Τί ισχύει για το κόμμα Κασιδιάρη;
Στη περίπτωση μας δεν έχουμε απλά χρήση βίας, έχουμε καταδίκη για εγκληματική οργάνωση!
Λέξεις: Αναστάσιος Παυλόπουλος
Η ισχύουσα νομοθεσία διακρίνει μεταξύ, αφενός, της ύπαρξης και λειτουργίας ενός πολιτικού κόμματος και αφετέρου, της δυνατότητας του να συμμετάσχει στις εκλογές ( =δικαίωμα κατάρτισης συνδυασμού).
Το τελευταίο ‒μόνο‒ δικαίωμα δεν το διαθέτει το κόμμα εκείνο, του οποίου ο αρχηγός έχει καταδικαστεί, έστω και πρωτοδίκως, για διεύθυνση-συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση.
Τι θα γίνει, όμως, αν το κόμμα (όχι απλά ο συνδυασμός) αλλάξει αρχηγό; (δηλ. προς παράκαμψη του ως άνω κωλύματος, επιχειρήσει τη «ντρίπλα» να τοποθετηθεί ως πρόεδρος ένα άλλο πρόσωπο, μη καταδικασθέν για εγκληματική οργάνωση;).
Για την περίπτωση αυτή, η ισχύουσα νομοθεσία δεν εγείρει «αντιστάσεις». Αν ο καταδικασθείς αρχηγός παραχωρήσει τη θέση του σε μη καταδικασθέν πρόσωπο, τότε ο συνδυασμός του κόμματος μπορεί να συμμετάσχει κανονικά στις εκλογές.
Αυτό ακριβώς είναι το κενό, το οποίο επιχειρεί να καλύψει η Κυβέρνηση με τη διαφαινόμενη νομοθετική πρωτοβουλία της⸱ οπότε και ανακύπτει το ερώτημα: Είναι συνταγματικά επιτρεπτή η απαγόρευση συμμετοχής ενός κόμματος στις εκλογές, ακόμα και αν ο αρχηγός του δεν είναι καταδικασμένος για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης; Για πολλούς, η απάντηση είναι αρνητική (δεν επιτρέπεται, λένε, κάτι τέτοιο, ελλείψει ρητής συνταγματικής βάσης για δυνατότητα απαγόρευσης κόμματος).
ΟΜΩΣ, η στέρηση του δικαιώματος συμμετοχής σε εκλογές είναι ποιοτικά ηπιότερος περιορισμός σε σχέση με τη διάλυση ενός κόμματος. Αν, λοιπόν, είναι για έναν λόγο επιτρεπτή η απαγόρευση του πολιτικού κόμματος, κατά μείζονα λόγο (argumentum a majore ad minus) θα είναι επιτρεπτή, η ηπιότερη εκδοχή της απαγόρευσης συμμετοχής στις εκλογές.
Και, πράγματι, κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται, από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το οποίο παγίως κρίνει ότι μπορεί να απαγορευτεί «ένα πολιτικό κόμμα του οποίου οι 𝛈𝛄έ𝛕𝛆ς 𝛖𝛑𝛐𝛋𝛊𝛎𝛐ύ𝛎 𝛔𝛕𝛈 𝛃ί𝛂» και ότι «το περιεχόμενο του προγράμματος ενός κόμματος πρέπει να συγκριθεί με τις 𝛑𝛒ά𝛏𝛆𝛊ς των ηγετών του κόμματος και τις θέσεις που υπερασπίζονται» και εν τέλει, ότι η απαγόρευση είναι επιτρεπτή, «εάν οι 𝛑𝛒ά𝛏𝛆𝛊ς 𝛋𝛂𝛊 𝛐𝛊 𝛐𝛍𝛊𝛌ί𝛆ς 𝛕𝛚𝛎 𝛈𝛄𝛆𝛕ώ𝛎 𝛋𝛂𝛊 𝛕𝛚𝛎 𝛍𝛆𝛌ώ𝛎 του εν λόγω πολιτικού κόμματος καταλογίζονταν στο κόμμα ως σύνολο» (Refah Partisi case).
Όπως, μάλιστα, έχει δεχτεί το BVerfG (γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο), στην περίφημη απόφαση, του 2017, «οι δραστηριότητες των οργάνων ενός πολιτικού κόμματος, συγκεκριμένα της εκτελεστικής επιτροπής του κόμματος και των κορυφαίων λειτουργών του, μπορούν γενικά να αποδοθούν στο πολιτικό κόμμα».
Και περαιτέρω: «Η 𝛘𝛒ή𝛔𝛈 𝛃ί𝛂ς αποτελεί από μόνη της μια βαρύνουσα ένδειξη που δικαιολογεί την υπόθεση ότι η δράση κατά των αγαθών που προστατεύονται από το άρθρο 21 παράγραφος 2 GG είναι επιτυχής. Το ίδιο ισχύει και αν ένα πολιτικό κόμμα δημιουργεί, σε περιφερειακά περιορισμένες περιοχές, “𝛂𝛕𝛍ό𝛔𝛗𝛂𝛊𝛒𝛂 𝛗ό𝛃𝛐𝛖”, η οποία ενδέχεται να υπονομεύσει μακροπρόθεσμα την ελεύθερη και ισότιμη συμμετοχή όλων στη διαδικασία διαμόρφωσης της πολιτικής βούλησης».
«Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;». Στη περίπτωση μας δεν έχουμε απλά χρήση βίας, έχουμε καταδίκη για εγκληματική οργάνωση! Μ’ έναν λόγο, νομοθετική διάταξη που θα επιτρέπει την απαγόρευση συμμετοχής πολιτικού κόμματος σε εκλογές, επειδή αποδίδονται στο κόμμα συνολικά 𝛑𝛒ά𝛏𝛆𝛊ς ηγετικών (νυν ή μέχρι πρότινος) στελεχών, 𝛔𝛖𝛍𝛍𝛆𝛕𝛐𝛘ής 𝛔𝛆 𝛆𝛄𝛋𝛌𝛈𝛍𝛂𝛕𝛊𝛋ή 𝛐𝛒𝛄ά𝛎𝛚𝛔𝛈, θα είναι, κατά τα ανωτέρω, σύμφωνη με το Σύνταγμα.
* Ο Αναστάσιος Παυλοπουλος είναι Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής
Σχετικά Αρθρα