ έστιν τέλος. Παντού ερείπια, κυριολεκτικά και μεταφορικά. ερείπια πόλεων, σωμάτων, λέξεων, ιδεών και ιδεολογιών, συστημάτων πίστης. Ερείπια σε ένα κόσμο που κάποτε υποσχέθηκε μέλλον και τώρα παρακολουθεί σαστισμένος τη βουβή εξάντληση της καθημερινότητας. Ένας ξεχαρβαλωμένος κόσμος, ένας κόσμος χωρίς κανένα συνεκτικό κέντρο, ένας κόσμος όπου η ελπίδα φαντάζει όνειρο απατηλό. Και είναι πολύ λογικό να διερωτηθεί κάποιος:

Μπορεί η τέχνη, και ειδικά η τέχνη του θεάτρου, να σταθεί απέναντι σε έναν κόσμο διαρκούς εκτροχιασμού της λογικής, της ηθικής, του ήθους, της δικαιοσύνης, του ανθρωπισμού, του διεθνούς δικαίου;

Μπορεί να μιλήσει για τη φρίκη, τον πόνο, την καταστροφή, την αδικία, χωρίς να τα απλοποιήσει ή να τα εκμεταλλευτεί προς ίδιον όφελος;

Μπορεί να σταθεί ενώπιον της κατάρρευσης των αξιών, χωρίς να καταρρεύσει μαζί τους, να γίνει και αυτή ένα ερείπιο;

Μπορεί να αντιμετωπίσει τον πολιτισμό ερειπίων, όχι μόνο με την έννοια των υλικών ή θεσμικών καταρρεύσεων, αλλά και των ιδεολογικών και υπαρξιακών καταρρακώσεων.

Σε εποχές όπου η δημοκρατία φθίνει, οι δικτατορίσκοι αυξάνονται με ανησυχητική ταχύτητα και η πολιτική μετατρέπεται από όλους τους εμπλεκόμενους σε διαχείριση φόβου και περίτεχνου θεάματος, σε πίνγκ πονγκ αντιφάσεων και αντιδικιών, ψεύτικων υποσχέσεων και ανερυθρίαστης αγραμματοσύνης, τι δυνατότητες έχει άραγε το θέατρο, ως κομμάτι της κοινωνίας, να αρθρώσει λόγο ισχυρό και επιδραστικό; Τι αποτύπωμα μπορεί να αφήσει επάνω σε ένα πλανήτη ερειπίων; Μπορεί να σταθεί; Και πώς; Ιδού η πρόκληση.

Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να διατυπωθεί κάπως έτσι. Όπως η ποίηση δεν έσωσε κανένα από τους θαλάμους του Άουσβιτς, έτσι και το θέατρο δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, να αναστηλώσει ή να αναπαλαιώσει τα ερείπια, τουλάχιστον όχι με τρόπους άμεσους, νομοθετικούς ή θεαματικά μεταμορφωτικούς.

Σε εποχές όπου στη ζωή του ανθρώπου κυριαρχούν άλλα μέσα ενημέρωσης, ψυχαγωγίας και διαμόρφωσης συνειδήσεων, το θέατρο δεν έχει πια τη δύναμη που απολάμβανε κάποτε. Σίγουρα δεν είναι «διακοσμητική» προσθήκη στην καθημερινότητα των πολιτών. Έχει τη θέση του στα κοινά και το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει, εννοείται πάντα στα χέρια εκείνων των ικανών που το υπηρετούν με γνώση, συνέπεια, ήθος και πάθος, είναι να αλλάξει, έστω και λίγο, τον τρόπο που στεκόμαστε μέσα στα ερείπιά του κόσμου, τον τρόπο που τα κοιτάμε, που στοχαζόμαστε, που ακούμε, που θυμόμαστε, που αξιολογούμε.

