Τζέιν, Τζέιν

Ο Άκης Δήμου για την Τζέιν Όστεν.

Άκης Δήμου
τζέιν-τζέιν-194744
Άκης Δήμου

English novelist Jane Austen, shown here in an original family portrait, was born in December 1775.

Στο γνωστότερο από τα πορτρέτα της, φιλοτεχνημένο από την αδερφή της Κασσάνδρα το 1810, η Τζέιν Όστεν, κόρη ενός εφημέριου από το Νιου Χαμσάιρ, μοιάζει μάλλον προβληματισμένη. Ντυμένη μ’ ένα καλοκαιρινό φόρεμα, τα μπράτσα σχεδόν γυμνά, οι μπούκλες που ξεφεύγουν απ’ το μπονέ της προσεκτικά κατσαρωμένες. Στενά χείλη, αποφασιστική μύτη, βλέμμα που δραπετεύει απ’ το παράθυρο. Είναι περίπου δυο χρόνια πριν δεχτεί την πρόταση γάμου ενός πλούσιου κληρονόμου(για να αλλάξει γνώμη την επόμενη μέρα επιλέγοντας μια κάποιου είδους ελευθερία, επιλογή που – κόντρα στις ηρωίδες της – υποστήριξε σθεναρά μέχρι το τέλος της ζωής της) και ένα χρόνο πριν δημοσιεύσει (πληρώνοντας αδρότατα τον εκδότη της) τη «Λογική και Ευαισθησία» με το ψευδώνυμο «Μια Κυρία».

Θ’ ακολουθήσουν άλλα πέντε μυθιστορήματα, πολλά για μια ζωή τόσο σύντομη, λίγα για μια γυναίκα που επιμένει να λερώνει με μελάνι τις δαντέλες της απ’ τα δεκατέσσερά της.

Η πλοκή είναι υποτυπώδης, οι συγκρούσεις πάντα ελεγχόμενες, πνιγμένες στο βελούδο, η καθημερινότητα περιγράφεται ασφυκτικά μονότονη κι ωστόσο η ζωή είναι εκεί, παρούσα, σχεδόν ανεξιχνίαστα αισιόδοξη όπως τόσες ζωές. Η ανάγνωση προχωρά ήσυχα, χωρίς κραδασμούς κι όσο οι σελίδες περνούν μέσα απ’ τα δάχτυλά σου, δεν μπορεί παρά να μη συγκατανεύσεις χαμογελώντας ακούγοντας την Σαρλότ Μπροντέ να επιμένει ότι η Όστεν «δεν αναστατώνει τον αναγνώστη της με τίποτα σφοδρό». Και, πράγματι, η «Περηφάνια και Προκατάληψη», το «Μάνσφιλντ Παρκ», η «Έμμα», το «Αββαείο του Νόρθανγκερ», η «Πειθώ» βρίσκονται μακριά από το ναρκοπέδιο της «Τζέιν Έυρ», ας πούμε, ή των μυθιστορημάτων του Ντίκενς. Η χειμωνιάτικη δριμύτητα των τελευταίων δεν μπορεί να συγκριθεί με το ανοιξιάτικο ρίγος των βιβλίων της Όστεν, εν τούτοις, κλείνοντας τα βιβλία της, παιδεύεσαι πολύ μέχρι να ξεμπλεχτείς από τα μεταξωτά τους δίχτυα. Και χρειάζεται προσπάθεια για ν’ αφήσεις πίσω σου όλ’ αυτά τα αποφασισμένα να ευτυχήσουν κορίτσια, που ανθίζουν σελίδα σελίδα στα μικρά cottages της βρετανικής εξοχής περιμένοντας την καρδιά τους να κρατήσει τις υποσχέσεις της, διώχνοντας, μ’ ένα ελαφρύ τίναγμα των δαχτύλων τους, μια υποψία ματαιότητας που απειλεί τη χαρά τους.

Καθώς οι αδερφές Μπένετ ή οι αδερφές Ντάσγουντ κεντάνε ή διασχίζουν ατέλειωτες εκτάσεις αγρών πνιγμένες στη γύρη του ειδυλλιακού τοπίου κρύβοντας ραβασάκια στα μισοφόρια τους ή χορεύουν με τα μάτια καρφωμένα στην είσοδο της αίθουσας (ο κύριος Ντάρσυ!!), δοκιμάζοντας να πετάξουν ανάμεσα στα χαμηλά σύννεφα ενώ γύρω τους τιτιβίζει μέχρι φλυαρίας ένας βαθύτατα συντηρητικός αλλά συγκινητικά αφελής μικρόκοσμος, η Όστεν σε υποχρεώνει να σκεφτείς μια δυο απλές αλήθειες: ότι η σοβαρότητα δεν αξίζει μία αν δεν μπορείς, κάπου κάπου, να κάνεις κάποιον να γελάσει κι ότι υπάρχει πάντα ένας άγνωστος πρόθυμος (και έτοιμος) να σε σηκώσει όταν πέφτεις (όχι μόνο από το άλογο). Αλήθειες που ίσως την απασχολούν τη στιγμή που ποζάρει για την αδερφή της στην άνετη αγροικία του Τσάουτον, που τους παραχώρησε ο αδερφός της Έντουαρντ το καλοκαίρι του 1809 κι όπου έμελλε να πεθάνει (ακριβώς διακόσια χρόνια πριν) στα 41 της χρόνια.

Η ζωή στο Τσάουτον είναι πολύ ήσυχη, αν και λιγότερο διασκεδαστική απ’ το Μπαθ. Τίποτα δεν υποχρεώνει την Τζέιν να σκεφτεί το μέλλον σαν κάτι άλλο πέρα από μια αλυσίδα μικροεπεισοδίων(ποιος φταίει που ο μηλίτης τελειώνει τόσο γρήγορα; Πότε μετακόμισε στο Χάιμπουρι ο Φρανκ Τσόρτσιλ;). Το γράψιμο την απασχολεί τόσο που δεν της μένει χρόνος να προβλέψει τη φήμη της αν και, το συγγραφικό της ένστικτο θα έπρεπε να την είχε ενημερώσει ότι, πολλά πολλά χρόνια μετά την πρώτη τους κυκλοφορία, τα μυθιστορήματά της – που ανοίγουν φαρδιά πλατιά το δρόμο προς τον ρεαλισμό του 19ου αιώνα, απείθαρχα στους ρομαντικούς βικτωριανούς λογοτεχνικούς κανόνες και που περιγράφουν εξαντλητικά, με εμβρίθεια και χιούμορ, το πολύπλοκο δίκτυο των ανθρώπινων σχέσεων της εποχής, όπου τα πραγματικά αισθήματα αναμετριούνται με το αίτημα της κοινωνικής καταξίωσης και της οικονομικής άνεσης – θα χρησιμοποιούνταν ακόμη και σαν εγχειρίδια αυτοβοήθειας για ζητήματα όπως η φιλία, η αδελφική σχέση και φυσικά ο έρωτας (που τελειώνει πάντα μ’ έναν γάμο). Κι όσο κι αν λαχταρούσε να διαβαστεί, θα της ήταν σίγουρα αδιανόητο ότι στα χρόνια που θ’ ακολουθούσαν (με χορευτικά, θα ήθελε να φαντάζεται, βήματα) την εποχή της, το πρόσωπό της θα εμφανιζόταν στο βρετανικό χαρτονόμισμα των 10 λιρών, τα βιβλία της θα μεταφέρονταν στον κινηματογράφο και την τηλεόραση ουκ ολίγες φορές (τις περισσότερες συμβατικά, με μια ανάξια της πένας της γραφικότητα) και ότι στον ιστότοπο The Republic of Pemberley οι πλέον φανατικοί αναγνώστες της θα επινοούσαν τις συνέχειες και των έξι μυθιστορημάτων της αρνούμενοι να δεχτούν την τελεία της συγγραφέως τους ως τελεσίδικη μοίρα για τους ήρωές της.

Όχι, η κυρία Όστεν δεν βάζει τίποτα απ’ αυτά στο νου της. Έξω, εξάλλου, είναι ακόμη καλοκαίρι, οι κορυδαλλοί τσιμπολογάνε το σιτάρι, ο κήπος πανηγυρίζει κι εκείνη, αιχμάλωτη στο πινέλο της Κασσάνδρας, το μόνο που ίσως σκέφτεται είναι ότι «η ζωή μοιάζει να είναι μια γρήγορη εναλλαγή από πολυάσχολα τίποτα», πλην όμως, παρηγοριέται (παρηγορώντας και μας), με τις λέξεις όλο και «κάτι» μπορεί να συμβεί, αφού πολλοί γρίφοι λύνονται περιγράφοντας ακριβώς την αδυναμία (και την απελπισία σου) να τους λύσεις.-

* Τζέιν Όστεν (16/12/1775 – 18/7/1817): Μια από τις σημαντικότερες μυθιστοριογράφους της αγγλικής λογοτε- χνίας. Φέτος κλείνουν 200 χρόνια από τον θάνατό της.

 

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα