Βίαιος ρεαλισμός
του Σάββα Πατσαλίδη Η συνεχής έκθεσή μας σε παραστάσεις/περφόρμανς που βασίζονται σε έργα που γράφουν οι ομάδες ή σε έργα που πηγάζουν από συνεντεύξεις ή ντοκουμέντα ή αυτοβιογραφικές μαρτυρίες μας έχει κάνει να ξεχάσουμε ότι υπάρχουν ακόμη συγγραφείς θεάτρου που εξακολουθούν να γράφουν για το θέατρο χρησιμοποιώντας παλιές και δοκιμασμένες συνταγές. Και για να μην […]
του Σάββα Πατσαλίδη
Η συνεχής έκθεσή μας σε παραστάσεις/περφόρμανς που βασίζονται σε έργα που γράφουν οι ομάδες ή σε έργα που πηγάζουν από συνεντεύξεις ή ντοκουμέντα ή αυτοβιογραφικές μαρτυρίες μας έχει κάνει να ξεχάσουμε ότι υπάρχουν ακόμη συγγραφείς θεάτρου που εξακολουθούν να γράφουν για το θέατρο χρησιμοποιώντας παλιές και δοκιμασμένες συνταγές. Και για να μην πάει ο νους σας στο «κακό», δεν εννοώ έργα ρετρό, έργα που γυρίζουν τα μέσα έξω σε παμπάλαιες φόδρες γραφής και μυρίζουν ναφθαλίνη από μακριά. Κάθε άλλο. Ο ρεαλισμός, αρκετά παρεξηγημένος από όλους μας (δεν απαλλάσσω τον εαυτό μου από το «αμάρτημα» αυτό) έχει εκατοντάδες πρόσωπα και μακάρι να είχαμε τρόπους να τα γνωρίζαμε όλα. Άλλωστε δεν είναι τυχαία η δυναμική επιστροφή των βασικών εκπροσώπων του, όπως ο Ίψεν και ο Τσέχοφ, και μάλιστα χωρίς τη «ρετσινιά» του παλιομοδίτη ή του συντηρητικού.
Θέατρο της βίας
Ο Ιρλανδικής καταγωγής Μάρτιν Μακ Ντόνα, πλέον οικείο όνομα στη χώρα μας, είναι ένας μεταμοντέρνος ρεαλιστής, άξιος συνεχιστής του ακραίου, όσο και βαθύτατα ποιητικού και απελπισμένου ρεαλισμού της Σάρα Κέιν. Ό,τι έργο του και να δεις θα πέσεις επάνω σε κομμένα δάχτυλα, κακοποιημένα παιδιά, αίμα, βία. Χρονολογικά προηγείται η «Βασίλισσα της ομορφιάς», έργο που είδαμε πρόσφατα στο «Μελίνα Μερκούρη» σε σκηνοθεσία Χριστίνας Χατζηβασιλείου και παραγωγή Πειραματικής Σκηνής, με θέμα τις ακραίες σχέσεις μάνας και κόρης. Τώρα ήρθε η σειρά του «Πουπουλένιου» (2003), που έφερε στη Θεσσαλονίκη μετά από δύο χρόνια επιτυχίας στην Αθήνα, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης (Αριστοτέλειο).
Το έργο
Πρόκειται για το πρώτο «μη ιρλανδέζικο» έργο του, υπό την έννοια ότι η δράση εκτυλίσσεται σε ένα αδιευκρίνιστο μέρος που τελεί σε καθεστώς δικτατορίας. Πρωταγωνιστής είναι ένας συγγραφέας ονόματι Χατούριαν, ο οποίος οδηγείται βίαια στο τμήμα ως ύποπτος για μια σειρά φόνων που έγιναν στην πόλη και οι οποίοι μοιάζουν πολύ με εκείνους που περιγράφει στις τετρακόσιες περίπου ιστορίες του, όλες γραμμένες στο στιλ των Αδερφών Γκριμ με πρωταγωνιστές παιδιά. Ο Χατούριαν είναι ένας ταραγμένος νους, ο οποίος, όταν ήταν νέος, σκότωσε τους γονείς του όταν αντιλήφθηκε ότι κακοποιούσαν το διανοητικά καθυστερημένο αδερφό του. Βέβαια, αυτό δεν το μαθαίνουμε αμέσως. Ο Μακ Ντόνα είναι ένας προικισμένος δημιουργός που ξέρει πώς να παίξει με τις προσδοκίες όσο και με το βλέμμα του θεατή. Ξέρει πώς να μετακινεί τις συμπάθειές μας, μια εδώ και μια εκεί, σαν σε θρίλερ της Αγκάθα Κρίστι. Ξέρει να στρίβει τη βίδα στο νεύρο, να βάζει τα επί μέρους στοιχεία μαζί, να διαχειρίζεται τις κούρβες του.
Ο ίδιος ισχυρίζεται πως μέσα από αυτές τις ιστορίες δεν προσπαθεί να μας μεταφέρει κάποιο μήνυμα. Απλώς επιδεικνύει την ικανότητα του ανθρώπου, ακόμη και την ανάγκη του, να κατασκευάζει ιστορίες. Στο συγκεκριμένο έργο όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι και σε ρόλο αφηγητή, γεγονός που κάνει το διαχωρισμό της αλήθειας από το ψέμα δύσκολο. Όλοι, με τον τρόπο τους, θέλουν να τρομάξουν τους ακροατές τους, όπως το μικρό παιδί που προκαλεί τον μπαμπά του να του πει ιστορίες τρόμου ενώ χώνει το κεφάλι του κάτω από το μαξιλάρι.
Η παράσταση
Ο Μαρκουλάκης σκηνοθέτησε το έργο σε μια ευθεία. Η ανάγνωσή του ήταν αρκούντως λιτή και ευανάγνωστη, δείχνοντας έτσι και την απόλυτη εμπιστοσύνη που είχε στους ρυθμούς και τις σημάνσεις του. Γενικά πέτυχε, χωρίς να ξαφνιάσει αλλά και χωρίς να συσκοτίσει μια ιστορία στην οποία πλέκονται και εμπλέκονται δεκάδες υπόγειες και παράλληλες διαδρομές. Προστάτεψε το κέλυφος των εντάσεων ώστε να μην χάσουν τις αιχμές τους, πρόβαλε μελετημένα τις σκηνές όπου το χιούμορ αποσυμπίεζε τη βιαιότητα των καταστάσεων και γενικά διαχειρίστηκε με σιγουριά και καθαρότητα ό,τι ανέλαβε ως σκηνοθέτης. Αλλά και στο ρόλο του Χατούριαν είχε αρκετές καλές στιγμές, με καλύτερο διάστημα το πρώτο τριαντάλεπτο. Εκεί, με εύστροφες εναλλαγές διάστικτες γελαστικών υπογραμμίσεων και γνώση της ρεαλιστικής δοσολογίας, έβγαλε τη φοβία και τους δισταγμούς του ήρωα και παράλληλα πύκνωσε το νέφος ως προς τον πραγματικό του ρόλο στους φόνους (το γνωστό whodunit?). Το πιο αδύνατο σημείο του ήταν το αφηγηματικό. Δεν νομίζω ότι τα φωνητικά του ηχοχρώματα έβγαλαν κάτι που βοηθούσε να καταλάβουμε τι σόι άνθρωπος είναι. Να καταλάβουμε ότι το γράψιμο σημαίνει κάτι γι’ αυτόν, ότι τον κάνει να νιώθει σαν ένας μάγος που κάνει διαρκώς κόλπα και που αισθάνεται δυνατός όταν οι ιστορίες του κριτικάρονται ή καταστρέφονται. Σε αυτόν τον τομέα βρήκα πιο έτοιμο τον Νίκο Κουρή. Είχε μια αβίαστη φυσικότητα που κατεβαινε στην πλατεία ως κάτι αυτονόητο. Όσο για τον «Άριελ» του Παπασπηλιόπουλου, στην αρχή, με την όλη αλά βώντβιλ συμπεριφορά του, φάνταζε σαν κάτι παράταιρο, σαν «ξωτικό» (Άριελ=πνεύμα φωτός), όμως σταδιακά, με την ενέργειά του, επιβλήθηκε στο χώρο και έγινε ρυθμιστικός παράγοντας. Πολύ καλός και ο Πυρπασόπουλος. Χωρίς να γίνεται υπερβολικός, περπάτησε επάνω σε ένα ναρκοπέδιο (πολύ εύκολα ο συγκεκριμένος ρόλος μπορεί να οδηγήσει στο μελό ή στη γελοιοποίηση) και έβγαλε πειστικά και ανθρώπινα την αθωότητα του διανοητικά καθυστερημένου χαρακτήρα όσο και την τρυφερότητα του χιούμορ του.
Και για τους τέσσερεις θα έλεγα ότι λειτούργησε ευεργετικά η χημεία τους. Η όλη σκηνική συμπεριφορά τους ήταν πολύ καλά κουρδισμένη ώστε να εκμεταλλευτεί όλες τις στημένες παγίδες του στόρι. Βγήκε και το χιούμορ, και το γκροτέσκο, και η έκπληξη και η ανατροπή. Ήταν τέτοια η σύμπλευση που σου έδινε την εντύπωση ότι πρόκειται για ομάδα που παίζει χρόνια μαζί.
Συμπέρασμα: Όλα αυτά, μαζί με το διάλειμμα, σχεδόν τρεις ώρες. Χαλάλι.
Δείτε περισσότερα για την παράσταση εδώ