Vermiglio: Η νύφη του βουνού φορά ένα πέπλο αφοπλιστικά ειλικρινούς κινηματογραφικού συναισθήματος
Στο απομακρυσμένο Βερμίλιο όλα συμβαίνουν απλά αλλά όχι απλοϊκά, συγκινητικά αλλά όχι βεβιασμένα, απαράμιλλα όμορφα αλλά όχι επιτηδευμένα
Στη σκιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα απομονωμένο μικρό χωριό στις πλαγιές των Άλπεων, κάπου στα σύνορα της Βόρειας Ιταλίας με την Αυστρία, ζει τη δική του καθημερινότητα, ανάμεσα σε βαριές χειρωνακτικές εργασίες, παραδοσιακά τραγούδια, παγωμένες χειμωνιάτικες νύχτες και όνειρα για το τέλος ενός πολέμου που μοιάζει τόσο μακριά αλλά και τόσο κοντά ταυτόχρονα.
Η σκηνοθετική ματιά της Μάουρα Ντελπέρο (γεννημένη και αυτή πολύ κοντά στην περιοχή όπου διαδραματίζεται το φιλμ) απεικονίζει μια πολυμελή οικογένεια Γκρατσιαντέι όπου ο αυστηρός, ασπρομάλλης πατέρας εργάζεται ως τοπικός δάσκαλος στο μοναδικό σχολείο της περιοχής, η μόνιμα έγκυος μητέρα αναλαμβάνει να φροντίσει το σπίτι αλλά και όλα τους τα παιδιά διαφόρων ηλικιών, ο μεγάλος γιος προσπαθεί διαρκώς να ικανοποιήσει τον πατέρα του αποτυγχάνοντας να συνδυάσει την πνευματική καλλιέργεια με την απαιτητική καθημερινή εργασία, ενώ οι δύο μεγαλύτερες κόρες μοιάζουν να ακολουθούν τα χνάρια της μητέρας τους, με την έφηβη Άντα να αυτοτιμωρείται διαρκώς για τις «ακάθαρτες σκέψεις» της και την ευαίσθητη Λουτσία να αναζητά το ακαθόριστο ακόμη μέλλον της. Η έλευση ενός λιποτάκτη Σικελού στρατιώτη στο χωριό θα δώσει νόημα στη ζωή της τελευταίας, αντιμετωπίζοντας το τσακισμένο πνεύμα του με τρυφερότητα, κατανόηση και αγάπη.
Οτιδήποτε συμβαίνει σε αυτό το μικρό χωριό, χωμένο μέσα στις κατάφυτες πλαγιές, τα ποτάμια και τους απόκρημνους γκρεμούς, κινηματογραφείται με αφοπλιστική αμεσότητα, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα έναν ανεπιτήδευτα ειδυλλιακό αλλά και ασυγχώρητα σκληρό τόπο. Έναν τόπο ο οποίος θαρρείς ότι θα μπορούσε να ζει έτσι για πάντα, χωρίς τίποτε να διαταράξει τις (εύθραυστες όπως φαίνεται) ισορροπίες του. Να που όμως μια διακριτική ιστορία αγάπης αλλάζει τα δεδομένα, φέρνοντας στην επιφάνεια συγκρούσεις και καλά κρυμμένες εντάσεις οι οποίες ξεδιπλώνονται σχεδόν σε απόλυτη αρμονία με το πέρασμα των εποχών (όχι μόνο οπτικά αλλά και ηχητικά, μιας και ο πατέρας βάζει συχνά πυκνά σε ένα πικάπ αποσπάσματα από τις 4 εποχές του Βιβάλντι με σκοπό να «εκπολιτίσει» τους μαθητες και τις μαθήτριές του).
Η Ντελπέρο, με σαφή γνώση της λαογραφίας αλλά και της ιστορικής ιδιαιτερότητας του τόπου και του χρόνου, σκηνοθετεί μια ταινία που σχεδόν αφουγκράζεται το κελάρυσμα των ρυακιών, το θρόισμα των φύλλων καθώς το πυκνό χιόνι πέφτει επάνω τους, το τελετουργικό του αρμέγματος και τις γεμάτες ενοχές εξομολογήσεις της Άντα στην τοπική εκκλησία, αποκαλύπτοντας ένα δράμα που εμποτίζεται σταδιακά μέσα στο ξεχωριστό αυτό περιβάλλον, όπου το ανοίκειο της τοπικής ντοπιολαλιάς ανακατεύεται με την οικουμενικότητα της φύσης, την τραγικότητα του πολέμου (τον οποίο ποτέ δεν βλέπεις αλλά διαρκώς αισθάνεσαι), την κυκλικότητα της ζωής και του θανάτου.
Έτσι, στο απομακρυσμένο Βερμίλιο όλα συμβαίνουν απλά αλλά όχι απλοϊκά, συγκινητικά αλλά όχι βεβιασμένα, απαράμιλλα όμορφα αλλά όχι επιτηδευμένα. Ένα φιλί στην είσοδο μιας παγωμένης καλύβας ισοδυναμεί με την φυσικότητα της ροής ενός καταρράκτη, μια φωτογραφία ενός γάμου ταιριάζει απόλυτα με έναν ψίθυρο αποχωρισμού στο αυτί ενός νεογέννητου κοριτσιού, ένα ειλικρινές άγγιγμα συγχώρεσης υποδηλώνει τόσα όσα ένα αθώο παραμύθι που γιγαντώνεται στο μυαλό ενός μικρού παιδιού.
Η έξοχη σκηνοθεσία της Ντελπέρο, κινούμενη με μαεστρία ανάμεσα στο υποβλητικό καδράρισμα ενός ντοκιμαντέρ και την γήινη αποτύπωση νεορεαλιστικών καταβολών, κατορθώνει να φιλοτεχνήσει ένα φιλμ γεμάτο φεστιβαλικές διακρίσεις (πέρα για πέρα δίκαιο το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στη Βενετία το 2024) που θυμίζει ταυτόχρονα την δραματικότητα της «Μικρά Αγγλίας» του Παντελή Βούλγαρη αλλά και τον λυρισμό του «Η Εαρινή σύναξης των αγροφυλάκων» του Δήμου Αβδελιώδη, κρύβοντας επιμελώς τις όποιες (μικρές) αφηγηματικές ή στιλιστικές παραφωνίες του κάτω από ένα πέπλο αφοπλιστικά ειλικρινούς κινηματογραφικού συναισθήματος.
3/5 Αστέρια