Μπορεί το θέατρο να μην είναι σε θέση να αλλάξει μια πολιτική απόφαση ή να ανατρέψει ένα καθεστώς, άλλωστε δεν είναι μηχανισμός εξουσίας, ούτε εργαλείο στρατηγικής, μπορεί όμως να κλονίσει βαθιά ριζωμένες και στρεβλές βεβαιότητες, να αναδείξει το αθέατο, να θέσει δύσκολες ερωτήσεις.

Η αποστολή του θεάτρου, με άλλα λόγια, δεν είναι να παρηγορεί αλλά να ενοχλεί. Ο ρόλος του δεν είναι να σώζει κόσμο (και να το θέλει δεν μπορεί), αλλά να θέτει το κοινό απέναντι στις ευθύνες του και σε ό,τι προσπαθεί να αγνοήσει: την κλιματική καταστροφή, την παγκόσμια ανισότητα, τη βία, την κρίση ταυτότητας, τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου. Και κάνοντας όλα αυτά κάπου στο βάθος να ψιθυρίζει ταυτόχρονα την ελπίδα.

Και αυτό, όσο μικρό κι αν φαίνεται, είναι ο τρόπος που όλα αρχίζουν να αλλάζουν. Ειδικά σε εποχές ακραίου απομονωτισμού, εγωκεντρισμού, λήθης και εκκωφαντικού θορύβου χωρίς ουσία, είναι μια μέγιστη μορφή πολιτικής πράξης αλλά και ευθύνης.

Περί θεάτρων και κρίσεων

Η ιστορία έχει δείξει ότι το θέατρο δεν ευδοκιμεί σε συνθήκες κανονικότητας. Το θέατρο είναι ένας περίεργος, ιδιαίτερος «ζωντανός» οργανισμός, ο οποίος όταν όλα μαραίνονται, όταν όλα ερημώνουν και διαλύονται, αυτό ανθίζει, θεριεύει, αναπνέει πιο δυνατά. Η αστάθεια, η ρήξη, η μετατόπιση, η αμφισβήτηση είναι τα καύσιμά του, και όσο πιο πολύ βαθαίνει η κρίση, όσο πιο πολύ πληθαίνουν τα ερείπια των πολιτισμών, άλλο τόσο αυτό σηκώνει το «λοξό» του βλέμμα. Όταν οι λέξεις δεν φτάνουν, το σώμα (του) μιλά. Όταν οι θεσμοί σωπαίνουν ή στρεβλώνουν, η σκηνή (του) γίνεται χώρος αντίστασης, ανίχνευσης, καθρέφτης τραυμάτων, φωνή διαμαρτυρίας, αλλά και χώρος παρηγοριάς, γίνεται τόπος αναπνοής και ανάτασης. Μεταμορφώνεται.. Ρισκάρει. Απελευθερώνεται. Ξαναγίνεται πράξη επείγουσα, μια κατασκευασμένη ετεροτοπία, όπου η σύγκρουση δεν αποκρύπτεται αλλά αποκαλύπτεται, η ετερότητα δεν φιμώνεται αλλά συνομιλεί, το τραύμα δεν κουκουλώνεται αλλά μοιράζεται.

Το θέατρο ήταν, και παραμένει, ένας ζωντανός χώρος διαλόγου, μια συμπεριληπτική πλατφόρμα που μπορεί να χωρέσει την αντίφαση, την αγωνία, την απελπισία, αλλά και την ελπίδα. Το θέατρο στο οποίο αναφέρομαι δεν βλέπει τα ερείπια σαν κάτι νεκρό αλλά σαν κάτι που ζητά να (ξανα)ειδωθεί, να ακουστεί, σαν κάτι που έχει μείνει όταν όλα άλλαξαν γύρω του, σαν κάτι που δεν έχει φωνή, αλλά έχει απομείνει για να συνομιλήσεις μαζί του, να φτιάξεις ίσως κάτι άλλο μέσα από αυτό.

Προφανώς δεν λέμε κάτι καινούργιο. Η σχέση του θεάτρου με την κοινωνία και τα ερείπιά της, τα τραύματα και τις ανεπίδοτες υποσχέσεις της, ήταν εξαρχής διαλεκτική, υπό την έννοια ότι δεν μιλούσε μόνο για την εποχή του και τα δεινά της, μιλούσε μέσα από αυτήν. Από την αρχαία τραγωδία έως τα πιο ριζοσπαστικά πειραματικά εγχειρήματα του 20ού και 21ου αιώνα, το θέατρο υπήρξε αυτό ακριβώς το πράγμα: ένας τόπος σύγκρουσης, μνήμης και πολύ συχνά τολμηρής επανεξέτασης των ερειπίων που αφήνει ο χρόνος και οι άνθρωποι στο διάβα τους.

Το ερείπιο, όπως αναφέρεται πιο πάνω, σηματοδοτεί ένα τέλος για τους περισσότερους, όμως γι’ αυτούς που τολμούν, είναι μια νέα αρχή.

Και δεν είναι τυχαίο που όλα τα μεγάλα δράματα κτίστηκαν και μεγαλούργησαν επάνω στα ερείπια των πολιτισμών (τους).

Ιστορικά εν συντομία

Ο Αισχύλος, βετεράνος της μάχης του Μαραθώνα, έγραψε τους Πέρσες, το πρώτο σωζόμενο ιστορικό δράμα, όχι για να δοξάσει την ελληνική νίκη, αλλά για να δώσει φωνή στον ηττημένο, μια γενναία πράξη πολιτικής και ανθρωπιστικής ευαισθησίας εν μέσω των ερειπίων που άφησε μια πολεμική σύγκρουση. Ο «αιρετικός» Ευριπίδης συχνά παρουσίαζε ήρωες που αμφισβητούσαν θεσμούς, θεούς και εξουσίες.

Στις Τρωάδες ξεγυμνώνει τη φρίκη του πολέμου και δίνει και αυτός λόγο στους ηττημένους, στις γυναίκες, στους περιθωριακούς. Ο Αριστοφάνης, μέσα από την «παράλογη» κωμωδία, ασκούσε σκληρή κριτική στους πολιτικούς και στους υπαίτιους των πολέμων και παράλληλα πρόβαλλε τη δική του ουτοπική πολιτεία, ως απάντηση στη γενικότερη παρακμή..

Ακόμη και ο σκοτεινός και αντιθεατρικός Μεσαίωνας δεν θα μπορέσει να στερήσει από το θέατρο την κριτική του διάθεση. Το «Θέατρο των Μυστηρίων», παρότι εκκλησιαστικής θεματολογίας, λειτουργούσε συχνά ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και εκπαίδευσης σε περιόδους φτώχειας, εξαθλίωσης και αναλφαβητισμού.

Αργότερα, στην ανθρωποκεντρική Αναγέννηση, ο Μάκβεθ του Σαίξπηρ αναδεικνύει τον κίνδυνο της απόλυτης εξουσίας. Ο δε Ριχάρδος Γ’ και Ερρίκος Δ’ δεν αναπλάθουν το παρελθόν, σχολιάζουν έμμεσα το παρόν, αποτυπώνοντας τις δυναστικές έριδες και τις αγωνίες μιας κοινωνίας σε κρίση ταυτότητας.

Ο 18ος και 19ος αιώνας φέρνουν τη Γαλλική Επανάσταση και τις επαναστατικές ιδέες της ελευθερίας και της λαϊκής κυριαρχίας στο προσκήνιο, την ίδια στιγμή που το λαϊκότερο και ανερχόμενο μελόδραμα, εκφράζει τις αγωνίες της πρωτοεμφανιζόμενης αστικής τάξης και των περιθωριοποιημένων. Μια τάξη που θα βρει τον απόλυτο εκφραστή και κριτή της στο πρόσωπο του Ίψεν με το ρεαλιστικό του δράμα (Το κουκλόσπιτο, μεταξύ άλλων), εκεί όπου αμφισβητεί τους κοινωνικούς ρόλους της γυναίκας και τον θεσμό του γάμου, προκαλώντας σκάνδαλο στην εποχή του.

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Μεσοπολέμου, οι εξπρεσιονιστές, οι ντανταϊστές, οι σουρεαλιστές και οι στρατευμένοι συγγραφείς αποτυπώνουν τη φρίκη, την απόγνωση, αλλά και τη συλλογική ανάγκη για αλλαγή. Ο Μπρεχτ, με το πολιτικό του θέατρο, αντιτάσσεται στη λογοκρισία του φασισμού, προτάσσοντας τη διαλεκτική σκέψη και την αποστασιοποίηση.

Στην Ελλάδα της δικτατορίας, το θέατρο δεν σιγεί. Παραστάσεις όπως Το Μεγάλο μας Τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη, λειτουργούν ως πράξεις πολιτικής αντίστασης, αποδεικνύοντας ότι η σκηνή μπορεί να γίνει ανάχωμα στη λήθη και στην πνευματική χρεοκοπία.

Με δυο λόγια, το θέατρο έχει αποδείξει όλους αυτούς τους αιώνες ότι μπορεί να διαρρήξει τον κανονιστικό λόγο των εξουσιών, να καταγγείλει την παραπληροφόρηση, να απονομιμοποιήσει τον κυνισμό, να εκθέσει τους μωροφιλόδοξους ηγετίσκους, τους αναξιόπιστους πολιτικούς όλων των αποχρώσεων, τους κακοποιητές σωμάτων και ιδεολογιών, τους επικίνδυνους καιροσκόπους, τους αγράμματους αναθεωρητές της ιστορίας. Μπορεί να δημιουργήσει ρωγμές στη σιωπή, να δώσει φωνή σε όσα απωθούνται στο περιθώριο, όχι μόνο αναπαριστώντας τον κόσμο όπως είναι, αλλά τολμώντας να τον φανταστεί αλλιώς.

Όπως σημειώνει ο σπουδαίος θεωρητικός Χέρμπερτ Μπλάου, «το θέατρο δεν συμβαίνει απλώς σε μια κοινωνία· είναι η κοινωνία». Και όπως μας θυμίζει και πάλι ο Μπρεχτ, το θέατρο μπορεί να δείχνει τον κόσμο όχι όπως είναι, αλλά όπως θα μπορούσε να είναι.

Τα σύγχρονα ερείπια και οι προκλήσεις τους

Ειδικά στις μέρες μας, σε αυτό το πρωτόγνωρο τοπίο ερειπίων, κυριολεκτικό, συμβολικό, και μεταφορικό, αξίζει να μελετήσει κανείς πώς οι σύγχρονοι καλλιτέχνες και μελετητές εργάζονται μέσα σε αυτό, μαζί με αυτό ή ενάντια σε αυτό, πώς διαχειρίζονται τα αδιέξοδα και τις υποσχέσεις των ερειπίων, τις ελπίδες και τους εφιάλτες τους. Πώς, για παράδειγμα, προσφέρονται για θεατρική δημιουργία/αξιοποίηση(και όχι εκμετάλλευση) τα ερείπια των μετα-αποικιακών/μετα-αυτοκρατορικών κληρονομιών, τα ερείπια των συνόρων, η ρητορική κυριαρχίας και κατάρρευσης, τα οικολογικά ερείπια, οι συνεχείς εξαφανίσεις και αναγεννήσεις, τα πολιτισμικά ερείπια, η απώλεια γλωσσών, τελετουργιών, αρχείων και παραδόσεων, η αστική παρακμή, οι χώροι μεταβιομηχανικών τοπίων, τα προσωπικά/σωματοποιημένα ερείπια, το τραύμα, η αναπηρία, η ασθένεια, η γήρανση και το σώμα ως αμφισβητούμενο ή κατακερματισμένο αρχείο, τα ψηφιακά ερείπια, οι παρωχημένες τεχνολογίες, η αλγοριθμική αποσύνθεση, τα εξαφανιζόμενα δεδομένα και η ψηφιακή μετά θάνατον ζωή στην performance, η αισθητική του κατακερματισμού, οι μη γραμμικές αφηγήσεις, οι μεταδραματικές μορφές, οι ασυνεχείς χωρικότητες και χρονικότητες, η δυσλειτουργία και το ανολοκλήρωτο, τα ερείπια των κειμένων, τα ερείπια που αφήνουν πίσω τους οι θάνατοι του συγγραφέα, της ιστορίας, της ιδεολογίας;

Πώς τα φέρνουν άραγε οι σύγχρονοι καλλιτέχνες όλα αυτά στη σκηνή, αυτή την πολύχρωμη και πολυσχιδή αρχαιολογία, την εργασία της μνήμης, τις στοιχειωμένες κληρονομιές, τις καθημερινές ρωγμές;

Πώς βλέπουν οι καλλιτέχνες μας το μέλλον μέσα από τα ερείπια, τα ουτοπικά απομεινάρια, και το χτίσιμο νέων κόσμων μέσα στην κατάρρευση;

Με δυο λόγια, πώς αναμετριούνται με τα ερείπια της εποχής μας, όχι ως παθητικά κατάλοιπα, αλλά ως ζωντανά γλωσσικά, πολιτικά και σωματικά πεδία, όχι ως φόντο της δράσης., αλλά ως η δράση;

Τι μπορεί ή θέλουν να κάνουν όλοι αυτοί που μας δίνουν τις 1000 και βάλε παραστάσεις τον χρόνο, με ό,τι έχει σπάσει, έχει χαθεί ή έχει σιωπήσει; Μπορούν να ξαναφανταστούν τη φωνή τους; Την υλικότητά τους; Θέλω να πω, πώς ανακαλύπτουν την επιτελεστικότητα της φθοράς, την ποίηση της αποσύνθεσης, τις πιθανότητες της επανεπιτέλεσης, της σιωπηλής επιμονής, της αναγέννησης;

Η μεγάλη πρόκληση για τους καλλιτέχνες μας (και όχι μόνο) είναι να σταθούν μέσα στα θραύσματα, χωρίς να προσποιούνται ότι τα ξεπερνούν. Που σημαίνει να γνωρίζουν να μιλούν όταν δεν υπάρχει γλώσσα και να γνωρίζουν πότε να σιωπούν όταν δεν αντέχεται άλλη ερμηνεία. Και εννοείται πως για να το πετύχουν πρέπει να αντιμετωπίζουν τα ερείπια ως απόλυτα ενεργά που προκαλούν, θυμίζουν, προτείνουν. Ως φορείς μνήμης, υλικό ίχνος του παρελθόντος, χώρος στοχασμού και σημείο αναγέννησης.

Όπως εύστοχα δίνει το στίγμα ο Georg Simmel, στην “Η Αισθητική των Ερειπίων, ” το ερείπιο είναι το μόνο είδος αρχιτεκτονικής που αποκαλύπτει τη μοίρα των πραγμάτων.”Η ανθρώπινη τάξη (αρχιτεκτονική) μπορεί να υποχωρεί μπροστά στη φυσική αποσύνθεση, όμως, αυτή η παρακμή γεννά μια μοναδική αισθητική που είναι η ομορφιά του ερείπιου που προκύπτει από τη συγχώνευση δημιουργίας και καταστροφής».

Για τη Svetlana Boym στο “The Future of Nostalgia” , “το ερείπιο δεν είναι μόνο το τέλος, αλλά και ένα σημείο εκκίνησης· ένας χώρος για νέα νοήματα”, δηλαδή είναι ενεργό τοπίο μνήμης και επιθυμίας, ανοιχτό σε φαντασιακή επεξεργασία.

Όσο για τον Γιώργο Σεφέρη σε αυτόν ανήκει η γνωστή φράση: “Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει…”, που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αναφορά στα πολιτισμικά ερείπια και την αδυναμία του παρόντος να σταθεί αντάξιο του παρελθόντος.

Πού καταλήγουμε; Στην απλή σκέψη που λέει ότι το ερείπιο, ως έννοια, δεν είναι ποτέ ουδέτερο. Είναι το ίχνος του ανθρώπινου χρόνου πάνω στο υλικό, αλλά και ο καθρέφτης της κοινωνίας πάνω στην απώλεια, την καταστροφή, την εξουσία, τη φαντασία. Στην τέχνη, και στο θέατρο, το ερείπιο, ορθά ιδωμένο, δεν λειτουργεί μόνο ως σκηνικό, ως φόντο, αλλά και ως δομικό στοιχείο αφήγησης, αισθητικής και πολιτικής σκέψης. Και η εποχή μας, όπως δείξαμε πιο πάνω, προσφέρει ένα απέραντο «εργοτάξιο» ερειπίων. Ερείπια κοινωνιών, σχέσεων, σωμάτων, λέξεων, ιδεολογιών, πολέμων. Είναι στο χέρι των καλλιτεχνών μας όλα αυτά να τα μετατρέψουν σε ευεργετική τέχνη. Να μετατρέψουν το ερείπιο πέρα από τόπο θρήνου,και σε χώρο συνάντησης, δημιουργίας, διαλόγου, αφύπνισης.

Με άλλα λόγια το ζητούμενο δεν είναι να σταθούν μέσα στα όποια ερείπια με πρόθεση να τα “διορθώσουν” ή να τα ωραιοποιήσουν ή να τα δαιμονοποιήσουν, αλλά να τα φωτίσουν αλλιώς. Που σημαίνει να μπορούν να σταθούν μέσα στο χάος και να δώσουν μορφή στην αμορφία.

Όπως λέει και ο Αντόρνο, η τέχνη μετά τα ερείπια δεν είναι πολυτέλεια, είναι ανάγκη, εκείνη η ανάγκη που επιμένει πεισματικά στη συνέχεια του νήματος της ανθρώπινης φωνής. Και ο κάλος καλλιτέχνης που πιστεύει σε αυτή συνέχεια, ξέρει να χτίζει επάνω στα ερείπια, όχι για να τα κρύψει, αλλά για να τα αναγνωρίσει ως θεμέλια νέων φαντασιώσεων, ουτοπιών, απροσδόκητων ερωτήσεων. Στο μυαλό του το όνειρο δεν ακυρώνει το ερείπιο· το ερείπιο είναι το έδαφος πάνω στο οποίο ριζώνει το όνειρο.

Στην πολυσύνθετη και ταλανιζόμενη εποχή που ζούμε ο καλλιτέχνης δεν απαντά στα ερείπια με έτοιμες λύσεις, λες και έχει μπροστά του τσελεμεντέ ετοιμοπαράδοτων συνταγών , αλλά με μορφές που αντέχουν να σταθούν εκεί όπου κάτι έχει χαθεί. Με χειρονομίες που ακούν τον θρυμματισμένο κόσμο και, κάποιες φορές, τον ανασυνθέτουν με νέους όρους. Ο καλός δημιουργός δεν ακουμπά επάνω στα ερείπια για να κλείσει τις πληγές, αλλά για να τις κατοικήσει με παρουσία και μνήμη. Δεν αναπαριστά την καταστροφή ως θέαμα, αλλά την «κατοικεί» ως ευθύνη. Και μέσα απ’ αυτή την «συγκατοίκηση» ονειρεύεται. Το όνειρο γίνεται τρόπος να φανταστεί ένα «αλλιώς», χωρίς να διαγράφει το πριν. Κάπως έτσι η τέχνη του δεν λειτουργεί ως απόδραση από την εποχή της, αλλά ως πυκνή, ουσιαστική παρουσία εντός της. Και όντας εντός της, εκείνο που οφείλει να αναζητεί διαρκώς είναι το «ρήμα». Το ρήμα είναι η πράξη που επιμένει εκεί που όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει.

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα