Parallax View

Until Dawn: Ένα ρεσιτάλ κοινοτυπίας και κλισέ

Μία κριτική για τη μεταφορά του ομώνυμου βιντεοπαιχνιδιού σε κινηματογραφική ταινία

Νικόδημος Τριαρίδης
until-dawn-ένα-ρεσιτάλ-κοινοτυπίας-και-κλισέ-1310476
Νικόδημος Τριαρίδης

Ξεκινάω με μια προσωπική εξομολόγηση: νοσταλγώ τις αθώες εποχές του σινεμά της Universal και της Hammer, όταν οι ταινίες τρόμου ήταν επί της ουσίας γοτθικά ιστορικά μελοδράματα με υπερφυσικά στοιχεία· τούτη η σκέψη γύριζε συνεχώς στο μυαλό μου όσο υπέμενα το “Until Dawn”.

Μεταφορά του ομώνυμου βιντεοπαιχνιδιού, η ταινία ακολουθεί πέντε νεαρούς φίλους (αρνούμαι να παραθέσω ονόματα χαρακτήρων και ηθοποιών, καθώς και οι δύο ομάδες είναι εξίσου αδιάφορες, με μοναδική πιθανή εξαίρεση τον Μάικλ Τσιμίνο ως Πρώην) ταξιδεύουν σε μια μυστηριώδη κοιλάδα όπου η αδερφή της Πρωταγωνίστριας εξαφανίστηκε ένα χρόνο πρωτύτερα, και βρίσκουν καταφύγιο από τη βροχή σε ένα εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο. Οποιοσδήποτε θεατής έχει δει έστω και μια ταινία slasher στη ζωή του μπορεί εύκολα να μαντέψει τη συνέχεια.

Κι όμως, ο καθιερωμένος δολοφόνος που καταδιώκει τους ήρωές μας, αγνοώντας επιδεικτικά τους κώδικες του σαβουάρ βιβρ τέτοιου είδους ταινιών, ξεκληρίζει όλη την παρέα απευθείας, και έτσι φανερώνεται η “ξεχωριστή” ιδέα της ταινίας: τα πέντε Αρχέτυπα είναι παγιδευμένοι στην ίδια βραδιά, καταδικασμένοι να πεθαίνουν ξανά και ξανά με ολοένα πιο φρικώδεις (και εξωφρενικές) μεθόδους, και μοναδικός τρόπος να ξεφύγουν είναι να παραμείνουν ζωντανοί “μέχρι το χάραμα”. Τα 90 λεπτά που έπονται αυτής της ανατροπής είναι ένα δίχως προηγούμενο ρεσιτάλ κάθε λογής κοινοτυπίας και κλισέ όλων των ταινιών τρόμου της τελευταίας τριακονταετίας: παρελαύνουν μάγισσες, ζόμπι, τέρατα του φολκλόρ, ακρωτηριασμοί, κούκλες, κλόουν, body horror, found footage, και, το μεγαλύτερο “τέρας” όλων, ο ξύλινος και ανέμπνευστος διάλογος που στοιχειώνει όλες τις σύγχρονες ταινίες.

Η όποια πρωτοτυπία της βασικής ιδέας γρήγορα εξανεμίζεται λόγω μιας άνισης δομής και της πλήρους απουσίας εξέλιξης στις αναμεταξύ σχέσεις των χαρακτήρων (κάτι τέτοιο, εξάλλου, θα προϋπέθετε την ύπαρξή τους), ενώ στοιχεία που παρουσιάζουν ενδιαφέρον, όπως η σχέση της Πρωταγωνίστριας με τη χαμένη αδερφή της που, υπενθυμίζουμε, πυροδότησε την πλοκή της ταινίας, η σταδιακή μεταμόρφωση των Αρχετύπων στα ίδια τέρατα που τους καταδιώκουν, και το σκοτεινό παρελθόν της υπόγειας πόλης στην οποία είναι παγιδευμένοι παραγκωνίζονται για χάρη περισσότερων σκηνών κυνηγητού στο σκοτάδι με τέρατα που ακόμη και ο Στίβεν Κινγκ θα απέρριπτε. Στο τέλος της ταινίας, ο χαραμισμένος Πίτερ Στορμαίρ ως Τρελός Επιστήμονας επιχειρεί μια φτωχή μίμηση της εξίσου αυτάρεσκης σκηνής του Αρχιτέκτονα στο “The Matrix Reloaded” για να αιτιολογήσει κάπως όλες τις ασυναρτησίες που έχουμε παρακολουθήσει, με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα.

