Ξέρω πώς ακούγεται η πόλη από το μπαλκόνι σου!

Οι αστικοί ψίθυροι της Θεσσαλονίκης

Μυρτώ Τούλα
ξέρω-πώς-ακούγεται-η-πόλη-από-το-μπαλκό-1299849
Μυρτώ Τούλα

Μένω στο κέντρο, σε μία γειτονιά που στο κέντρο της κρατά σφιχτά την αρχαία ιστορία της πόλης, στα στενά της μικρά μπαράκια μαζεύουν παρέες με βαθυστόχαστες συναισθηματικές και κοινωνικές συζητήσεις μέχρι πρωίας, στους φούρνους, μυρίζει το φρέσκο ζυμάρι, στα συνοικιακά μπακάλικα στις 7 το πρωί έρχονται τα φρέσκα φρούτα, στο μεταξύ από νωρίς το πρωί έως το βράδυ, οι κόρνες και οι καυγάδες από τους οδηγούς σκεπάζουν τους αστικούς ήχους.

Κάθε μέρα από το μπαλκόνι, κλέβουμε και τα μυστικά κάποιου άλλου, κάτω από τα κίτρινα φώτα, τις παλιές πολυκατοικίες του ’60, οι ψίθυροι της πόλης της δίνουν κάθε μέρα άλλο χρώμα, άλλη ταυτότητα, την γεμίζουν οξυγόνο και την ανασταίνουν.

Σε κάθε γειτονιά τα soundrack της Θεσσαλονίκης είναι διαφορετικά, μία παρέα βλέπει ταινία στο μπαλκόνι, άλλοι παίζουν μπιρίμπα, άλλοι αράζουν στα πεζοδρόμια με μπίρα στο χέρι, ένα ζευγάρι μαλώνει κάθε μέρα, μία μαμά φωνάζει το παιδί της για φαγητό ή γιατί δεν διάβασε τα μαθήματα του, ένας οδηγός κορνάρει λυσσαλέα σε έναν περαστικό που πέρασε με κόκκινο, στα ανατολικά προάστια, ησυχία, τα δέντρα χορεύουν στον ρυθμό του αέρα, στις γειτονιές του περιφερειακού, ο ήχος των αυτοκινήτων που αγγίζουν το 120 σκεπάζουν την παραμικρή σπιθαμή της φύσης. Η πόλη και οι ήχοι της όπως την ζουν οι κάτοικοι.

“Γέλια και φωνές από αργά το πρωί, μουσικές απλές λαϊκές, των οποίων η σειρά που έμπαιναν μαρτυρούσε και την πορεία του πιώματος”

Οι λάμπες στα μπαλκόνια των σπιτιών είναι συνήθως πάνω από την μπλακονόπορτα ( ή τις μπαλκόνοπορτες, το σύνηθες) ή ακριβώς στο κέντρο του εξωτερικού τοίχου, μαρτυρώντας την ψυχαναγκαστική φύση της αρχιτεκτονικής, που είναι τόσο άρτια, ώστε τα σχέδιά της να ορίζουν το άρτιο, όπως και το στραβό.

Το άναμμά τους τις περισσότερες φορές συμβαίνει κατά λάθος, ενώ ανοίγουν συνειδητά για να συμβολίσουν την παρουσία επισκεπτών, συνήθως την εποχή που ζεσταίνει ο καιρός και είναι ικανές με το φως τους να κρατήσουν τη διάθεση από αργά το απόγευμα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Μέρες σαν τη σημερινή, τα φώτα του μπαλκονιού ανοίγουν προς τους επισκέπτες για τη διευκόλυνση του τραπεζώματος των καλεσμένων, φυσικά, αλλά και προς διαπίστευση ότι το σπίτι του οικοδεσπότη τα έχει όλα και λειτουργούν στην εντέλεια. Ανάγκη του οικοδεσπότη που μοιάζει περιττή, εφόσον υπάρχει η πρακτικότερη και απαραίτητη ανάγκη για φως στο σκοτάδι. Αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι.

Ο ξεχασμένος αυτός φωτισμός, όμως, επιτελεί τη σπουδαία λειτουργία της εναλλαγής της καθημερινότητας, που διεξάγεται εντός των τοίχων του σπιτιού, στο σαλόνι, με περιοδικές βόλτες προς κάποιο δωμάτιο ή την κουζίνα. Συμβολίζει μια ρήξη που αποτυπώνεται στη διαφορετική ροή της ημέρας ακόμα και πριν την άφιξη των επισκεπτών και το μεγάλο τραπέζι στο μπαλκόνι.

Το ίδιο το τραπέζι δε, με τα μεγάλα μπολ σαλάτας, κάποιο ταψί σουφλέ ή μια γαβάθα ρύζι ή πουρέ για συνοδεία στα ψητά κρέατα στη χτιστή ψησταριά του μπαλκονιού, οι αγορασμένες από το σούπερ μάρκετ εξάδες μπύρες και τα μπουκάλια κρασί, είναι κι αυτά το σπάσιμο της ροής της καθημερινότητας του τετραγώνου όλου, της ζωής της ίδιας.

Οι φιλικές μαζώξεις σε σπίτια είναι από τα πράγματα που όχι απλά σέβομαι, αλλά απολαμβάνω να συμβαίνουν, έτσι γενικά.

Κανείς στη γειτονιά δεν ενοχλήθηκε. Γέλια και φωνές από αργά το πρωί, μουσικές απλές λαϊκές, των οποίων η σειρά που έμπαιναν μαρτυρούσε και την πορεία του πιώματος. Τι λάθος δρόμο έχουν πάρει οι άνθρωποι που ακούν τα τραγούδια που ακούει ο άλλος και προσπαθούν με το κουλτουρόμετρο να κρίνουν τα ακούσματα του άλλου. Βέβαια το λάθος δρόμο παίρνουν οι άνθρωποι που συντρώγοντας και συμπίνοντας (όπως πρέπει να πηγαίνουν μαζί αυτά κατά τον Παπαγιώργη) δεν ακούνε λαϊκά;

Όλοι οι άνθρωποι είναι μυημένοι, χωρίς καμία εξάσκηση, στη τελετουργία του τραπεζιού με φίλους, χωρίς αναλύσεις, φιοριτούρες, αφού έχουν το δικό τους τρόπο, την δική τους συναισθηματική αντλία, όπως και στην προσευχή. Όπως και η τελευταία, τα τραπέζια προέρχονται από την ανάγκη της για κάποιες ώρες αναβολής της πραγματικότητας που τρέχει σε και σαν πείσμα των καιρών. Γι’ αυτό είναι μύηση, γι’ αυτό είναι προσευχή, γιατί ψεύδεται συνειδητά πως τάχα έχει τη δύναμη να αλλάξει τα πάντα. Κι εκείνη την ώρα που συμβαίνει πράγματι το κάνει.

Γι’ αυτό κανείς δεν ενοχλήθηκε σήμερα, γιατί κάποιοι όλη την Κυριακή προσεύχονταν παρέα στο μπαλκόνι τους. Δεν ενοχλήθηκε κανείς, ούτε καν η μητέρα που πριν λίγο βγήκε στο μπαλκόνι να μαζέψει τα απλωμένα ρούχα των παιδιών της για το σχολείο αύριο και ακούστηκαν τα σιδερένια φτερά της απλώστρας να κλείνουν.

*Χρήστος Ωραιόπουλος

“Ο πιο χαρακτηριστικός ήχος ήταν ένα… σφύριγμα – όχι ακριβώς σφύριγμα, πιο πολύ ένας ήχος που έμοιαζε με κουκουβάγια”

Η Καλαμαριά ήταν πάντα η δική μου γειτονιά. Ακόμα κι όταν έφυγα για σπουδές, άλλαξα πόλεις και γειτονιές – πρώτα για το προπτυχιακό, έπειτα για το μεταπτυχιακό – εκείνη δεν έπαψε ποτέ να είναι το «σπίτι» μου. Εκεί γύρισα.

Από παιδί θυμάμαι τους ήχους της, ειδικά τα καλοκαίρια. Όταν τελείωνε η σχολική χρονιά και ξεκινούσαν οι μέρες του παιχνιδιού. Ο πιο χαρακτηριστικός ήχος ήταν ένα… σφύριγμα – όχι ακριβώς σφύριγμα, πιο πολύ ένας ήχος που έμοιαζε με κουκουβάγια. Τον δημιουργούσαμε φυσώντας μέσα στις ενωμένες παλάμες. Ήταν το «σήμα» μας. Μια μορφή επικοινωνίας από το μπαλκόνι κυρίως στον ακάλυπτο, για να βγει ο παιδικός φίλος που είχαμε με τον αδερφό μου έξω και να ξεκινήσει η κουβέντα: τι θα κάνουμε, τι ώρα θα βρεθούμε, πού θα παίξουμε.

Πόσες αποτυχημένες προσπάθειες μέχρι να το καταφέρουμε… Κυρίως τις ώρες της κοινής ησυχίας, όπως τις μεσημεριανές ώρες, επικοινωνούσαμε με αυτόν τον τρόπο για να συνεννοηθούμε τι ώρα θα κατέβουμε να παίξουμε ποδόσφαιρο, μπάλα, τζάμι, ακόμα και να εξερευνήσουμε άλλες γειτονιές. Ο ήχος από το φύσημα, ακριβώς τότε που η γειτονιά φαινόταν να κοιμάται, ακουγόταν πιο καθαρά και εύκολα. Αρκούσε το σφύριγμά του από το ανοιχτό παράθυρο για να βγούμε έξω χωρίς δεύτερη σκέψη.

Πολλές φορές, όταν ο αδερφός μου δεν μπορούσε να κάνει τον χαρακτηριστικό μας ήχο – δεν τον πετύχαινε πάντα – σφύριζε με τα δύο του δάχτυλα, τόσο δυνατά και κοφτά, που δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον ακούσει κανείς. Ήταν το πιο δυνατό «σήμα» της γειτονιάς.

Δεν υπήρχε πρόγραμμα ή σταθερή ώρα. Αν άκουγες το σήμα, απαντούσες. Κι αν όχι, απλώς δεν ήσουν διαθέσιμος εκείνη τη στιγμή. Ήταν αυθόρμητο, όπως και τα καλοκαίρια μας τότε.

Τα βράδια, η γειτονιά ζωντάνευε με άλλους ήχους. Συζητήσεις από τα μπαλκόνια, φωνές, γέλια μεγαλύτερων παιδιών. Μπορεί να μην καταλαβαίναμε τι έλεγαν, αλλά κάτι στην ενέργεια και στο κλίμα μάς κρατούσε ξάγρυπνους να ακούμε. Ίσως να μιλούσαν για το σχολείο τους, για φίλους, για πράγματα της ηλικίας τους. Εμείς απλώς ακούγαμε – και γελούσαμε μαζί τους χωρίς να ξέρουμε γιατί.

Η γειτονιά ήταν ήσυχη. Δεν περνούσαν πολλά αυτοκίνητα – ο δρόμος δεν ήταν κεντρικός. Ο ήχος της πόλης τότε ήταν ο ήχος μιας εποχής πιο ζωντανής. Ήχοι γνώριμοι, καθημερινοί, γεμάτοι ιστορίες.

Σήμερα, όταν βγαίνω στο μπαλκόνι, ακούω άλλους ήχους — κυρίως την αυξημένη κίνηση των αυτοκινήτων, αφού ο δρόμος μας έχει γίνει πια κεντρικός δρόμος καθόδου. Οι φωνές των ανθρώπων είναι λιγότερες, σαν να μην ξέρουν ο ένας τον άλλον. Κάτι έχει αλλάξει στον αέρα γύρω μας.

Ίσως φταίει ο νέος τρόπος επικοινωνίας – τα μηνύματα στο κινητό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ίσως φταίει ότι πια δεν υπάρχει αυτή η ανάγκη που είχαμε τότε, να παίξουμε με τα παιδιά της γειτονιάς μας, να συναντηθούμε και να μοιραστούμε τον ίδιο χώρο.

Όταν επικρατεί ησυχία και φυσάει λίγο, νομίζω πως κάπου μακριά ακούγεται ακόμα εκείνος ο γνώριμος ήχος. Και τότε θυμάμαι όλα μας τα καλοκαίρια.

*Xρήστος Κουρτίδης

“Τρυπάνια, φασαρίες και φωνές το Bit Bazaar προσπαθεί να διατηρήσει την υστεροφημία του μέσα στον χρόνο”

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα