Ο Βαγγέλης ο σκουληκάς μόλις είχε ξεμπερδέψει με το φαγητό της γαλιάντρας του κι ετοιμαζόταν να κατεβάσει το τελευταίο κουτάκι μπύρα όταν χτύπησε την πόρτα της παράγκας το φιλαράκι του ο Θωμάς, ψαράς κι αυτός, ενθουσιασμένος, γιατί του είχε βρει νύφη – λες και ο Βαγγέλας του είχε αναθέσει ποτέ τέτοια αποστολή – κι έπρεπε οπωσδήποτε να πάνε να τη γνωρίσει.
– Καλό κορίτσι, Βαγγέλα, τριαντάρα, ρωσοπόντια. ΄Ηρθε πριν από τρία χρόνια με τ’ αδέλφια της και θέλει έναν άντρα δουλευτάρη να νοικοκυρευτεί.
Είπε κι άλλα πολλά ο Θωμάς για να τον καταφέρει, να πάνε στο προξενειό.
Ο Βαγγέλας τον άκουγε αμίλητος.
– Τι λες, είσαι; τον σκούντηξε.
Ο Βαγγέλας δυσκολευότανε ν’ απαντήσει. Τότε ο Θωμάς επιστράτευσε το βαρύ πυροβολικό με τις τετράγωνες κουβέντες. Επιχειρήματα για το «άτιμο το μπεκιαρλίκι» και τη μοναξιά «που θα σε φάει στα γεράματα», για κανα παιδί «που πρέπει να κάνεις επιτέλους», για τον προορισμό του ανθρώπου και άλλα πολλά όρεξη να ‘χεις ν’ ακούς. Αυτό ήταν. Η αποκάλυψη της πραγματικότητας αποδείχτηκε για τις αντοχές του Βαγγέλα καταλυτική. Η προοπτική των γηρατειών τού φάνταξε πλέον σκληρή, σκληρότερη κι από τη δουλειά του μέσα στα παγωμένα νερά τις πιο κρύες μέρες του χειμώνα και με το βαρδάρη να ξυρίζει. Παραδόθηκε.
– Πώς την λένε; ψέλλισε μονάχα ο Βαγγέλας.
– Νόρα…
Η λέξη του χάιδεψε τ’ αυτί σα γυναικείο χέρι. Κι ο Βαγγέλας πήρε τη μεγάλη απόφαση.
Εκείνο το βράδυ άργησε να κοιμηθεί. Με την αθωότητα των ανθρώπων που μπορούν ακόμα να ονειρεύονται οδήγησε για πρώτη φορά τις σκέψεις του έξω από την παράγκα, στους φωτεινούς δρόμους της πόλης, στα πάρκα, στην παραλία, στο λούνα παρκ, παρέα μ’ ένα πιτσιρίκι που δε μπορούσε να το φανταστεί πώς θα ήταν, το ένιωθε όμως δικό του. Κι ύστερα το πήρε, λέει, από το χέρι και το πήγε στα δικά του λημέρια, στη θάλασσα, στους σκουληκότοπους και στα πουλιά, για να του μάθει τα δικά του κόλπα. Το βράδυ γυρίσανε κατάκοποι στο σπίτι, ένα άλλο σπίτι, κανονικό, όχι στην παράγκα του, και κει τους περίμενε αυτή η…«πώς την είπε ο Θωμάς;», η Νόρα. Δεν έβλεπε το πρόσωπό της, ένιωθε μόνον τη ζεστασιά της παρουσίας της.
Μετά τον πήρε ο ύπνος. Κι όλη τη νύχτα πάλευε να προχωρήσει, βουτηγμένος ως τη μέση στο νερό μα δε μπορούσε να κάνει ούτε βήμα.
Το ραντεβού ορίστηκε για το απόγευμα της Κυριακής στο σπίτι της Νόρας, ένα δυάρι ημιυπόγειο στο Κορδελιό. Ο Βαγγέλας έβαλε τα καλά του. Τι καλά δηλαδή, κοτλέ παντελόνι, καρό πουκάμισο κι από πάνω πέτσινο μπουφάν αγορασμένο από ιταλό νταλικιέρη στο Βαρδάρη.
– Ρε, συ, είσαι ωραίος! του είπε ο Θωμάς, που σπάνια τον έβλεπε χωρίς τις λαστιχένιες μπότες και τη φόρμα της δουλειάς.
Στο σπίτι της κοπέλας όλο το σόι και καμιά δεκαριά ακόμα συγγενείς της περίμεναν τον υποψήφιο γαμπρό. Τους άνοιξε η ίδια. Πέρασαν μέσα, έγιναν οι συστάσεις, κάθησαν. Ο Βαγγέλας ένιωσε όμορφα μέσα σε μια τόσο μεγάλη οικογένεια. ΄Ομορφα και άβολα μαζί. Η Νόρα τον κοιτούσε χαμογελαστά. Της χαμογέλασε κι αυτός.
– ΄Ωστε, λοιπόν, βγαίνεις στο ψάρεμα με το καϊκι σου; ρώτησε ο μεγάλος αδελφός, που μιλούσε καλύτερα τα ελληνικά απ’ όλους, για να σπάσει τον πάγο.
Ο Βαγγέλας κοίταξε το Θωμά. «Τέτοιες πληροφορίες τους είχε δώσει;». Και παίρνοντας μια βαθειά ανάσα,
– Εγώ έχω μόνο μια βάρκα, είπε, και μαζεύω σκουλήκια. Απ’ αυτά ζω.
– Δηλαδή δεν είσαι ψαράς; τον ξαναρώτησε ο αδελφός μήπως και δεν κατάλαβε καλά.
– Σκουληκάς είμαι, απάντησε κοφτά ο Βαγγέλας.
Η Νόρα ρώτησε με τα μάτια τον αδελφό της. Αυτός σηκώθηκε αμέσως από την πολυθρόνα, πλησίασε κοντά της και της το ξέκοψε,
– Ατός, πουλόπο μ’, ’κ’ εν για τ’ εσέν!
– Σκωλέκατζην εν’! ψιθύρισε κι ο γέρος θείος τους, που καθόταν στον απέναντι καναπέ, στο αυτί της γριάς του.
– Πιιισσς!… μη λέεις άλλο, α ξερώ! έκανε κείνη με αηδία μια γκριμάτσα όλο αναγούλα, βάζοντας απλωμένη τη χούφτα της μπροστά στο στόμα σα να ‘θελε να προλάβει κάποιο δυσάρεστο απρόοπτο.
Αυτό ήταν.
Το υπόλοιπο βράδυ κύλησε αμήχανα. Ο Βαγγέλας ασφυκτιούσε πια μέσα σε τόσο πολύ κόσμο, που τον κοίταζε, τον παρατηρούσε και τον απέρριπτε.
Ξεροκατάπινε. Ο Θωμάς, αμήχανος κι αυτός, προσπαθούσε να βρει θέματα για συζήτηση και η Νόρα κλείστηκε στην κουζίνα και δε βγήκε παρά δυο φορές μονάχα, μια για να φέρει τον καφέ και άλλη μια για να τους πει μια ξινισμένη καληνύχτα.
– Ρε συ, δεν έπρεπε να το φανερώσεις για το καϊκι, τον μάλωσε ο Θωμάς καθώς επιστρέφανε.
– Δηλαδή να πω ψέματα;
– Τη μισή αλήθεια θα ‘λεγες, βρε αδερφέ, την άλλη μισή την μαθαίνανε αργότερα. Σιγά το πράμα!
– Μπα, εγώ κατάλαβα πως δεν τους άρεσε καθόλου που είμαι σκουληκάς.
Συνέχισαν να περπατούν αμίλητοι. Σαν ήρθε να χωρίσουν, ο Θωμάς κτύπησε το Βαγγέλα στην πλάτη.
– Βρε, άντε από κει, να δούμε ποιόν θα βρει να πάρει η στραβοκάνα η λαζού. Τους χορτάσαμε ψωμάκι και τώρα διαλέγουν κι από πάνω, μουρμούρισε τσατισμένα και πέρασε στην απέναντι μεριά του δρόμου για τη στάση του αστικού.
Ο Βαγγέλας έστριψε από το γήπεδο του Θερμαϊκού για την παράγκα του. Κι όσο να φτάσει ως εκεί είχε κιόλας ξεχάσει το όνειρο για το πιτσιρίκι με την ίδια ευκολία που το είχε ονειρευτεί δυο βράδια πριν.
Διήγημα από το βιβλίο «Δυτικά της Σαλονίκης», Εκδόσεις Παρατηρητής.