Του Άι Θανάση
Απόσπασμα από το βιβλίο «Και το σώμα θυμάται» του Βασίλη Νιτσιάκου
Σήμερα στην άλλη μου πατρίδα, το Μουσαλάρι, γιορτάζει το ξωκλήσι του Άι Θανάση του Μπουϊατζή, σε μια υπέροχη τοποθεσία δίπλα στον Πηνειό.
Νοσταλγώ αυτό το πανηγύρι που πηγαίναμε με κάθε μέσο…Ήταν και προορισμός σχολικών εκδρομών.
Όταν νομίζαμε ότι δικαιούμαστε εκδρομή δεν μπαίναμε στις αίθουσες. Μέναμε έξω και φωνάζανε όλοι μαζί ρυθμικά ” Έ κδρο μή στον Μπου ια τζή”
Το παρακάτω κείμενο από το βιβλίο μου ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΘΥΜΆΤΑΙ αφιερωμένο σε όλους τους εκεί χωριανούς μου.
Ο ΤΑΚΗΣ Ο ΚΕΛΕΠΟΥΡΗΣ Ή ΕΠΙΒΊΩΣΗ
Όπως έχω ξαναπεί, μια απο τις εθνοπολιτισμικές ομάδες που συγκρότησαν μαζί με άλλες το χωριό μου το Μουσαλάρι, που τώρα το λένε Ροδιά, είναι οι Φρασιερώτες Βλάχοι. Το εθνονύμιό τους φαίνεται να έχει σχέση με την κωμόπολη της Νότιας Αλβανίας Φράσιερη, κοντά στην Πρεμετή.Ίσως ένα κομμάτι της ομάδας να προέρχεται από αυτήν την περιοχή. Η Φράσιερη σήμερα είναι σχεδόν έρημη, παρότι βρίσκεται εκεί ένας σημαντικός μπεχτασίδικος Τεκές. Ο Βλαχομαχαλάς του Αγίου Νικολάου στην απέναντι όχθη είναι εντελώς κατεστραμμένος. Οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται στα βλάχικα ως Rêmenj, ενώ αναφέρονται και ως Αρβαν(ι)τόβλαχοι και στην δε Ακαρνανία και ως Καραγκούνηδες.
Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι, ήταν από τους τελευταίους που εγκαταστάθηκαν στο Μουσαλάρι και κατά κανόνα ήσαν φτωχοί χωρίς περιουσίες, ούτε καν δικά τους κοπάδια. Απασχολούνταν αρχικά πολλοί από αυτούς στα τσελιγκάτα της περιοχής ως ρογιασμένοι τσιομπάνοι. Άλλοι δούλευαν εδώ κι εκεί ως αγροτικοί εργάτες, χαμάληδες, χτίστες και άλλοι έκαναν διάφορες δουλειές του ποδαριού, μικροεμπόριο κλπ. Δύο από αυτούς δε έγιναν αγροφύλακες, ο Χαρίλας ο Μπαντής και ο Τάσιος ο Τάνας.
Είναι καταπληκτική η εργατικότητα, η επινοητικότητα, και το εν γένει “δαιμόνιο” αυτών των ανθρώπων. Μέσα σε ένα μικρό διάστημα όλοι τους ρίζωσαν και πρόκοψαν. Από τα μικρά στα μεγαλύτερα, με προσοχή και στρατηγική. Από τις σούστες με άλογα και γαϊδούρια στα βανάκια μικροπωλητών κι από εκεί στα σούπερ μάρκετ, όπως ο Στέργιος ο Τσούτσας. Ο Νίκος ο Γκόντας, άλλοτε έκανε εμπόριο δερμάτων και τον λέγαμε εμείς τα παιδιά “ο δέρματα αγοράζω” και άλλοτε πούλαγε κάστανα ή μήλα και πορτοκάλια με ένα τρίκυκλο μηχανάκι.
Τέτοια περίπτωσή ήταν και ο Τακης ο Γιάννος, που είχε το παρατσούκλι Κελεπούρης. Ο Τάκης, ένας κοντός, αεικίνητος, γλυκύτατος και με ιδιαίτερο χιούμορ άνθρωπος, ξεκίνησε με ένα τρίκυκλο μηχανάκι να κάνει κάθε είδους μεταφορές. Το μηχανάκι αργότερα το αντικατέστησε με ένα τρίκυκλο φορτηγάκι. Με αυτό πήγαινε κάθε μέρα στον Τύρναβο και μετέφερε τα βαριά ψώνια των χωριανών. Ίσως να ήταν το πρώτο φορτηγό στο χωριό. Εμείς τα παιδιά το κοιτάζαμε με πολύ θαυμασμό και το περιμέναμε πως και πως από τον Τύρναβο τα μεσημέρια. Ο Τάκης ήταν απίστευτα εξυπηρετικός. Επιτελούσε λειτούργημα. Γι’ αυτό ήταν και αγαπητός. Αργότερα αγόρασε ταξί. Αναβαθμίστηκε.
Θυμάμαι κάθε φορά που ερχόμουνα από την Αγγλία ήθελα οπωσδήποτε να παίρνω τον Τάκη από τον Τύρναβο, ακόμα και αν υπήρχε λεωφορείο. Μου έφτιαχνε την καρδιά με τα αστεία του και τα μασλάτια. Τόσο πολύ το ήθελα που ακόμα κι όταν έφερα την μετέπειτα γυναίκα μου στο χωριό πάλι τον Τάκη πήρα. Ήταν ο πρώτος χωριανός που την γνώρισε! Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις συνομιλίες του με συναδέλφους του: :” μπρέηκ, ακούει κανείς φίλος; μπρέηκ” Να είσαι καλά Τάκη. Να είστε καλά όλοι οι χωριανοί μου Φρασιερώτες!
*Ο Βασίλης Νιτσιάκος είναι Καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του πανεπιστημίου Ιωαννίνων