Τουριστική sustainability ή άνευ όρων καταστροφή των ιστορικών κέντρων;
H επίδραση της βραχυχρόνιας μίσθωσης στην οικονομική προσιτότητα και διαθεσιμότητα κατοικιών για τους ντόπιους είναι πλέον εμφανής.
Λέξεις: Χριστίνας Α. Σωτηράκογλου*
Τα τελευταία χρόνια η άνοδος πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει μεταμορφώσει το τοπίο των ταξιδιών και των καταλυμάτων. Αυτή η νέα μορφή ενοικίασης κατοικιών (ή δωματίων) έχει δημιουργήσει προσδοκίες στους ιδιοκτήτες για προσωποποιημένες λύσεις στην οικονομική κρίση, ενώ η γενικότερη συζήτηση για την οικονομία έχει επικεντρωθεί στα πλεονεκτήματα των βραχυχρόνιων μισθώσεων για τους ενοικιαστές και την τουριστική ανάπτυξη.
Ωστόσο, η εξάπλωση αυτού του φαινομένου σε πόλεις όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και άλλοι τουριστικοί προορισμοί, έχει προκαλέσει ανησυχία σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις για τους μόνιμους κατοίκους και τους ενοικιαστές, καθώς και για τις τιμές ενοικίου και τον περιορισμό του διαθέσιμου αποθέματος κατοικίας στις πόλεις.
H επίδραση της βραχυχρόνιας μίσθωσης στην οικονομική προσιτότητα και διαθεσιμότητα κατοικιών για τους ντόπιους είναι πλέον εμφανής. Καθώς οι ιδιοκτήτες ακινήτων επωφελούνται από την προσοδοφόρα αγορά βραχυχρόνιων μισθώσεων ειδικά σε περιοχές με υψηλή τουριστική ζήτηση, όπως το ιστορικό κέντρο της πόλης μας, οι επιλογές μακροχρόνιας μίσθωσης μειώνονται, οδηγώντας σε αύξηση των ενοικίων και των τιμών των ακινήτων και περιορισμό των επιλογών που είναι διαθέσιμες σε φοιτητές- τα έσοδα της δραστηριότητας των οποίων είναι παραδοσιακά στυλοβάτης της οικονομίας της Θεσσαλονίκης- καθώς και επαγγελματίες που αναζητούν σταθερή στέγαση.
Αυτό δύναται να οδηγήσει σε μία αλλαγή στην δυναμική των γειτονιών, ιδιαίτερα εκείνων που βρίσκονται κοντά σε πανεπιστήμια και κόμβους απασχόλησης. Δεν είναι άλλωστε παράλογο να αναφερθούμε σε μία μείωση τόσο της αίσθησης της κοινότητας, όσο και της οικιστικής σταθερότητας.
Και σε αυτό το σημείο οφείλουμε να αναρωτηθούμε σαν κοινότητα: τελικά τί προκρίνουμε; Την παροχή φθηνής στέγης στους τουρίστες και πανάκριβης στέγης στους φοιτητές και στους επαγγελματίες;
Ταυτόχρονα, τα ιστορικά κέντρα πόλεων εκτιμώνται για την πολιτιστική κληρονομιά, τα αρχιτεκτονικά θαύματα και τον ιδιαίτερο τρόπο ζωής τους. Λειτουργούν ως ζωντανά μουσεία, προσελκύοντας τουρίστες που αναζητούν μια αυθεντική γεύση της ζωής της πόλης. Έτσι και το κέντρο της Θεσσαλονίκης φημίζεται για τον ξεχωριστό χαρακτήρα του που συνδυάζει σχεδόν φυσικά, ακόμα και σήμερα, την εμπορική δραστηριότητα και την αίσθηση ύπαρξης γειτονιών. Η εισροή βραχυχρόνιων μισθώσεων μπορεί να αλλοιώσει τον χαρακτήρα αυτών των γειτονιών, μετατρέποντάς τις σε τουριστικά hotspots και όχι σε γνήσιες, κατοικημένες περιοχές.
Αυτή η παραδοχή δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε μία άκριτη δαιμονοποίηση του τουρισμού. Κάθε άλλο. Ο τουρισμός είναι πηγή σημαντικών εσόδων για την πόλη μας και εξαιρετικός τρόπος πολιτισμικών ανταλλαγών. Ωστόσο, οφείλουμε εν έτει 2024 να ακολουθήσουμε την κατεύθυνση του βιώσιμου τουρισμού. Αυτό περιλαμβάνει τον ολοκληρωμένο αστικό σχεδιασμό, τη δέσμευση της κοινότητας και κανονιστικά πλαίσια που θέτουν ως προτεραιότητα τη μακροπρόθεσμη ευημερία των κατοίκων και τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο βιώσιμος τουρισμός επιδιώκει να ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιπτώσεις που συνδέονται με τον τουρισμό, όπως η υπερανάπτυξη, η πολιτιστική εμπορευματοποίηση και η περιβαλλοντική υποβάθμιση, μεγιστοποιώντας παράλληλα τις θετικές συνεισφορές στις τοπικές οικονομίες και τις προσπάθειες διατήρησης. Ο βιώσιμος τουρισμός ενθαρρύνει υπεύθυνες ταξιδιωτικές συμπεριφορές, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης των τοπικών επιχειρήσεων, του σεβασμού των πολιτιστικών παραδόσεων, της εξοικονόμησης πόρων και της ελαχιστοποίησης του αποτυπώματος άνθρακα. Με την προώθηση συμπράξεων μεταξύ των ενδιαφερομένων, την εφαρμογή αποτελεσματικών κανονισμών και την προώθηση της εκπαίδευσης και της ευαισθητοποίησης των ταξιδιωτών, ο βιώσιμος τουρισμός επιδιώκει να δημιουργήσει μια αρμονική ισορροπία μεταξύ της απόλαυσης των επισκεπτών και της μακροπρόθεσμης διατήρησης των προορισμών για τις μελλοντικές γενιές.
Βραχυχρόνια μίσθωση και ρυθμιστικές προκλήσεις
H σχέση των εταιριών βραχυχρόνιας μίσθωσης και του βιώσιμου τουρισμού είναι πολύπλοκη και εξελίσσεται. Ενώ οι εταιρίες έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν βιώσιμες πρακτικές και να εμπλουτίσουν τις ταξιδιωτικές εμπειρίες, η αντιμετώπιση των επιπτώσεών της στις τοπικές κοινότητες, τον πολιτισμό και το περιβάλλον απαιτεί ολοκληρωμένες στρατηγικές που δίνουν προτεραιότητα στην υπεύθυνη τουριστική ανάπτυξη και την ευημερία της κοινότητας. Με την προώθηση της συνεργασίας και την υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αξιοποιήσουν τις θετικές πτυχές της βραχυχρόνιας μίσθωσης ενώ παράλληλα να μετριάσουν τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις της στον βιώσιμο τουρισμό.
Εν κατακλείδι, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η ταχεία ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης έχει παρουσιάσει ρυθμιστικές προκλήσεις για τους θεσμούς διακυβέρνησης των πόλεων. Πολλοί δήμοι αγωνίζονται να εξισορροπήσουν τα οικονομικά οφέλη του τουρισμού με την ανάγκη διατήρησης της ιστορικής ακεραιότητας και την προστασία των τοπικών κατοίκων.
Οι κανονισμοί για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, οι νόμοι περί ζωνών και οι φορολογικές πολιτικές συχνά υστερούν σε σχέση με τον ρυθμό της καινοτομίας, οδηγώντας σε ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και πιθανή εκμετάλλευση και εργαλειοποίηση ιστορικών περιοχών. Γι’ αυτό δεν μπορούμε παρά να σημειώσουμε ότι η απόφαση του Πολιτικού Εφετείου Θεσσαλονίκης προκαλεί εκτάκτως ανατροπές στην κατανόηση της λειτουργίας των διαμερισμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης μέχρι σήμερα.
Το δικαστήριο κατέταξε συγκεκριμένα ακίνητα ως «ξενοδοχειακούς χώρους» και «τουριστικά καταλύματα», παρά το γεγονός ότι ήταν αρχικά γραφεία που φορολογούνταν ως κατοικίες, και απαγόρευσε τη λειτουργία τους σε πολυκατοικίες με επαγγελματικούς χώρους (όπως γραφειακά κτίρια), με το επιχείρημα ότι οι ένοικοι που εργάζονται εκεί αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εργασία τους λόγω των οχλήσεων.
Η σημασία αυτής της απόφασης είναι πολυεπίπεδη: προστατεύει τους επαγγελματίες από την εκδίωξη από τους γραφειακούς χώρους όπου στεγάζονται επί δεκαετίες ώστε να μετατραπούν σε καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης, ανοίγει την συζήτηση για τη επιβολή περιορισμών, ειδικά στο ιστορικό κέντρο, το οποίο θα έχει αντίκρισμα στην αλματώδη αύξηση των τιμών στα ενοίκια επαγγελματικών χώρων, αλλά και κατοικιών -ιδίως για φοιτητές- και συμβάλλει στην διαφύλαξη της μοναδικής φυσιογνωμίας του ιστορικού κέντρου της πόλης της Θεσσαλονίκης, που πάντα χαρακτηριζόταν από την εμπορική δραστηριότητα και τον ιστορικό του χαρακτήρα.
*Η Χριστίνα Α. Σωτηράκογλου είναι δικηγόρος – Ειδική Δικαστική Γραφολόγος, Πιστοποιημένη Σύμβουλος Real Estate – LSE CSlaw.gr