Τρίτος δρόμος δεν υπάρχει
της Κύας Τζήμου Αυτό το κείμενο δεν αφορά τις παθογένειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ξέρουμε όλοι ότι υπάρχουν. Αφορά στις δικές μας τις οποίες αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε και στους πολιτικούς που μας αξίζουν. Για τον πελατειακό πολιτικό μας βραχνά χρειάζονται δυο για να τον καταστήσουν παντοδύναμο μύλο που όλους τους αλέθει. Λαός και Κολωνάκι. Και οι […]
της Κύας Τζήμου
Αυτό το κείμενο δεν αφορά τις παθογένειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ξέρουμε όλοι ότι υπάρχουν. Αφορά στις δικές μας τις οποίες αρνούμαστε να αντιμετωπίσουμε και στους πολιτικούς που μας αξίζουν. Για τον πελατειακό πολιτικό μας βραχνά χρειάζονται δυο για να τον καταστήσουν παντοδύναμο μύλο που όλους τους αλέθει. Λαός και Κολωνάκι. Και οι δυο θέλουν “κούρεμα” (όχι μόνο χρέους αλλά και αντιλήψεων).
Η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη και τα σενάρια μετρημένα, το ξέρουμε όλοι. Δυο στον αριθμό και με σκληρές πολιτικές λιτότητας και τα δυο. Όσοι δεν το είχαν καταλάβει λυπάμαι, τρίτος δρόμος δεν υπάρχει πια, χαθήκαμε στο διάβα του μαζί με τον Αντρέα.
Καταρχήν να ανακεφαλαιώσω. Ένα πράγμα που δεν θα συγχωρήσω ποτέ στον πρωθυπουργό και το θεωρώ τη μεγαλύτερη τρύπα που δύσκολα θα κλείσει εντός της αριστεράς είναι το “πόσο φαρδιά μας τα έκοψε” στην προεκλογική περίοδο. Ήταν κάτι που δεν μπορούσα να καταπιώ. Στεναχωριόμουν ακόμη παραπάνω γιατί η στιγμή στην οποία έστησε το σκηνικό για μια πολιτική αλλαγή προς κάτι πιο καθαρό και εμπνευσμένο ήταν τόσο ώριμη να τον δεχτεί που η ακατάσχετη προεκλογική ψηφοθηρία δεν είχε θέση. Δεν υπήρχε λόγος για τόσο τάξιμο. Θα τον ψηφίζαμε ούτως ή άλλως. Το “λαγοί με πετραχήλια” μου ήρθε στο νου όταν άκουσα το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης και δεν καταλάβαινα ειλικρινά τον ενθουσιασμό του κόσμου. Ήταν κάτι βέβαια που ο καθείς θέλει να πιστέψει και κάτι το οποίο σαφώς θα μπορούσε να επιτευχθεί σε βάθος χρόνου με εξαιρετικά σκληρή δουλειά ιδίως προς την κατεύθυνση αλλαγής νοοτροπίας, αλλά δεν ήταν κάτι που ήταν δίκαιο να ακουστεί τόσο νωρίς για το μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων που απώλεσαν τα πάντα στη διάρκεια της κρίσης.
Δεν μπορώ να φανταστώ τη λογική της αθρόας υπόσχεσης κατάργησης της λιτότητας σε μια χώρα με άριστο μεν μεσογειακό κλίμα αλλά το οποίο δεν διαθέτει εποχή των μουσώνων κατά τη διάρκεια των οποίων βρέχει λεφτά. Απίθανο φυσικά ήταν και το σενάριο να τα βρει χωρίς κόστος από την Ευρώπη και η διάθεσή του να τα ζητήσει ως αυτονόητα εμφάνιζε από την πρώτη στιγμή τον κίνδυνο να τοποθετήσει τους Ευρωπαίους στο στρατόπεδο των εχθρών στο μυαλό του απελπισμένου Έλληνα και αυτό πριμοδοτήθηκε από τις μεγάλες υποσχέσεις. Το μήνυμα σαφώς ήταν “κανείς λόγος για λιτότητα, λεφτά υπάρχουν και θα τα πάρουμε από την πρώτη μέρα, απλά και μόνο γιατί είμαστε ωραίοι και έχουμε δίκιο”. Δεν ξέρω με ποιους είχε στο μυαλό του ότι θα διαπραγματευτεί ο Τσίπρας αλλά το να αρχίζεις την πρωθυπουργική σου θητεία λέγοντας ψέμματα (εν γνώσει του θέλω να πιστεύω, η βλακεία δεν αντέχεται, προτιμώ να τον χαρακτηρίσω ψεύτη παρά βλάκα) είναι ανέντιμο και υποτιμητικό και για σένα αλλά και για όσους θέλουν να σε ψηφίσουν.
Τέλος πάντων είπα ας του αναγνωρίσω την ανάγκη να συνεχίζει στο δρόμο που έχει καθιερωθεί στην ελληνική πολιτική, να ανέρχεσαι δηλαδή βασιζόμενος στα ψέμματα. Υπάρχει ελπίδα σκεφτόμουν. Άλλωστε πιστεύω ακράδαντα ότι απ΄έξω δεν μπορείς να κάνεις την διαφορά και καμιά φορά αναγκάζεσαι για να βρεθείς στα έσω να το πεις το ψέμα. Στην περίπτωση βέβαια του Τσίπρα πιστεύω ότι δεν χρειαζόταν. Το πολιτικό σκηνικό ήταν έτοιμο να δεχτεί το καινούργιο. Δεν υπήρχε λόγος να τάζει ανεξέλεγκτα όλα αυτά που ήθελαν βάθος χρόνου να πραγματοποιηθούν.
Η συνεργασία του με τους ΑΝΕΛ ήταν η πρώτη μεγάλη απογοήτευση. Δεν την κατάπια, δεν θα την καταπιώ ποτέ και δεν θα την συγχωρήσω και ποτέ. Υπήρξαν κι άλλες πολλές που ακολούθησαν αλλά για να πω την μαύρη αλήθεια ήταν αναμενόμενες. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν κατάφερα να τον ψυχολογήσω. Πιστεύω πως πάλευε προς λάθος κατεύθυνση. Όταν αποφασίζεις να παίξεις ένα παιχνίδι δεν μπορείς να το κερδίσεις με τους δικούς σου κανόνες ούτε προσπαθείς να αλλάξεις τους κανόνες από την πρώτη ριξιά. Ο καλός παίκτης περιμένει, παραμονεύει, μετράει τον αντίπαλο, ακόμη κι αν το παιχνίδι τείνει να εξελιχθεί σε ελληνορωμαϊκή πάλη. Το να πέφτει μια αριστερή κυβέρνηση σε εθνικιστικές κορώνες ήταν η δεύτερη μεγάλη απογοήτευση. Οι λέξεις αξιοπρέπεια, λαός και περηφάνια χρησιμοποιήθηκαν αθρόα λες και τις είχαμε μονοπώλιο. Πολλοί ακόμη πιστεύουν ότι μας ανήκουν σαν έννοιες. Η θυματοποίηση ενός λαού απέναντι σε έναν εχθρικό κόσμο δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να “χαϊδεύει τα αυτιά του”, να αποδυναμώνει την διάθεση του να αλλάξει τις χρόνιες παθογένειες (ακόμη κι αν αυτή η αίσθηση αδικίας που υπέστη έχει μια, ίσως και δυο και τρεις δόσεις αλήθειας). Αλλά το να παρασέρνεις έναν λαό στο δρόμο μιας αιώνιας θυματοποίησης και τροφοδοτώντας το αίσθημα μιας συνεννοημένης αδικίας όπου είναι αυτός μόνος απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο, δεν τον βοηθά να εξελιχθεί. Μπορεί να τον στείλει στο ψυχίατρο, προσθέτοντας στα ήδη μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει και ένα τεράστιο υπαρξιακό πρόβλημα που δεν είναι καθόλου έτοιμος να διαχειριστεί.
Το δημοψήφισμα αφού έπεσε σαν βόμβα και εντός και εκτός της χώρας, ίσως ήταν η τελευταία πολιτική κίνηση ματ που θα έσωζε το πολιτικό μέλλον του Τσίπρα. Βλέποντας ότι ήταν αδύνατον να κρατήσει τις κόκκινες γραμμές του στην Ευρώπη, αποφάσισε να λάβει (με αρκετή θολούρα στο ερώτημα) την ισχυρή αποδοχή του λαού, για να συνεχίσει. Ανήκω σε αυτούς που ακόμη δεν έχω ξεκαθαρίσει ποιον από τους δυο δρόμους θέλει να ακολουθήσει. Αν θέλει δηλαδή να κάνει τη ρήξη πιέζοντας εμμέσως την Ευρώπη να σταθεί αμετακίνητη στην σκληρή πολιτική της ή τελικά θέλει να ενδώσει σ΄αυτήν την σκληρή πολιτική πιέζοντας εμμέσως τους Έλληνες να δεχτούν τα πάντα και να πουν και ένα τραγούδι και να χορέψουν στις πλατείες ως νικητές. Έχει καταλάβει μάλλον ότι αν αυτός ο λαός δεν εκλάβει ως νίκη αυτό που καλείται να αντιμετωπίσει στο μέλλον, υπάρχει πρόβλημα. Η ήττα είναι κάτι που δεν μπορεί να διαχειριστεί ο Έλληνας.
Η πίεση που ασκείται επιπροσθέτως με τις κλειστές τράπεζες και την ολοκληρωτική καταστροφή της οικονομίας που ελοχεύει αυτή η κίνηση που ηθελημένα και εν πλήρη γνώση του (είπαμε δεν θέλω να πιστέψω στην βλακεία) γίνεται όπλο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και προς τις δυο πλευρές. Το δημοψήφισμα του βγήκε αφού χειραγωγήθηκε καταλλήλως με εθνικιστικές κορώνες του στυλ “λαέ μην σκύβεις το κεφάλι” και τώρα μένει να δούμε προς ποια κατεύθυνση θα χρησιμοποιηθεί. Μένει τώρα να δούμε αν θα χρησιμοποιηθεί για να δεχτεί ένα σκληρό πρόγραμμα που θέλω να ελπίζω ότι θα το χρησιμοποιήσει προς την σωστή κατεύθυνση (στο χέρι του είναι πλέον να σπάσει αυγά και να αντικαταστήσει σταδιακά τα βάρη με άλλα ισοδύναμα) ή αν ο δρόμος της δραχμής και της απομόνωσης είναι κάτι που υπάρχει πάντα στην ατζέντα του. Το ρίσκο είναι μεγάλο και δυστυχώς υπάρχουν άπειροι αστάθμητοι παράγοντες που μπορούν να γείρουν τη ζυγαριά προς τη μια ή την άλλη πλευρά. Το γεωοπολιτικό είναι ένα χαρτί που μπορεί να το παίξει για να ζητήσει επιείκεια αλλά είναι και αυτό που θα ζορίσει την κατάσταση αν επιλέξουμε επιστροφή στη δραχμή και έξοδο (αν και τυπικά αυτά δεν πάνε κατ΄ανάγκη μαζί). Είναι άλλωστε κι αυτό που τελικά μας κάνει τόσο σημαντικούς αλλά και τόσο ανίκανους να αποκτήσουμε την πλήρη διαχείριση της Ελλάδας που θέλουμε στη διάρκεια της ιστορίας μας. Η αποχώρηση του Δραγασάκη από το σκηνικό δεν με βοηθάει στον συλλογισμό μου που οδηγεί σε μια ευρωπαϊκή κατεύθυνση. δεν με βηθαέι ούτε η σύγκριση του Τσίπρα στο Ευρωκοινοβούλιο με τον Τρικούπη και τον Βενιζέλο (οχι αυτον του ΠΑΣΟΚ). Πέρα από την αδιαμφισβήτητη ακτινοβολία τους ως φωτισμένοι ηγέτες μην ξεχνάτε ότι ο Τρικούπης συνδέθηκε με το “Δυστυχώς επτωχεύσαμεν” και ο Βενιζέλος με την Μικρασιατική καταστροφή. Αλλά η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι η πιο συμπαθητική φυσιογνωμία που κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή στο πολιτικό προσκήνιο. Αντιδιαμετρικά αντίθετος από τον σταρ και αμετροεπή Γιάνη, (που ποτέ δεν μπόρεσα να χωνέψω ακόμη κι όταν ξεστόμιζε πράγματα με τα οποία συμφωνούσα) με έχει κερδίσει από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε. Ακόμη και το πολιτικοοικονομικό στάτους του που τον θέτει με το ένα πόδι στο λόμπι της δραχμής δεν είναι ικανό να με κάνει να τον αντιπαθήσω και να απαλλαγώ από την αυθόρμητα θετική εντύπωση που μου αφήνει σε κάθε του εμφάνιση (Κυρία Παναγιωταρέα ευτυχώς δεν διαθέτω τα ίδια γούστα με σας). Απέχοντας παρασάγγας από το μέσο πολιτικό προφίλ, δεν έχει λερωθεί ακόμη από την ακατάσχετη φλυαρία που συνοδεύει την έπαρση και με κάνει να ελπίζω ότι τουλάχιστον υπάρχει μια φιγούρα αυτή τη στιγμή στο πολιτικό προσκήνιο που εμπνέει εμπιστοσύνη.
Ένα είναι σίγουρο, σύντομα θα ξέρουμε.