«Π..ς γιοί, σκουλήκια Αρειανοί!…»
Το συνηθισμένο πείραγμα που άκουγε ο Βαγγέλας ο Αρειανάρας, όταν έφευγε το βράδυ από τον καφενέ. Σαν καληνύχτισμα όμως έφτανε στ’ αυτιά του, έτσι όπως είχε συνηθίσει να τ’ ακούει τόσα χρόνια. Σάμπως τί, αφού και ο ίδιος ήτανε σκουληκάς.
Το επάγγελμά του δηλαδή, να μαζεύει και να πουλάει σκουλήκια για δόλωμα.
Είκοσι χρόνια πάσχιζε μ’ αυτήν τη σκληρή δουλειά. ΄Αλλοι δεν την αντέχουν ούτε πέντε. Ξεκίνησε στα δεκάξι. Εκείνη την εποχή δεν είχανε ακόμα μεταφερθεί οι ψαράδες και όλο το σινάφι τους στο Νέο Μπεχτσινάρι και δένανε τις βάρκες μπροστά στα Εντεράδικα, λίγο πιο πέρα από του Φιξ.
Μεγαλόσωμος και γεροδεμένος ο Βαγγέλας, παιχνίδι του φάνηκε. Γλυκάθηκε κι από το παραδάκι κι έμεινε στη δουλειά μέχρι να πάει φαντάρος.
Στη δεκαετία του ‘70 είχε καλό ψωμί το επάγγελμα, τα σκουλήκια περίσσευαν. Τα τελευταία χρόνια όμως έχουν αρχίσει να εξαφανίζονται, όπως εξάλλου και πολλά άλλα πράγματα ομορφότερα. Θες από τα πολλά εργοστάσια, θες από τη μόλυνση, οι σκουληκάδες αναγκάστηκαν να δουλεύουν με φιάλες οξυγόνου στα δύο και στα δυόμιση μέτρα βάθος. Αλλά τον Βαγγέλα δε τον ένοιαζε. ΄Εστω και λιγοστά αυτός είχε τον τρόπο του να τα βρίσκει στα ρηχά.
«Να σε πάρουμε στα δίχτυα;» τον ρώτησαν οι περισσότεροι ψαράδες, όταν ήταν ν’ απολυθεί από το στρατό. Ποιος δεν θα ήθελε τέτοιο δουλευταρά να τον έχει μαζί του; «Πόσο θ’ αντέξεις στα σκουλήκια; Θα σε φάνε τα ρεματικά», προσπαθούσαν να τον φοβίσουν. Μα ο Βαγγέλας, «μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα…», σκεφτόταν, γιατί είχε μάθει πια στη μοναξιά. Αφού και στο στρατό έτσι την έβγαλε, μοναχός. Παρατηρητής σε φυλάκιο κάποιας βραχονησίδας, δέκα μίλια στ’ ανοικτά από την Πάτμο.
Καλαφάτισε, λοιπόν, το βαρκάκι του, την «Αρειανάρα», ένα βαρύ σκαρί κάπου τεσσεράμιση μέτρα μακρύ, φαρμάκωσε τις μπάντες, φρεσκάρισε και το μαύρο του το χρώμα με την κίτρινη μπορντούρα και ξανάρχισε τη γνωστή διαδρομή.
Τότε ήταν που σκέφτηκε για πρώτη φορά να φτιάξει ένα παραγκάκι δίπλα στη θάλασσα, κάπως μεγαλύτερο από τα άλλα, να μένει και τα βράδια. Γονείς δεν είχε και το φτωχικό τους στα προσφυγικά της Κάτω Τούμπας το πήρε η αδελφή του προίκα. Να κάνει τι δηλαδή σε διαμέρισμα μέσα στην πόλη; «Να πληρώνω νοίκια και να ‘χω και τον κάθε κερατά γείτονα στο κεφάλι μου;» Περνούσε στ’ ανοιχτά πρώτα από τις εκβολές του Δενδροπόταμου και κατόπιν από την προβλήτα που φόρτωναν τα τσιμέντα στα μεγάλα βαπόρια, άφηνε πίσω του τον εφιάλτη των δεξαμενών με τα καύσιμα της Jet oil κοιτάζοντας αλλού, γιατί τον ψυχοπλάκωναν, κι έφτανε στα Μπιγιάλια, στο ανάχωμα έξω από το Καλοχώρι· ένα χωμάτινο τείχος, εμπόδιο στην πεινασμένη θάλασσα να κατακτήσει και να κατασπαράξει ό,τι βρει στο διάβα της. Εκεί γνώριζε τα κατατόπια με κλειστά μάτια και μπορούσε να δουλέψει, ό,τι πανέβες κι αν είχε. Πού να ψάξει όταν είχε φουσκονεριές και πού όταν τραβιότανε η θάλασσα στις φυρονεριές.
Κατέβαινε σε κείνα τα αβαθή μέρη από το βαρκάκι του και χωνότανε μέσα στο νερό και τη λάσπη με τα εργαλεία του, φτυάρι και πηρούνα, για να βγάλει το κόκκινο και το μαύρο σκουλήκι, το μαμούνι και το σωλήνα. Μετά άρχιζε να τα ξεχωρίζει. Εκεί έβαζε όλη του την τέχνη, γι’ αυτό και τα δολώματά του γινόντουσαν ανάρπαστα στην αγορά. Τώρα, θα μου πεις, ποιά σχέση έχει το σκουλήκι με την τέχνη; Καμία βέβαια. Έχει όμως το μεράκι του Βαγγέλα για τη δουλειά του, αυτήν την αηδιαστική και για πολλούς τόσο αποκρουστική – μερικοί ανατριχιάζουν ακόμα και στο άκουσμα της λέξης σκουλήκι – που τον έβαζε να ασχολείται με τόση λεπτεπίλεπτη επιδεξιότητα, τόση προσοχή και τόση φροντίδα, όπως ο αληθινός μάστορας με τα εργαλεία της μαστορικής του. Η φήμη, πως «το σκουλήκι του Βαγγέλα είναι πάντα ζωντανό», έφτανε μέχρι την Αθήνα.
Κακιές κουβέντες για τα σκουλήκια του Βαγγέλα ακούστηκαν ελάχιστες φορές και πάντοτε – κι αυτό δεν ήτανε σύμπτωση – από κάτι αυθάδεις παραλήδες που κάνουν πως τα ξέρουν όλα “περί δολώματος”. Βεβαιότατα τα ξέρουν, αφού οι ίδιοι είναι τα σκουλήκια αυτοπροσώπως. Χορτάτα λασποσκούληκα, γεωσκώληκες επιστημονικώς, πεινασμένα και αδηφάγα πρωτόζωα.
Το μαύρο, που ζει μέσα σε καβούκι κι έχει μεγαλη διάρκεια ζωής, το πάστωνε με μπόλικο αλάτι ενώ τα άλλα, αφού πρώτα τα έπλενε με άφθονο θαλασσινό νερό, τ’ αράδιαζε μέσα σε λαχανίδες για να συντηρούνται, μετά τα τοποθετούσε σε κάτι παλιές ψαροκασέλες και τα σκέπαζε με βρεγμένο τσουβάλι από λινάτσα. Για τους πιο μερακλήδες που βαστούσε η τσέπη τους ξεχώριζε ατομικές μερίδες και τις τύλιγε προσεχτικά σε χαρτί εφημερίδας, που τα διατηρεί καλύτερα.
– Μόνο σ’ εφημερίδα! επέμενε ο Βαγγέλας. Πώς να το κάνουμε, μέσα στην εφημερίδα αναπνέουν.
Φρόντιζε να τα κρατάει μέχρι να φτάσουν στον έμπορα σε δροσερό μέρος, προπάντων όταν έκανε ζέστη, γιατί μη νομίζεις, δε θέλουνε και πολύ για ν’ ανάψουνε και να βρωμίσουν.
Τώρα τελευταία άρχισε να καταγίνεται και με τη νέα μόδα, το τσουτσούνι, γιατί,
– ΄Εχει πιο γερή κονόμα, μας έλεγε τις προάλλες. Τα ψάρια τρελλαίνονται για τσουτσούνι.
Μ’ ένα κομπρεσέρ, αγορασμένο δεύτερο χέρι από την οδό Ομήρου – «φυσαρούφα» το ονομάζει ο Βαγγέλας – φυσάει αέρα στο βυθό για να μετακινηθεί η άμμος και μετά βουτάει και τα μαζεύει εύκολα, έτσι όπως είναι σαστισμένα από την ξαφνική αναστάτωση.
Κι όταν τον ρωτήσαμε τι γίνεται, άμα δεν έχεις μία, τόσο ακριβά που φτάσανε τα δολώματα,
– Τραβάτε στην Αρετσού, μας απάντησε, έχει ψώλους όσους θέλεις. Θα τους σχίσεις μ’ ένα μαχαίρι, θα ξύσεις με κουτάλι το μέσα τους, θα το μαλακώσεις καλά με θαλασσινό νερό και είσαι έτοιμος. Μας κοίταξε χαμογελώντας και συμπλήρωσε. Ε, τώρα μην περιμένεις να πιάσεις σαργούς και σκαθάρια με τέτοιο δόλωμα. Αλλά όσο για κάνα σπαράκι…
΄Οταν πάλι λαχταρούσε κανα χταπόδι, δεν χρειαζόταν ο Βαγγέλας να κουβαλάει μαζί του καμάκια και γαλαζόπετρες για να τα ξετρυπώνει.
΄Εβαζε για δόλωμα τα γυμνά του πόδια και μ’ ένα κοπίδι τα ξεβεντούζιαζε. Δυο αγάπες είχε στη ζωή του ο Βαγγέλας, τον Αρη και την παράγκα του. Για τίποτε άλλο δε σκοτιζότανε.
Εδώ και καιρό είχε πια πατημένα τα τριανταπέντε αλλά έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Η ζωή μέσα στη θάλασσα αγρίεψε τις γραμμές του προσώπου, ο σβέρκος γέμισε χαρακιές μπακλαβά και τα μαλλιά του αρχίσανε να τον εγκαταλείπουν, όχι με αχαριστία βέβαια γιατί ποτέ του δεν τα φρόντισε ιδιαίτερα.
Τα κορίτσια δεν ενδιαφέρονταν γι’ αυτόν. Σάματις τον βλέπανε δηλαδή και καθόλου για να ενδιαφερθούνε; ΄Οταν ξεμπέρδευε με τη θάλασσα έπαιρνε το πράμα, όπως ήταν φρέσκο και ζωντανό, και τραβούσε κατ’ ευθείαν στους έμπορους στην προκυμαία, δίπλα στο λιμάνι. Κατόπιν ντουγρού στο καφενείο να βρει τα τακίμια του – ψαράδες όλοι τους που δένανε τις βάρκες στο λιμανάκι του Νέου Μπεχτσινάρι, κάτω από την καινούργια μεγάλη γέφυρα – και να πιεί τον απογευματινό του βαρύγλυκο από νωρίς και κανά δυό μπύρες ξεροσφύρι για καπάκι αργότερα. Να κουβεντιάσουνε τα επαγγελματικά τους, να πούνε τα ψέματα και τις αλήθειες της ημέρας, να γελάσουνε με τα χωρατά του καπετάν Γιώργη, ν’ ανεχτούν τις παρλαπίπες του καπετάν Μηνά, να στήσουν κανένα πρόχειρο καυγαδάκι, έτσι στα γρήγορα για ν’ ανάψουν τα αίματα, να φάει στο τέλος το γνωστό δούλεμα από τους ΠΑΟΚτσήδες – που κατά βάθος βέβαια το τραβούσε η ψυχούλα του – και να φύγει συγχισμένος για την παράγκα. «Τους ξεφτίλες, έχουνε μούρη να μιλάνε για τον Άρη, που μια ζωή τους βάζει μέσα τα καλάθια!».
Έστριβε πίσω από το γήπεδο του Θερμαϊκού. Περνούσε έναν απίστευτο λαβύρινθο μέσα από τις παράγκες των βυρσοδεψείων, το χειμώνα τσαλαβουτώντας ως το γόνατο στη λάσπη και το καλοκαίρι κρατώντας τη μύτη από το αφόρητο λέσι – ε, ρε, κάτι μπινελίκια που τους τραβούσε τους ταμπάκηδες – έστελνε μια καλόκαρδη, όλο συμπάθεια για τη μοναξιά του, καληνύχτα στο φαντάρο σκοπό του στρατόπεδου με τα καύσιμα και κατέβαινε στη θάλασσα. Στην παράγκα του.
Αρχόντισσα και στολίδι του μικρού λιμανιού. ΄Ολα τ’ άλλα τα ψαράδικα καλυβάκια γύρω της έμοιαζαν βουβοί κομπάρσοι μπροστά στην προκλητική γοητεία, στη φινέτσα και στο χτυπητό λούσο αυτής της παρδαλής κοκότας, που όμως είχε κάτι απ’ τον αέρα μιας πριμαντόνας ακριβού θεάτρου.
Συναρμολογημένη από λογής λογής ετερόκλητα υλικά – σανίδια, μαδέρια, καδρόνια, τούβλα, λαμαρίνες, κόντρα πλακέ, πισσόχαρτα – σαν παιχνιδάκι κατασκευής σε μια αρχιτεκτονική σύνθεση που μονάχα έκπληξη μπορούσε να προκαλέσει για τη σταθερότητά της, ξεφύτρωνε ανάμεσα σε λόφους από σπασμένα μυδότσουφλα, εκπέμποντας φωτεινές δέσμες, πράσινες, ροζ και κόκκινες της φωτιάς, χτυπητή αντίθεση στο γκρίζο τ’ ουρανού και το σταχτί της θάλασσας.
Δεν προλάβαινε η αλμύρα, που καίει ό,τι βρει μπροστά της, το τσουρουφλίζει και το ζεματάει, ν’ αφήσει το παραμικρό σημαδάκι στα πόμολα και στους μεντεσέδες κι ο Βαγγέλας, που είχε πρόχειρο το πινέλο και το κουτί με τη λαδομπογιά, έπιανε να μερεμετίσει. ΄Οχι να βλέπει σκουριές και να του γυρίζουνε τ’ άντερα.
Γι’ αυτό και δεν έδινε πολύ πολύ σημασία όταν του μιλούσανε για γυναίκες, γάμους και τα τέτοια. Η παντρειά θέλει σπίτι κανονικό και ο Βαγγέλας πού ν’ αφήσει την «κούκλα» του;
Η πρώτη του δουλειά μόλις έφτανε ήταν ν’ ανοίξει το τρανζιστοράκι, ν’ ακούει λαϊκά, όση ώρα μαγείρευε στην πετρογκάζ για την επόμενη.
Τάιζε τη γαλιάντρα και τα καναρίνια του, καλομαθημένα στο φαγητό με φρέσκο πάντα σκουληκάκι, χαϊδολογούσε το μούργο του πριν τον βγάλει έξω για ύπνο, τραβούσε και κανα κουτί μπύρα συμπληρωματικό κι έπεφτε να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα φτου κι απ’ την αρχή.
«Με τέτοια ζωή πού να βρεις γυναίκα, κακόμοιρε Βαγγέλα! Με τα μυαλά που πας δε πρόκειται να γλυτώσεις από την παράγκα», τον συμβούλευαν κάθε τρεις και δύο.
«Καλύτερα» σκεφτότανε, βολεμένος μέσα στην ξενοιασιά της αυτάρκειάς του.
Μόνο το βράδυ, όταν καμιά φορά τον έπαιρνε το παράπονο της μοναξιάς, άναβε το λουξ και ασχολιότανε ως αργά με το «θησαυρό» του. Και τι δεν είχε μέσα αυτή η παράγκα. Θαρρείς ό,τι πολύτιμο κι ό,τι άχρηστο έκρυβε ο βυθός στα Μπιγιάλια είχε κουβαληθεί εκεί. Και παρ’ ότι η παράγκα διέθετε αρκετό χώρο, δύσκολα εύρισκες ελεύθερο μέρος να σταθείς, γιατί παντού υπήρχαν στιβαγμένα διάφορα αντικείμενα, μικρά και μεγάλα, συμπράγκαλα μιας περίεργης μα τόσο ανεκτίμητης για τον ίδιο συλλογής.
Αυτά που χτυπούσαν αμέσως στο μάτι ήταν μια χούφτα σκουριασμένα νομίσματα – αρχαία τα δήλωνε περήφανα ο ίδιος – και κομμάτια από σπασμένα αγγεία, που για χάρη τους είχε φάει άπειρες ώρες προσπαθώντας να τα συναρμολογήσει. Κάποτε έφτανε σε φόρμες απίστευτες, δικής του έμπνευσης – το χερούλι από ένα, τον πάτο από κάποιο άλλο, το στόμιο και το λαιμό από κάποιο τρίτο – που δεν περιέχονται σε καμμία εικονογραφία της αρχαίας κεραμικής.
Κατά το Βαγγέλα όλα αυτά τα «μπιχλιμπίδια του Μεγαλέξαντρου» τα ‘χαν κουβαλήσει τα ποτάμια από την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, που βρισκότανε «πέρα μέσα», όπως τον είχε πληροφορήσει αόριστα κάποιος που είδε τη συλλογή του και ισχυριζότανε πως ξέρει από αυτά. Μέσα στην απλοϊκή του ιστορική συνείδηση η λέξη αρχαίος ταυτιζότανε με τον Μεγαλέξαντρο και την εποχή του, ενώ ολόκληρη η υπόλοιπη ελληνική ιστορία είχε στριμωχτεί μέσα στα στενά χρονικά πλαίσια της κυριαρχίας του μεγάλου μακεδόνα βασιλιά.
Πέρα όμως από την ιστορική τους αξία για τον Βαγγέλα τ’ αντικείμενα αυτά αντιπροσώπευαν το ημερολόγιο της ζωής του. Σημείωνε σχολαστικά το πότε και το πού είχε βρει το καθένα απ’ αυτά και είχε συνδέσει την κάθε «ανακάλυψη» με σημαντικές στιγμές της αγωνιστικής ιστορίας της «ομαδάρας» του.
«Αυτή η μολυβένια άγκυρα βρέθηκε τη μέρα της πρόκρισης στο φάιναλ φορ, εκείνη εκεί η σπασμένη στάμνα στη γωνία όταν πήραμε το πρώτο νταμπλ και τούτο δω, αχ…» κι έπιασε με δάχτυλα που τρέμανε μια σγουριασμένη βάση από πυροφάνι, «τότε που χάσαμε στον τελικό το κύπελο, ανάθεμα την ώρα!…».
Μ’ αυτές τις συλλογές προσπαθούσε ο Βαγγέλας να κρυπτογραφήσει τη μοναχική του μοίρα.
Διήγημα από το βιβλίο «Δυτικά της Σαλονίκης», Εκδόσεις Παρατηρητής.