Βόλτα περιήγησης: Η Θεσσαλονίκη με τα μάτια μιας ξένης
Μια ιστορία για τη Θεσσαλονίκη που μπορεί να είναι και αληθινή
Λέξεις: Θεόφιλος Μασμανίδης
Βρισκόμουν στο καλύτερο σημείο της πόλης, στην παραλία, κάτω από τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου από τη μεριά της θάλασσας. Το δεξί μου χέρι προτεταμένο ίσα μπροστά με τον δείκτη να δείχνει τον Όλυμπο με τη χιονισμένη του κορυφή που έλαμπε στον απογευματινό ήλιο. Στα δεξιά μου βρισκόταν η γερμανίδα φίλη μου, «Ούτε» το όνομά της. Είχε βορειοευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, μάλλον αδύνατη, ξανθιά, ελαφρώς μικρόσωμη για γερμανίδα, λίγα χρόνια μικρότερή μου.
Είχα απορροφηθεί τελείως από τη μαγευτική εικόνα της θάλασσας του Θερμαϊκού μπροστά μου και από τον Όλυμπο στο βάθος. Προσπαθούσα να περιγράψω ό,τι έβλεπα δείχνοντας, όταν ένιωσα ένα βάρος πάνω στο προτεταμένο χέρι μου. Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω το χέρι της φίλης μου να προσπαθεί να κατεβάσει το δικό μου. Δεν πρόλαβα να μιλήσω, άλλωστε δεν ήξερα τι να πω. «Δεν δείχνουμε με τον δείκτη του χεριού μας, δεν είναι ευγενικό» είπε γελώντας, με ελαφρώς σαρκαστικό ύφος.
Τώρα θα περπατήσουμε όλο το μήκος της Νέας Παραλίας, μέχρι το Μέγαρο Μουσικής είπα με μουδιασμένη υπερηφάνεια. Είναι το πιο ωραίο κομμάτι της Θεσσαλονίκης, δήλωσα, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν με ποιο τρόπο θα περιγράψω αυτά που πρόκειται να δούμε. Ξεκινάμε, είπα με μια δόση ανακούφισης και η φίλη μου συμφώνησε.
Αφήσαμε τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου και πιάσαμε το πλακόστρωτο της νέας παραλίας με κατεύθυνση ανατολικά. Δεξιά μας μία ευθεία μέχρι το Μέγαρο Μουσικής. Κάπου στο μέσον διακρίναμε τις εγκαταστάσεις του ιστιοπλοϊκού ομίλου, οι οποίες διέκοπταν την ευθεία, σχηματίζοντας μικρή χερσόνησο. Αριστερά μας η βοή των αυτοκινήτων από τη λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου άρχισε να ξεμακραίνει, καθώς διασχίζαμε τα πρώτα εκατό – διακόσια μέτρα. Ένας ποδηλατοδρόμος τέμνει τον πεζόδρομο στη μέση, πάνω στον οποίο πλήθος ανθρώπων ποδηλατεί. Δύο σειρές φουντωτών και σχετικά μικρόσωμων πεύκων σχηματίζουν αλέα που εκτείνεται μέχρι το Μέγαρο. Αριστερά ορθώνεται, κάπως αταίριαστο, το Ξενοδοχείο Μακεδονία Παλλάς.
Είχαμε φτάσει. «Τουλάχιστον έχει ωραίο καφέ για τους περιπατητές» είπε η φίλη μου όλο νόημα. «Ναι, ναι», συμφώνησα, «εδώ μπορούμε να απολαύσουμε τον καφέ μας αγναντεύοντας την θάλασσα».
Προσπεράσαμε χωρίς χρονοτριβή. Στα αριστερά μας, πράσινοι θεματικοί κήποι. Ο κήπος της άμμου, του ίσκιου, των εποχών, της Μεσογείου, των γλυπτών, του ήχου, των ρόδων, της μνήμης, του νερού, της μουσικής. Στο εσωτερικό των κήπων ξεφύτρωναν παιδότοποι, γήπεδα τένις, μπάσκετ, πίστες για τροχοπέδιλα, λίμνες νερού και ένα υπαίθριο θέατρο. Ναι, το περιβάλλον μας εντυπωσίασε και μας ξάφνιασε ευχάριστα.
Φτάσαμε στο Μέγαρο Μουσικής, αρκετά κουρασμένοι από την ποδαράτα. Ωστόσο, συνεχίσαμε κάνοντας το γύρο του Μεγάρου και καταλήξαμε στο τέρμα της Νέας Παραλίας, όπου ήταν και αφετηρία για την επιστροφή μας.
«Ένα ποτήρι φυσικού χυμού είναι ότι πρέπει» πρότεινα. «Ναι, μας χρειάζεται» απάντησε η φίλη μου.
Περάσαμε απέναντι το δρόμο με τις καφετέριες και καταλήξαμε στο JointtheJuice. Μπήκαμε κατευθείαν και στυλώσαμε τα μάτια στον τοίχο πάνω από το μπαρ, όπου ήταν γραμμένοι δεκάδες χυμοί.
Διαλέξαμε με κόπο, περιμέναμε να τους φτιάξουν, τους πήραμε και καθίσαμε έξω σε ένα από τα πολλά άδεια τραπέζια της αυλής. Οι ακτίνες του ήλιου αντικατοπτρίζονταν στη θάλασσα.
«Ζεις σε ένα παράδεισο» δήλωσε η φίλη μου.
«Ναι, είναι πολύ ωραίο το περιβάλλον» συμφώνησα. «Άλλωστε η Ελλάδα όπως ξέρεις είναι η χώρα της κουλτούρας και του πολιτισμού».
«Θα ήθελα να ζω σε μια χώρα του νότου, στο φως και στον ήλιο. Να φύγω από το κρύο και τις βροχές. Να παίρνω το αυτοκίνητο και σε μία ώρα να είμαι στη θάλασσα. Να μπαίνω στο κήπο και να κόβω τα λεμόνια που θα βάλω στη σαλάτα» μολογούσε η φίλη μου.
«Δεν είναι ακριβώς έτσι».
Μετά από λίγο, ένα νεαρό ζευγάρι με τα δύο τους παιδιά και τα πεθερικά του συζύγου κάθισαν στο διπλανό τραπέζι. Αμέσως μάθαμε τα ονόματα των παιδιών, του Κωνσταντίνου και τις Αλεξάνδρας. Έτρεχαν ασυγκράτητα και οι δύο γυναίκες έτρεχαν ξωπίσω τους.
Τρεις νεαροί με τους χυμούς στα χέρια κάθισαν παραδίπλα. Άκουγαν τη δική τους μουσική και συζητούσαν έντονα μιλώντας ο ένας πάνω στον άλλο .
«Καταλαβαίνω τουλάχιστον μια συγκεκριμένη λέξη από αυτές που επαναλαμβάνουν οι νεαροί» δήλωσε η φίλη μου με χαμόγελο.
«Καιρός να επιστρέψουμε» είπα και άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου.
«Να γυρίσουμε με τα πόδια ή προτιμάς το ταξί».
«Προτιμώ τη συγκοινωνία. Θέλω να ζήσω την καθημερινότητα της χώρας. Πού ξέρεις, μπορεί να μου αρέσει και να έρθω να ζήσω εδώ».
«Καιρός να δεις και την άλλη μεριά του φεγγαριού» σκέφτηκα.
Φτάσαμε στη στάση επί της Βασιλίσσης Όλγας. Σε τρία λεπτά φάνηκε το αστικό. Στρίγγλισαν τα φρένα και σταμάτησε μπροστά μας. Ένα τσούρμο άτομα έτρεξαν να πάρουν θέση στις πόρτες. Μάταια. Ένας επιβάτης πετάχτηκες έξω από την μπροστινή πόρτα και το αστικό ξεκίνησε μαρσάροντας.
«Το επόμενο» είπα.
Σε δέκα λεπτά ήρθε το επόμενο, φαινόταν και αυτό γεμάτο. Ένα μεγαλύτερο τσούρμο πήρε θέση στις πόρτες.
«Δεν βλέπω να μπαίνουμε» είπε η Ούτε.
«Μη το λες, όλα γίνονται».
Μπήκαμε τελευταίοι, η μεσαία πόρτα σκάλωσε για λίγο στην πλάτη μου αλλά έκλεισε. Το ταξίδι ξεκίνησε, ενώ εμείς ενημερωθήκαμε για το πώς γίνονται τα γεμιστά στο φούρνο, από την κυρία που μας είχε πλάτη και μίλαγε στο τηλέφωνο. Τις μισές στάσεις τις περάσαμε βολίδα. Μετά κατέβηκαν αρκετοί και ξανασάναμε και στην έβδομη στάση κατεβήκαμε.
«Ναι, ήταν μια εμπειρία, αλλά είχε το ενδιαφέρον της» είπε η φίλη μου.
«Βεβαίως, αν δεν την ζεις καθημερινά» απάντησα.
«Άλλωστε, εγώ πάω στη δουλειά μου με το ποδήλατο» δήλωσε.
«Ναι μόνο που εδώ οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι για τους ποδηλάτες»
«Γιατί»;
«Τί να της πω τώρα! Σκέφτηκα. «Καλά άμα ζήσεις αρκετό καιρό στην πόλη θα το καταλάβεις».
Φτάσαμε στην πόρτα του ξενοδοχείου της.
«Θα έρθω να σε πάρω λίγο μετά τις οκτώ για φαγητό».
«Τι εννοείς μετά τις οκτώ! Δηλαδή τι ώρα».
«Οκτώ και είκοσι».
«Όχι, είναι αργά, μέχρι στις εννέα θα πρέπει να έχω φάει».
«Οκ, οκτώ και πέντε. Auf wiedersehen».
Στην ταβέρνα φτάσαμε πρώτοι, ενώ οι σερβιτόροι ακόμα τακτοποιούσαν τα τραπέζια. Καθίσαμε στην αυλή στη γωνία κάτω από μια ακακία. Αρκετά δένδρα και φρεσκοποτισμένα λουλούδια σκορπούσαν τις μυρωδιές τους στο χώρο. Βρισκόμασταν στην περιοχή της Κάτω Τούμπας όχι μακριά από το κέντρο.
Παραγγείλαμε θαλασσινά, σαλάτες εποχής, αλοιφές και ντόπιο κρασί. Τα εδέσματα ήρθαν σε μικρά πιάτα και γέμισαν το τραπέζι.
«Πώς θα τα μοιράσουμε τώρα;» είπε η φίλη μου.
«Δεν θα τα μοιράσουμε, θα τρώει ο καθένας από όπου θέλει».
Τα φαγητά ήταν πολύ νόστιμα και η φίλη μου έδειχνε ενθουσιασμένη με την εμπειρία του κοινού δείπνου. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν και άλλοι πελάτες· σχεδόν γέμισε το μαγαζί. Τρεις μουσικοί πήραν θέση σε ένα αυτοσχέδιο πάλκο και οι νότες πλημύρισαν το χώρο. Είχαμε τελειώσει το φαγητό, όταν ήρθαν και οι τελευταίοι πελάτες.
«Μα καλά δεν είναι αργά για βραδινό φαγητό» απόρησε η φίλη μου.
«Ναι, μερικοί άνθρωποι συνηθίζουν να τρώνε αργά το βράδυ, δεν ξέρω όμως αν είναι καλό για το στομάχι τους».
Κόντευε δώδεκα και ζητήσαμε τον λογαριασμό. Φύγαμε πρώτοι και αποφασίσαμε να γυρίσουμε με τα πόδια.
Πήραμε το αριστερό πεζοδρόμιο περπατώντας αργά. Σε λίγο αναγκασθήκαμε να κατέβουμε στο δρόμο, καθώς παρκαρισμένα αυτοκίνητα δεν μας επέτρεπαν να συνεχίσουμε.
«Δεν είναι επικίνδυνα να περπατάμε στο οδόστρωμα;» ρώτησε η φίλη μου.
«Δεν νομίζω, άλλωστε αυτή την ώρα έχει ελάχιστη κίνηση».
Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου και μία μηχανή εντούρο με βγαλμένη την εξάτμιση και ισορροπώντας στη μία ρόδα πέρασε δίπλα μας κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο.
Αυτό ήταν. Η φίλη μου αρνήθηκε να προχωρήσει και καλέσαμε ταξί.
«Αύριο το πρωί, θα πάω με εκδρομικό στη Βεργίνα και την μεθαύριο επιστρέφω στη χώρα μου. Δεν ξέρω αν θα μου άρεσε να μείνω σε αυτή την πόλη».
«Όταν επιστρέψεις στη χώρα σου θα έχεις όλο το χρόνο να το σκεφθείς. Θα μιλήσουμε και αύριο στο τηλέφωνο».
«Ναι, καλό βράδυ».
*Εικόνα: Γιάννης Τριανταφυλλόπουλος