Βλέποντας τον έρωτα και το φλερτ στο πέρασμα του χρόνου
Από το δειλό κορτάρισμα και τα ραβασάκια των 50's, στις γνωριμίες στα μπουζούκια και στη γενιά του tinder
Επιμέλεια κειμένου: Μυρτώ Τούλα – Χρυσάνθη Αρχοντίδου
«Οι άντρες κυνηγούν. Οι γυναίκες ψαρεύουν», Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885).
Η τέχνη του φλερτ έχει περάσει από γενιές και γενιές, αλλάζοντας ριζικά τη μορφή της κάθε φορά. Μερικές δεκαετίες παλαιότερα, για να ακούσει ο άντρας το πολυπόθητο «ναι» από μία γυναίκα, περνούσαν μήνες, κορτάροντάς την, ανταλλάζοντας βλέμματα και χειρόγραφα γράμματα. Σήμερα, ένα μήνυμα στο tinder, μία αντίδραση ή ένα like σε στόρι στο instagram, είναι συνήθως αρκετά.
Ο Φεβρουάριος αποτελεί μία διαρκή υπενθύμιση του έρωτα, με την πιο εμπορική γιορτή, του Αγίου Βαλεντίνου, να χρωματίζει τις πόλεις κόκκινες. Καρδούλες, τριαντάφυλλα, αρκουδάκια, μπαλόνια, γεμίζουν τα καταστήματα κάθε είδους, προκαλώντας σε μερικούς ενθουσιασμό, ενώ σε άλλους μια μελαγχολία.
Το φλερτ αποτελεί την «εισαγωγή» στον έρωτα. Το πιο εκστατικό σημείο του, η ντροπαλή ανταλλαγή βλεμμάτων, η αναμονή του αν ο άλλος θέλει πραγματικά τη δέσμευση, το γνωστό σε όλους, «κυνήγι».
Ας μιλήσουμε λοιπόν για το φλερτ. Πώς από «κόρτε» εξελίχθηκε σε «καμάκι» και «πέσιμο»;
Το τίμιο, αγνό και παραδοσιακό φλερτ, ήθελε θράσος και υπομονή. Αυτό που δεν έκρυβε από πίσω του, ένα γρήγορο ποτό, μια σύντομη συζήτηση και στη συνέχεια το δρόμο προς το κρεβάτι. Όταν ένας άντρας έβλεπε μια γυναίκα και ένιωθε έλξη ως προς αυτήν, όφειλε να την κορτάρει. Το πρώτο στάδιο ήταν τα βλέμματα. Κοιτούσε μία, δύο, τρεις. Έλεγχε το πεδίο, να δει αν το έδαφος είναι ελεύθερο και αν υπάρχει ανταπόκριση. Σε καμία περίπτωση δεν “ορμούσε”, όπως το θηρίο στο θήραμά του. Ξεκινούσε παράλληλα μια μορφή επιτόπιας έρευνας. Αν έβλεπε για παράδειγμα, την κοπέλα σε μία καφετέρια, ρωτούσε θα ρωτούσε τον φίλο του “Ποιανού είναι αυτή” ή τη σερβιτόρα “Η μελαχρινή είναι δεσμευμένη;” και “Πόσο την κάνεις;”.
Αφού ο άνδρας είχε συλλέξει όλες τις κατάλληλες πληροφορίες και είχε πάρει το πράσινο φως μέσα από τις δειλές ματιές, τότε ξεκινούσε η αργή και βασανιστική προσέγγιση για να κατακτήσει την καρδιά της. Πλησίαζε αρχικά με το πιο γλυκό του χαμόγελο, έκανε μερικές διακριτικές ερωτήσεις. Μάθαινε όνομα, ηλικία και το κυριότερο… οικογένεια. Γιατί από τους πατεράδες – κέρβερους, δεν γλίτωνε κανείς. Αν η κοπέλα, ήταν πεισματάρα και δεν ενέδιδε εύκολα, τότε ο άντρας όφειλε να γίνει η σκιά της. Κάτι που στη σήμερον ημέρα, θα ονομάζαμε “creppy” ή “stalking”, τότε ήταν απολύτως φυσιολογικό. Η καφετέρια που την είχε πρωτοσυναντήσει, άρχισε να γίνεται το μοναδικό μέρος που πίνει τον καφέ του. Τη συνόδευε μέχρι την πόρτα όταν έφευγε, ρωτούσε φίλους και γνωστούς που ήταν και περνούσε και καλά “τυχαία” από τα μέρη που συχνάζει. Τα στέκια της, ξαφνικά γίνονταν και δικά του.
Όταν επιτέλους τελικά τα συναισθήματα ήταν αμοιβαία, τότε άρχιζαν τα χειρόγραφα γράμματα, τα ραβασάκια, οι ερωτικές επιστολές… Μέσα από μερικές λέξεις, ο άνδρας εξέφραζε τα αγνά συναισθήματα του προς τη γυναίκα. Σε τέτοιου είδους επιστολές συναντούσες φράσεις, όπως «Σε ηγάπον, σε είχον θεά μου”, “Ω ψυχή, ζωή και φως μου” και “Σαν είμαι μαζί σου, πετώ στα ουράνια”. Αυτή από την πλευρά της, προσπαθούσε να καταλάβει δύο πολύ σημαντικά πράγματα. Πρώτον, αν η πρόθεση για δέσμευση από την πλευρά του ήταν αληθινή και δεύτερον, αν δεν της έκρυβε μήπως ήταν ήδη παντρεμένος! Κυκλοφορούσαν μάλιστα και κάποιοι σχετικοί στίχοι: Αν δεν είσθε παντρεμένος και γουστάρετε / ελάτε να σας κάνω να καλμάρετε / Μα αν είσθε παντρεμένος και φλερτάρετε / μην πάτε στον λαιμό σας να με πάρετε.
Εννοείται ότι τα ραβασάκια αυτά μεταφέρονταν πάντα από έναν αγγελιοφόρο. Μία φίλη, ο ψιλικατζής της γειτονιάς, η υπηρεσία του σπιτιού, αναλάμβαναν τους ρόλους της ταχυδρομικής θυρίδας. Όλα γίνονταν στα κρυφά, μιας και ο μπαμπάς και αδερφός της μελλοντικής νύφης, δεν έπρεπε να υποψιαστούν τίποτα, μέχρι το εν δυνάμει γαμπρός να φτάσει έξω από την πόρτα με λουλούδια, με σκοπό να ζητήσει το χέρι της. Αν από την άλλη ο άνδρας ήταν θαρραλέος και με άγνοια κινδύνου, μπορεί να τηλεφωνούσε στη σταθερή γραμμή του σπιτιού, αν αυτή φυσικά υπήρχε και να ζητούσε να μιλήσει στην κοπέλα, με παραλλαγμένη φωνή ή βάζοντας μια γνωστή να παριστάνει τη φίλη της.
Χρόνια που εμείς δεν ζήσαμε, αλλά τα μάθαμε μέσα από τις ιστορίες των γονιών μας, που είναι μαζί από τα φοιτητικά ή και τα σχολικά τους χρόνια. Μπορεί να είμαστε δεκαετίες μπροστά, αλλά αν είχαμε μεγαλύτερα αδέρφια, ακούγαμε πως γνώρισαν κάποιον στα μπαρ ή στα μπουζούκια που τους είχε αφιερώσει κάποιο καψουροτράγουδο ή ένα πανέρι με λουλούδια. Οι δε παππούδες μας, γνώρισαν τα κορίτσια τους μέσα από προξενιά. Είδαν ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά στη ζωή τους και μέσα σε μερικές βδομάδες, αν όχι μέρες, πρόλαβαν να γνωριστούν, να ερωτευτούν, να αγαπηθούν, να παντρευτούν. Μπορεί, να μην ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, αλλά αυτοί οι άνθρωποι, μέσα από τον χρόνο, τα κοινά βιώματα, τις δυσκολίες, τα παιδιά που τους ένωσαν, εν τέλη αγαπήθηκαν και πορεύτηκαν μαζί για μια ζωή. Άλλοι, ακούσαμε τη γιαγιά μας να λέει “ο παππούς σου όταν ήμουν 16 χρονών, μου πρόσφερε ένα τσιγάρο, έτσι τον γνώρισα. Τον αγάπησα και τον ερωτεύτηκα, ο έρωτας στα μάτια μου είναι μία πάλη. Ήμασταν φτωχοί μεγαλώσαμε δύο παιδιά και τα καταφέραμε. Τα μαραφέτια που έχετε τώρα σας απομακρύνουν, εμείς είμαστε αχώριστοι από την πρώτη μέρα μέχρι και σήμερα. Είναι η αγάπη μου. Αν σβήσει, πάει έχασα το νόημα της.” Και με αυτή την νοσταλγία από τις ιστορίες των παλιότερων, φτάνουμε στο φλερτ του σήμερα.
Το φλερτ, ο έρωτας και η γενιά μας
Στην παρέα μας, τυγχάνει να είμαστε 5 κορίτσια, κάθε Σάββατο, βρισκόμαστε, ετοιμαζόμαστε, περιποιούμαστε η μία την άλλη, και ελπίζουμε να βρούμε ακαριαία τον έναν που θα μας σβήσει όλο το παρελθόν μας. Αλλά δυστυχώς, καθόμαστε στο μπαρ, ανταλλάσσουμε βλέμματα -ναι, μορφή φλερτ- αλλά η κατάσταση δεν προχωρά. Η γενιά μας είναι πληγωμένη, δεν θα την δεις να κάνει υπερβάσεις, δεν μπορεί. Είναι συνηθισμένη να φλερτάρει μέσα στο κινητό, έτσι έμαθε, ερωτεύεται με δισταγμούς, για να ρίξει το έτερον ήμισυ καλλωπίζεται και ανεβάζει selfie, για να δηλώσει τον έρωτα αναρτά φωτογραφίες, στημένες, όχι γελαστές, όχι αυθόρμητες. Οι ατάκες που θα ακούσεις από flert στην Gen Z, είναι κρύες, παγωμένες, δεν έχουν καθόλου φαντασία. Αν υπάρχουν, γιατί πολλές φορές, αρκούνται στο να κάνουν ένα follow και ένα like στο instagram – κι αυτό flert είναι για μας. Δύσκολα θα κάνει κάποιος την πρώτη κίνηση, φοβάται την απόρριψη, φοβάται να ρίξει ένα βλέμμα σε εκείνον που θέλει να φλερτάρει. Αν καταφέρει να το κάνει, πέφτει με τα μπούνια σε μία κατάσταση, η κατάσταση γίνεται σχέση, εξελίσσεται τοξικά, αλλά ερωτεύεται πολύ, θα ακούσετε ιστορίες έρωτα στην γενιά μας, που μέσα είχαν έντονα συναισθήματα, που πραγματικά οι μεγαλύτεροι μπορεί να μην καταλαβαίνουν γιατί μένουμε σε σχέσεις τοξικές και χειριστικές, αλλά με βεβαιότητα σας λέμε πως είμαστε μία γενιά που ή νοιώθει έντονα, ασταμάτητα και πολύ ή δεν νοιώθει καθόλου.
Η έννοια του έρωτα σήμερα σε μας είναι περίπλοκη, εμπεριέχει χιλιάδες αρνητικά συναισθήματα, λακκούβες, τραύματα που κουβαλάμε από άλλους που πολλές φορές υψώνουν τις άμυνες μας και πολύ λιγότερα θετικά. Έτσι μάθαμε, συνηθίσαμε να φοβόμαστε να φλερτάρουμε και να ερωτευόμαστε. Και επειδή απελπιστήκαμε, στραφήκαμε στις εφαρμογές. Σαν πείραμα, κάναμε tinder, τόσο εύκολη η χρήση του, βλέπεις φωτογραφίες, διαβάζεις τα ενδιαφέροντα του άλλου, απορρίπτεις ή κάνεις match. Σου στέλνει μήνυμα για να σε φλερτάρει και πολλές φορές είναι πραγματικά ρηχό, του στιλ “Οριακά 90s girl”, “Πολύ νορμάλ φαίνεσαι για εδώ μέσα”, “Είσαι πιο χοτ κι απ’ την θερμοκρασία στην πρώτη σου φωτογραφία”, “Λείπει η Κλεοπάτρα από την Αίγυπτο και πήγες να την αντικαταστήσεις”, “Το tinder μου έβγαλε να σε ρωτήσω για τον έρωτα” και πολλά-πολλά άλλα. Κάπως έτσι δεν μπήκαμε καν στην διαδικασία να γνωρίσουμε κάποιον από αυτούς, γιατί αισθανθήκαμε πως δεν θα υπάρξει καμία επικοινωνία και γιατί πλέον ο χρόνος μας είναι περιορισμένος ελάχιστος, θέλουμε τόσο πολύ να ερωτευτούμε έξω, στα bar, στον δρόμο στο λεωφορείο, που οτιδήποτε άλλο μας φαίνεται αδιάφορο, οπότε ανταλλάσσουμε μερικά μηνύματα και αν περνάνε μέρες και τ@ άλλ δεν μας κάνει την πρόταση να βρεθούμε, βαριόμαστε, ξενερώνουμε το αφήνουμε.
Ναι ερωτευόμαστε και ερωτευόμαστε πολύ, όταν μπούμε σε σχέσεις αλλά αυτό θα είναι μία στις εκατό φορές, μετά απλά θα κάνουμε σεξ και συναίσθημα δεν θα υπάρχει. Στον αέρα στις παρέες μας θα πιάσεις, το “μου λείπει να είμαι ερωτευμέν@” αλλά θα μείνουμε στην έλλειψη, δεν θα πάμε στην δράση, γιατί η δράση θα φέρει αντίδραση και στην πραγματικότητα ή θα φοβηθούμε ή δεν θα είμαστε σε φάση να ανταπεξέλθουμε. Έρωτας στα χρόνια μας είναι ο βυθός, βυθιζόμαστε και δεν βλέπουμε τίποτα αν μπορούμε να τον αποφύγουμε θα τον αποφύγουμε. Και από την άλλη αν βρούμε έναν άνθρωπο που θα μας φλερτάρει σωστά θα μας κομπλάρει και μπορεί να μην αντέξουμε να τον διαχειριστούμε.