Έχω μια συμπάθεια για το σκηνοθέτη Ντέιβιντ Σάντμπεργκ, του οποίου το κανάλι στο Youtube αξίζει το χρόνο σας περισσότερο από το “Until Dawn”, καθώς πρόκειται για αυτοδημιούργητο σκηνοθέτη που κατάφερε να διεισδύσει στο Χόλιγουντ μέσα από μικρού μπάτζετ ταινίες που γύριζε με φίλους και γνωστούς. Δυστυχώς, το φιλότιμο και η γοητεία ενός guerilla δημιουργού δεν συγχωρούν την αδιάφορη πλανοθεσία, σύνθεση, και διάταξη ηθοποιών στο χώρο, μονίμως παγιδευμένοι σε θολά κοντινά όσο ανιαρά όσο οι προσωπικότητες που ερμηνεύουν, ενώ η φύση της ταινίας τρόμου (στο σημείο αυτό με έπιασε η προαναφερθείσα νοσταλγία για τα καλοφωτισμένα σκηνικά της Universal) απαιτεί σκοτάδι όταν το μη-κολακευτικό φως της ημέρας ισοπεδώνει χαρακτήρες και χώρους στις “κανονικές σκηνές”· συνεπώς, και ο φωτογράφος Μαξίμ Αλεξάντρ συνυπολογίζεται με το χαρακτήρα του Στορμαίρ στους υπεύθυνους για τη δυστυχία των Αρχετύπων και του κοινού.

Φυσικά, μια ταινία τρόμου κρίνεται από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί, και τον τρόμο που γεννάει μέσα σε αυτήν· ενώ ο Σάντμπεργκ παρουσιάζει ορισμένες ευφάνταστες σεκάνς (πχ. η σκηνή δαιμονισμού της Φίλης, ή μια σειρά μικρών βίντεο γυρισμένων με το κινητό του Αθληταρά όταν η ταινία και επισήμως ανακηρύσσει ότι είναι ώρα να ξεμπερδεύουμε με την πλοκή), το μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας χαραμίζεται σε χιλιοφορεμένες σκηνές “εύκολου” τρομάγματος που προκαλούν πλήξη παρά φόβο, ενώ μοναδική ειδοποιός διαφορά σε σχέση με παρόμοιες ταινίες είναι η σοκαριστική βία και αίμα, τα οποία έχουν πάψει να σοκάρουν από τον καιρό του πρώτου “Saw” το 2004!

Κι όμως, η αποτυχία του “Until Dawn” δεν προκύπτει (αποκλειστικά) από την έλλειψη πρωτότυπων ιδεών, παρά από τη μη αξιοποίησή τους· αντί να εστιάσει στη γουστόζικη κεντρική πλοκή μιας επαναλαμβανόμενης ταινίας slasher όπου τα θύματα σταδιακά μαθαίνουν πώς θα νικήσουν τον καταδιώκτη τους, διασκορπίζεται σε πρόχειρα κλισέ με το πιο αχνό πασπάλισμα μετακειμενικού εξυπναδισμού με τρόπο όχι ανόμοιο με το “The Cabin in the Woods”, που διακωμώδησε όλες τις συμβάσεις του είδους με φρεσκάδα και ευφυΐα. Δυστυχώς, το “Until Dawn” δεν αποτελεί παρωδία, παρόλο που το σενάριό του μάλλον το αντίθετο προτείνει.

#TAGS
Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα