Τσιγάρα λαϊκά, τραγούδια νότια*
Κάνει ένα όμορφο πράγμα η Ελευθερία Αρβανιτάκη στο φετινό της πρόγραμμα και για πολλούς ίσως συγκινητικό. Επιστρέφεις τις ρίζες της. Στην αρχή του δεύτερου μέρους του προγράμματος της, πάει πίσω στο χρόνο στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Στα χρόνια που την γνωρίσαμε με την Οπισθοδρομική κομπανία. Στα χρόνια που όπως λέει και η ίδια […]
Κάνει ένα όμορφο πράγμα η Ελευθερία Αρβανιτάκη στο φετινό της πρόγραμμα και για πολλούς ίσως συγκινητικό. Επιστρέφεις τις ρίζες της. Στην αρχή του δεύτερου μέρους του προγράμματος της, πάει πίσω στο χρόνο στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα. Στα χρόνια που την γνωρίσαμε με την Οπισθοδρομική κομπανία. Στα χρόνια που όπως λέει και η ίδια έψαχναν σε συλλέκτες και κρυμμένες γωνιές σπάνια λαϊκά, ρεμπέτικα και σμυρναίικα για να τραγουδήσουν στα πάλκα. Και ξαφνικά ενώ βρίσκεσαι στο 2012 και σε μια πατρίδα σαστισμένη με όσα τις συμβαίνουν, σε ένα κέντρο που στα τραπέζια και στα σκαμπό του είχε κάθε καρυδιάς καρύδι, κοσμικούς που απολαμβάνουν τις τελευταίες μέρες μιας παλιάς ευημερίας επίπλαστης, λαϊκά παιδιά που κράτησαν το χαρτζιλίκι όλου του μήνα για να έρθουν να ξεδώσουν, παλιούς αριστερούς που μπερδεμένοι δεν ξέρουν αν πρέπει να κλάψουν ή να χαρούν με το τέλος του δικομματισμού, αγόρια και κορίτσια των 80΄ς που μεγαλώσαν μαζί με την Ελευθερία και τώρα πια γλεντάνε σπάνια τις μέρες και τις νύχτες τους, έρχεται μια στιγμή που λέει το ‘’τσιγάρο λαϊκό’’ και το μαγαζί στέκεται σούζα. Και στιγμιαία χάνονται οι διάφορες, ένα ποτάμι παρόμοιο αίμα κυλάει στις φλέβες, τα ίδια ρίγη συγκινούν.
Σε κείνο το σημείο, προχτές βράδυ γύρισα πίσω τριάντα χρόνια. Μαθητές Λυκείου, περιμέναμε τα Σάββατα να πάμε στα ‘’Δέκα βήματα στην Άμμο’’ της Φλέμινγκ, στο ‘’Ουράνιο Τόξο’’ στη Δόξα, στην ‘’Όμορφη νύχτα΄΄της Παπάφη, σε μια ταβέρνα της οδού Ιωαννίνων, που την έλεγαν τα ΄΄Καναρίνια’’ και μαζευόμασταν στο πατάρι γιατί έπαιζε Τσιτσάνη και Βαμβακάρη που μόλις ανακαλύπταμε και στα ενδιάμεσα αντιγράφαμε στο δισκάδικο του Άγγελου τις κασέτες της Αθηναϊκής και της Οπισθοδρομικής, για να παίζουν τα φορητά κασετόφωνα στις εκδρομές του σχολείου και συμφιλιωνόμασταν με ένα παρελθόν που είχαμε μέχρι τότε αποκηρύξει. Ακούγαμε όσα άκουγαν οι γονείς μας είκοσι χρόνια πριν χωρίς ενοχές, χωρίς την πρώτη αντίδραση της άρνησης για το παλιό, που είχε αρχίσει να περνά. Οι γέφυρες είχαν αρχίσει να χτίζονται. Ο μέγας πλούτος του τραγουδιού που είχε παρηγορήσει γενιές και γενιές άρχιζε να συνεπαίρνει και μας.
Εκεί γυρίζει η Ελευθερία με τα τραγούδια ασυναίσθητα ή και ηθελημένα όσους ακούν ξανά τους ίδιους καημούς. Και για μένα η βραδιά ήταν εξόχως συγκινητική προχτές γιατί με συνόδευσε η δεκαεπτάχρονη κόρη μου που βλέποντας την να τραγουδάει το ”Το μερτικό μου απ΄τη χαρά” ένιωσα πως ευτυχώς κάποια πράγματα σε τούτη τη διαλυμένη χώρα λειτουργούν ακόμα σαν μεταλαβιά που κοινωνούν τις γενιές για να αντέχουν τους σαρωτικούς αέρηδες της Ιστορίας της.
*Ο τίτλος είναι κλεμμένος από μια συλλογή που είχε κυκλοφορήσει το περιοδικό Μετρό στα μέσα του ’90 και τον κουβαλάω από τότε.