Το θέατρο της Νέας Ευρώπης (κι όχι μόνο)
του Σάββα Πατσαλίδη Τα ευρωπαϊκά έθνη στέκονται, αυτή τη στιγμή, στο κατώφλι μιας δεύτερης μοντερνικότητας, πολύ διαφορετικής όμως από το έθνος-κράτος που αναπτύχθηκε στην καρδιά της Βιομηχανικής Επανάστασης και επιβίωσε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Οι πιο ένθερμοι θιασώτες των εξελίξεων μιλούν για έναν επερχόμενο κοσμοπολιτισμό, τη θεωρία εκείνη που θέλει τα […]
Τα ευρωπαϊκά έθνη στέκονται, αυτή τη στιγμή, στο κατώφλι μιας δεύτερης μοντερνικότητας, πολύ διαφορετικής όμως από το έθνος-κράτος που αναπτύχθηκε στην καρδιά της Βιομηχανικής Επανάστασης και επιβίωσε σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του 20ού αιώνα.
Οι πιο ένθερμοι θιασώτες των εξελίξεων μιλούν για έναν επερχόμενο κοσμοπολιτισμό, τη θεωρία εκείνη που θέλει τα άτομα να μην δεσμεύονται πια από τόπους και παραδόσεις, άτομα που ακολουθούν τις επιθυμίες ή τις ανάγκες τους κι όχι κάποια παραδοσιακή αρχή, που βασίζεται στην ιδέα του ανήκειν. Κάποιοι άλλοι μιλούν για άμεση απειλή των «λαών» από τα ανώνυμα και ανένταχτα πλήθη.
Το θέατρο ακολουθεί
Όπως και να το δει κανείς πολλά πράγματα αλλάζουν και μάλιστα πολύ γρήγορα και, το κυριότερο, ερήμην των ίδιων των κρατών. Το νέο αφήγημα δεν είναι πλέον εθνικό αλλά πλανητικό, με ό,τι κινδύνους και υποσχέσεις αυτό εγκυμονεί.
Ειδικά για το θέατρο, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι, ενώ για αιώνες ήταν πάντα η εμπροσθοφυλακή, ο μπροστάρης-ανιχνευτής πολύτιμων μετάλλων, τώρα τρέχει ασθμαίνοντας, και ενίοτε σαστισμένο, να προλάβει μια πραγματικότητα που διαρκώς του διαφεύγει, μια πραγματικότητα την οποία δεν καταλαβαίνει, γιατί απλούστατα βρίσκεται πέρα από τις ευανάγνωστες τακτοποιήσεις της μοντερνικότητάς του.
Υποχρεωτική αλλαγή
Είναι προφανές πως οι πρωτοφανείς εξελίξεις που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, οικονομικές και πληθυσμιακές, αργά ή γρήγορα, θα αναγκάσουν και το θέατρο να ανασυνταχτεί κάπου αλλού, πέρα από τις πεπατημένες ατραπούς του, σε πιο ριψοκίνδυνα τοπία, ώστε να παράξει νέες ιστορίες, ιδέες και κριτήρια αρκετά ανοικτά για να συμπεριλαμβάνουν και το «απειλητικό» καινούργιο και το παγκόσμιο.
Αυτό προϋποθέτει δημιουργική επανενεργοποίηση των εθνικών αρχείων, επαναπροσδιορισμό της έννοιας των μεθορίων, με τερματικό την παραγωγή αφηγημάτων και σκέψεων που θα κομίζουν νέες οπτικές και νέες ευαισθησίες, αρκετά τολμηρές ώστε να φιλοξενούν μνήμες που ενώνουν παρά μνήμες που χωρίζουν.
Μιλούμε, δηλαδή, για αναγνώριση της ποικιλότητας των κληρονομιών, ώστε να επιστρέψει η ιστορία στο σανίδι όχι ως επανάληψη αλλά ως επανεκκίνηση.
Θέατρο διαμεσολαβητής
Σε ένα κόσμο εκκολαπτόμενης πολλαπλότητας, όπως είναι ο δικός μας, το θέατρο, για να επιβιώσει με τρόπο δημιουργικό, πρέπει να κινηθεί σαν διαμεσολαβητής, συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε διαφορετικές κοινότητες μνήμης (mnemonic communities), δημιουργός μιας διευρυμένης αίσθησης γεωπολιτικής και πολιτιστικής πραγματικότητας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το νέο θέατρο μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ή να αναχαιτίσει την εμπορευματοποίηση του πολιτισμού ή να ακυρώσει την τοπικότητά του, αλλά τουλάχιστον μπορεί να βοηθήσει στη διαπλάτυνση των αισθητικών και ιδεολογικών ορίων και αντοχών των ανθρώπων. Μπορεί να τους κάνει να νιώσουν πιο άνετα μέσα σε έναν πολύχρωμο κόσμο, μέσα από τη σφυρηλάτηση των συνδέσμων τους με την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Μπορεί να τους δείξει ότι κανένας μέρος δεν είναι, με απόλυτους όρους, το σωστό μέρος.
Μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο να δει τη ζωή των άλλων καλύτερα μέσα από την ανάπτυξη ή ανακάλυψη ενός ζωτικού χώρου ανάμεσα στη δική του ανθρωπότητα και των άλλων, δηλαδή μέσα από ζώνες επαφής όπου θα προβάλλεται και η διαφορά και η ομοιότητα.
Υπερτιτλισμένες μνήμες
Για πολλά χρόνια οι διακινητές του θεάτρου, κυρίως στo φεστιβαλικό κύκλωμα, δεν έκρυβαν την προτίμησή τους για την εικόνα. Απόλυτα κατανοητό. Ηταν πιο εύκολα διαχειρίσιμη και «ταξιδιάρικη».
Τώρα τελευταία βλέπουμε μια στροφή και προς την «αντιεμπορική» λέξη και στις μνήμες που κουβαλά. Τόσο οι καλλιτέχνες όσο και οι φεστιβαλικοί παράγοντες δεν την αντιμετωπίζουν σαν εμπόδιο στην επικοινωνία ή σαν μπελά. Βλέπουν ότι μπορούν να διασχίσουν σύνορα και με τη λέξη και το όποιο φορτίο της. Βλέπουν ότι η εισβολή (διά της λέξης=αφήγησης) της μιας μνήμης στην «άλλη» μπορεί να δημιουργήσει έναν καινούργιο χώρο για μια νέα μνήμη, πυκνώνοντας έτσι τις φαντασιακές κοινότητες και τις σχέσεις τους με άλλες, με τις οποίες υπάρχουν ήδη σύνδεσμοι πολιτικοί και οικονομικοί.
Ευμετάβλητοι (θεατρικοί) τόποι
Ο 21ος αι., ήδη από τα πρώτα βήματά του, δείχνει προς μια νέα κατεύθυνση που λέει ότι κανένας τόπος δεν είναι αμετάλλακτος, γιατί αμετάλλακτος σημαίνει έξω από τον χρόνο. Και η πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει το νέο θέατρο σε αυτήν την εποχή του τεχνοπολιτισμού, των συνδέσμων και της πολλαπλότητας των γεωγραφιών και των αφηγήσεων, είναι να ισορροπήσει το συγκεκριμένο των τόπων, των χαρακτήρων, των ιδεολογιών με τις μακρο-εξαρτήσεις, χωρίς να κάνει εκπτώσεις, γιατί πολύ εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε υπεραπλουστεύσεις, γενικεύσεις, επιφανειακές εκτιμήσεις και α-νόητους εντυπωσιασμούς. Το νέο θέατρο της Νέας Ευρώπης (και όχι μόνο) καλείται να σκεφτεί παγκόσμια και να δράσει τοπικά.
Και αυτό απαιτεί δρομολόγια χωρίς προκαταλήψεις και άδικες τοποθετήσεις. Απαιτεί επιλογές, ένθεν κακείθεν, που θα ενισχύουν την παραγωγή νέας γνώσης περί ομοιότητας και ξενότητας, ώστε οι άνθρωποι να ξεπεράσουν τις ιστορικές, πολιτιστικές και πολιτικές τους δεσμεύσεις καθώς και τις ιεραρχίες, τους εθνικισμούς και τους θρησκευτικούς φανατισμούς.
Άλλως ειπείν, έχουμε ανάγκη (και δεν αναφέρομαι μόνο στη συνεχώς απολογούμενη Δύση) από ένα θέατρο που θα διευρύνει τα όρια των φαντασιακών κοινοτήτων προς ποικίλες κατευθύνσεις, και θα δημιουργεί μορφές μιας δυνάμει αλληλεγγύης που θα ξεπερνά τα όρια του έθνους, ως πολιτικός και οικονομικός σχηματισμός.
Νέοι ιστορικοί
Η εποχή που βιώνουμε δείχνει ότι χρειαζόμαστε ιστορικούς του θεάτρου που να δοκιμάζονται με μια διευρυμένη εκδοχή των συνόρων, των τόπων και των χώρων της θεατρικής ιστορίας.
Μέχρι τώρα αυτό που παίρναμε από τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν ήταν κάποια highlights επιλεγμένου υλικού από διάφορες χώρες. Ο κόσμος έχει αλλάξει και πλέον έχουμε ανάγκη από ιστορίες που να εστιάζουν σε σχέσεις, όπως αυτές βγαίνουν μέσα από τις διαφορές, παρά ιστορίες που δημιουργούν μια θεατρική αφήγηση ενιαία, που διαγράφει τις διαφορές για το χατίρι της ομοιογένειας.
Με δυο λόγια, το θέατρο χρειάζεται ιστορικούς που θα εκκινούν τις αφηγήσεις τους από μια ανοικτή θεώρηση των πραγμάτων που θα βελτιώνει την κατανόηση που έχουμε για την ανθρώπινη έκφραση και συμπεριφορά.
Οψόμεθα
Βέβαια είναι νωρίς για συμπεράσματα. Όλα αυτά είναι πιο πολύ υποθέσεις βασισμένες σε σκόρπιες, ωστόσο βάσιμες, ενδείξεις. Παραμένει να δούμε κατά πόσο το νέο θέατρο που δείχνει να έχει ανάγκη η νέα εποχή μπορεί να διαχειριστεί την ποικιλότητα, όταν αυτή έρχεται σε αντιπαράθεση με ήθη, έθιμα, αξίες, σύμβολα, ιερά και όσια.
Κατά πόσο μπορεί να διαχειριστεί μια κοινή ιστορία και ένα κοινό μέλλον από μια άλλη οπτική, πιο παγκόσμια (ή πανευρωπαϊκή).
Κατά πόσο μπορεί να διαχειριστεί το «τι» και το «εμείς» της κοινωνικής ταυτότητας και ιθαγένειας σε σχέση με ζώνες μείξης που έρχονται σε σύγκρουση με τις εθνικές(-στικές) πολιτιτικές φόρμες.
Κατά πόσο μπορεί να επιβιώσει ως είδος όντας σε μια συνεχή, σχεδόν εξοντωτική (επανα)διαπραγάτευση θέσεων και αρχών, χωρίς τη βεβαιότητα ότι ζει (μέσα) (σ)την ιστορία του.
Κατά πόσο μπορεί να πει, κι εμείς μαζί του, οι απλοί άνθρωποι, ό,τι και ο Γκογκό του Μπέκετ: «δεν είμαστε ιστορικοί», κάτι που αυτόματα μας απελευθερώνει (και το θέατρό μας επίσης) από την υποχρέωση να ζούμε σε έναν κόσμο όπου όλα εξηγούνται σύμφωνα με τις σχέσεις παρελθόντος και παρόντος;
Συμπέρασμα: Μιλώ για ένα θέατρο τοπικό και χωρικό. Δηλαδή, θέατρο glo-c-al.