Και μετά την πυρκαγιά, τι;
Οι επιπτώσεις της επόμενης ημέρας και πώς μπορούμε να συμβάλουμε - Η WWF απαντά.
Αυτή την στιγμή η Ελλάδα βιώνει μια από τις μεγαλύτερες περιβαλλοντικές καταστροφές των τελευταίων δεκαετιών. Μετράμε πλέον πάνω από εβδομάδα απ΄ όταν ξεκίνησαν οι πυρκαγιές και όλο αυτό φαίνεται να μην έχει τέλος.
Και όσο οι φωτιές συνεχίζονται, τόσο οι επιπτώσεις πολλαπλασιάζονται. Επιπτώσεις στους οικοτόπους, την χλωρίδα, την πανίδα, τον ίδιο τον άνθρωπο, που μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση ενδεχομένως να μην συνειδητοποιούμε καν. Παρακάτω θα δούμε μια μια τις επιπτώσεις, με βαση την μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε το 2007 στην Πάρνηθα.
Επίδραση της πυρκαγιάς στους οικότοπους
Σύμφωνα με στοιχεία της WWF, οι επιπτώσεις της δασικής πυρκαγιάς στην πανίδα και χλωρίδα μιας περιοχής διακρίνονται σε άμεσες και έμμεσες. Οι άμεσες γίνονται αμέσως διακριτές καθώς η βλάστηση αφανίζεται, ενώ η πανίδα, ανάλογα με τις ικανότητες του κάθε είδους, είτε αφανίζεται είτε επιλέγει τον δρόμο της προσφυγιάς. Αντίθετα χρειάζονται πολλά χρόνια, για να αντιληφθούμε τις έμμεσες επιπτώσεις.
Ας πάρουμε σαν παράδειγμα τις επιπτώσεις της πυρκαγιάς στην Πάρνηθα, του πιο σημαντικού πνεύμονα πράσινου της Αττικής, όπου το 2007 κάηκαν περίπου 50.000 στρέμματα, προκαλώντας τεράστια ζημιά στην χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής.
Η απώλεια της χλωρίδας, αφού κάηκαν τα 2/3 του ελατοδάσους αλλά και μικτά δάση με φυλλοβόλα και κωνοφόρα δέντρα, ήταν πολύ σημαντική και αυτό γιατί η βλάστηση είχε φτάσει σε ένα πολύ καλό σημείο ανάπτυξης και μετά από την πυρκαγιά επέστρεψε σε αρχικό στάδιο. Συγκεκριμένα, το ενδημικό είδος Κεφαλληνιακής ελάτης(Abies cephalonica), χρειάζεται δεκαετίες για να ξαναγίνει όπως ήταν στην περιοχή, ενώ τα βαρύσπορα έλατα, εάν δεν παρέμβει ο άνθρωπος, θα χρειαστούν αιώνες για να αποικίσουν ξανά στις τεράστιες εκτάσεις που κάλυπταν τότε. Αυτό γιατί οι σπόροι μπορούν να μεταφερθούν μόνο λίγες δεκάδες μέτρα από τα δέντρα που γλίτωσαν.
Φυσικά μέσα σε όλη αυτή την καταστροφή δεν μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστα και τα ζώα, η πανίδα της περιοχής.
- Τα πουλιά, είναι ίσως από τα πιο τυχερά είδη καθώς έχουν την ικανότητα να πετάνε και συνεπώς να απομακρύνονται από την φωτιά. Τι συμβαίνει όμως με τις φωλιές τους, τα αβγά και τους νεοσσούς τους; Η πυρκαγιά της Πάρνηθας δεν διακρίθηκε µόνο για την τεράστια έκταση και έντασή της αλλά και για την ευαίσθητη περίοδο εµφάνισής της. Μόλις στην αρχή του καλοκαιριού, όταν πολλά πουλιά έκλειναν τον κύκλο της αναπαραγωγικής τους διαδικασίας. Μάλιστα την εποχή εκείνη δεν είχε ολοκληρωθεί η ανάπτυξη των νεοσσών πολλών αρπακτικών πουλιών, όπως των Φιδαετών, των Αιγοθήλιδων, που βρίσκονταν στο δυτικό τμήμα της Πάρνηθας και το κάλεσμά τους αντηχούσε τα βράδια με 9 ασύλληπτους ρυθμούς, των Γερακίνων και των Ξεφτεριών και των νυχτόβιων αρπακτικών πουλιών Χουχουριστής και Γκιώνης που φώλιαζαν στα δάση που κάηκαν. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι νεοσσοί των Φιδαετών δεν μπόρεσαν να απομακρυνθούν, ενώ στις καμένες εκτάσεις βρέθηκαν απανθρακωμένοι νεοσσοί Χουχουριστών. Αλλά και τα δασόβια πουλιά που κατάφεραν να πετάξουν μακριά, όπως οι ελατοπαπδίστες, Κοκκινολαίμηδες, τρυποφράκτες, δενδροβάτες, σπίνοι, θα πρέπει να δώσουν μάχη στις νέες επικράτειες, που αν υπάρχουν, είναι κατειλημμένες από άλλα δασικά πουλιά.
- Στην Πάρνηθα είχαν εντοπιστεί πάνω από 40 διαφορετικά είδη θηλαστικών, όπως σκαντζόχοιροι, αλεπούδες, πετροκούναβα, λαγοί, πολλά από τα οποία βρέθηκαν απανθρακωμένα στις καμμένες εκτάσεις.
- Ειδική κατηγορία της πανίδας στην Πάρνηθα ήταν αναμφίβολα ο ακμαίος πληθυσμός του κόκκινου ελαφιού Cervus elaphus . Μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο πληθυσμός τους είχε υπολογιστεί σε 100-120 άτομα τουλάχιστον, ενώ οι τελευταίες εκτιμήσεις έδειχναν φανερή τάση αύξησης του πληθυσμού που ίσως ξεπερνούσε τα 400 άτομα. Την εποχή που ξέσπασε η πυρκαγιά( 21-22 Ιουνίου)ς είχαν καταγράφει από εθελοντές του WWF Ελάς περισσότερα από 80 ελάφια σε ένα μικρό τμήμα του βουνού, είχε ήδη φανεί ότι τα περισσότερα ελάφια είχαν από νωρίς εγκαταλείψει τα χαμηλότερα σημεία για να παραθερίσουν στα υψηλότερα, πιο δροσερά σημεία. Αυτά δηλαδή που κάηκαν με την πυρκαγιά. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ελάφια γεννούν στα τέλη Μαΐου-αρχές Ιουνίου. Αυτή την περίοδο οι ελαφίνες δεν απομακρύνονται πολύ από τις εστίες τους, προκειμένου να βρίσκονται κοντά στα νεογνά τους. Δυστυχώς αρκετά ελάφια δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν από τις φλόγες, όμως τα περισσότερα κατάφερα να καταφύγουν στις άκαυτες περιοχές. Παρ όλα αυτά, ο θερινός βιότοπός τους περιορίστηκε και ακόμη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι επιπτώσεις θα έχει αυτή η απώλεια στον πληθυσμό τους.
- Τα ζώα που επλήγησαν περισσότερο, όπως είναι φυσικό, ήταν βραδυκίνητα ζώα, όπως οι χελώνες και συγκεκριμένα οι κρασπεδοχελώνες Testudo marginata, σχεδόν αποκλειστικά ελληνικό είδος χερσαίων χελωνών. Αλλά και πλήθος άλλων ερπετών, όπως οι Γουστέρες, τα αβλαβή Σπιτόφιδα μαζί µε άλλα 30 τουλάχιστον διαφορετικά είδη ερπετών φάνηκε αδύνατον να γλιτώσουν από τα τις φλόγες . Ίσως το μόνο ευχάριστο σε αυτή την περίπτωση είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις έχει αποδειχθεί ότι κάποιες σαύρες μπορεί να ευνοηθούν από την απώλεια του δάσους μετά την πυρκαγιά και να αυξήσουν τους πληθυσμούς τους. .
- Φυλλοφάγα και φλοιοφάγα έντομα και άλλα ασπόνδυλα που στήριζαν την αλυσίδα της ζωής του δάσους της Πάρνηθας απανθρακώθηκαν. Η πλειοψηφία της εδαφικής µικρο-, µεσο- και µακροπανίδας ζει στο ανώτερο τμήμα του δασικού τάπητα που κάηκε. Όσα βρίσκονταν βαθύτερα μέσα στο έδαφος ή κάτω από πέτρες ωστόσο θα δώσουν το σύνθημα για το ξεκίνημα μιας νέας ζωής σε ένα περιβάλλον που θα είναι για δεκαετίες πολύ διαφορετικό από αυτό που γνωρίζαμε.
Τώρα όσον αφορά το τι συμβαίνει με την βλάστηση μετά την φωτιά, στοιχεία της WWF δείχνουν ότι η ζωή δε χάνεται και ότι η βλάστηση αν δεν υπάρξει η επέμβαση του ανθρώπου ή κάποιου άλλου δραστικού παράγοντα( πχ αλλαγή κλίματος), θα επανέλθει και μάλιστα σε ένα στάδιο που θα μοιάζει με το προηγούμενο. Το πότε θα επανέλθει ένα ώριμο δασογενές περιβάλλον εξαρτάται από όλους τους παράγοντες που καθορίζουν γενικότερα τη βλάστηση: κλίμα, έδαφος, ανάγλυφο, χλωρίδα( είδη φυτών), άνθρωπος.
Έχει παρατηρηθεί ότι όσο πιο ώριμη και πολύπλοκη ήταν η φυτική διάπλαση που υπήρχε πριν την φωτιά, τόσο πιο αργή θα είναι η επαναφορά της. Αντίθετα περιοχές µε χαμηλή βλάστηση (π.χ. ποολίβαδα, φρυγανότοποι κλπ), μετά τη φωτιά επανέρχεται τόσο γρήγορα η πρότερη κατάσταση ώστε ονμάζουμε την διαδικασία απλά ως «αυτοδιαδοχή». Στα αρχικά στάδια της διαδοχής της βλάστησης επικρατούν, όπως είναι αναμενόμενο, μορφές ποώδους και θαµνώδους βλάστησης που σταδιακά γίνονται πυκνότερες και ψηλότερες.
Γνωρίζοντας τις έμμεσες συνέπειες των πυρκαγιών γενικότερα στην πανίδα και χλωρίδα, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι η ζωή δεν θα χαθεί. Για πολλά χρόνια όμως η σύνθεσή της θα είναι διαφορετική. Εάν μάλιστα δεν φροντίσουμε για την επαναφορά της κατάστασης που λατρεύαμε όλοι µας, αυτό που γνωρίσαμε ίσως να µην το αντικρύσουν ούτε τα δισέγγονά µας. Καμία φάση της φυσικής διαδοχής της βλάστησης δεν θα επαναφέρει αμέσως το ώριμο δασογενές περιβάλλον.
Επιπτώσεις των πυρκαγιών στον άνθρωπο
Οι πρώτες επιπτώσεις των πυρκαγιών που μας έρχονται στο μυαλό και αφορούν τον άνθρωπο, είναι οι απώλειες ανθρώπινων ζωών και απώλειες περιουσιακών στοιχείων( σπίτια, εγκαταστάσεις, χωράφια). Συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του 2007 θρηνήσαμε πάνω από 70 άτομα, ενώ υπολογίζεται ότι 10.000 άτομα επλήγησαν καθώς εκατοντάδες σπίτια, αγροτικές και κτηνοτροφικές εκτάσεις κάηκαν ολοσχερώς. Μόνο στην Ηλεία κάηκαν 45 άνθρωποι, 3.500 έμειναν άστεγοι, ενώ καταστράφηκαν 850.000 στρέμματα δασικών εκτάσεων και 230.000 στρέμματα αγροτικής γης.
Και το πρόβλημα δεν σταματάει εδώ. Οι συνέπειες και επιπτώσεις μιας πυρκαγιάς είναι καταστροφικές και αφορούν τομείς όπως η οικονομία, η ανθρώπινη υγεία αλλά και μελλοντικές καταστροφές που αναπόφευκτα θα υπάρξουν στην ίδια περιοχή. Όταν καίγεται το δάσος είναι επόμενο ότι θα υπάρξει κίνδυνος διάβρωσης του εδάφους, με αποτέλεσμα οι πλημμύρες να γίνονται πιο έντονες. Αυτό συμβαίνει γιατί χάνονται τα δέντρα, τα οποία έχουν την ιδιότητα να συγκρατούν την ορμή του νερού αλλά και να απορροφούν μέρος αυτού. Επίσης, χωρίς τα δέντρα μεγάλη ποσότητα νερού φτάνει στο έδαφος και καταλήγει στις κοίτες των ρεμάτων. Η ανθρώπινη επέμβαση στα ρέματα, που στην ουσία τα έχουν «βουλώσει», έχει σαν αποτέλεσμα να μην μπορούν να αντέξουν μεγάλες ποσότητες νερού και λάσπης, αφού οι κοίτες τους δεν έχουν τόσο μεγάλη χωρητικότητα, να υπερχειλίζουν και να έχουμε τα γνωστά πλημμυρικά φαινόμενα.
Ακόμη ένα πρόβλημα που προκύπτει είναι η πιθανότητα λειψυδρίας. Το έδαφος, σαν ένα τεράστιο σφουγγάρι, έχει τη δυνατότητα να συγκρατεί τεράστιες ποσότητες νερού της βροχής και να το «στραγγίζει» σιγά-σιγά στα ποτάμια και στις πηγές. Εάν χαθεί το πολύτιμο έδαφος αυξάνεται η πιθανότητα λειψυδρίας.
Όσον αφορά την ανθρώπινη υγεία το πρόβλημα ακούει στο όνομα αύξηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και αύξηση της θερμοκρασίας. Το δάσος έχει την ιδιότητα να απορροφά ρύπους όπως το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και να µας δίνει οξυγόνο. Επίσης τα αναρίθμητα φύλλα συγκρατούν αιωρούμενα σωματίδια. Για την περίπτωση της Αττικής, μετά την πυρκαγιά στην Πάρνηθα προβλεπόταν αύξηση των ρύπων κατά 15-20%, πράγμα που σημαίνει ότι θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο η ανθρώπινη υγεία. Επιπλέον, τα δέντρα σκιάζουν το έδαφος και το κρατούν δροσερό όπως επίσης και τον χώρο πάνω από αυτό. Το γυμνό, καµµένο, έδαφος θα «τηγανίζεται» όλο το καλοκαίρι και γι ‘ αυτό προβλέπεται να έχουμε και αύξηση της θερμοκρασίας µε αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα να γίνει πιο αποπνικτική.
Τομείς που επηρεάζονται άμεσα από την πυρκαγιά είναι η κτηνοτροφία, η υλοτομία και γενικότερα το εμπόριο ξυλείας, αλλά ακόμη και η γεωργία. Βέβαια οι επιπτώσεις στην οικονομία είναι ακόμη πιο μεγάλες αν σκεφτούμε ότι το δάσος λειτουργεί σαν φυσικό κλιματιστικό. Τα στοιχεία που βρίσκει κανείς από το διαδίκτυο αναφέρουν ότι ένα δέντρο είναι 100% εκμεταλλεύσιμο (κυρίως για το ξύλο του και τα παράγωγα του). Σύμφωνα µε τον καθηγητή Μ. Ντας του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια η μέση αξία ενός δέντρου που ζει περίπου 50 χρόνια είναι περίπου 135.000 ευρώ. Αναλυτικότερα, ένα δέντρο ύψους 15 µέτρων αποθηκεύει περίπου 1.500 κιλά άνθρακα σε διάφορες μορφές και απορροφά 124 γραμμάρια διοξειδίου του θείου κάθε χρόνο. Αντίστοιχα, αν προσπαθήσει κανείς να κάνει την ίδια απορρύπανση µε τεχνικά μέσα, θα ξόδευε 4 ευρώ το χρόνο. Παίρνοντας σαν παράδειγμα τα 30.000 στρέμματα που κάηκαν στην Πάρνηθα, υπολογίζεται ότι χάθηκαν σχεδόν 3.750.000 δέντρα. Αυτό σημαίνει ότι για να διατηρήσει η Αττική το ίδιο περίπου επίπεδο ρύπανσης θα χρειαστεί να ξοδευτούν μέσα σε έναν χρόνο 15 εκατ. ευρώ σε απορρυπαντικές διαδικασίες.
Χρήσιμες συμβουλές για μετά την πυρκαγιά
- Ο κίνδυνος για αναζωπύρωση είναι πολύμεγάλος γι’ αυτό προσπαθούμε να είμαστε σε επιφυλακή και σε περίπτωση που εντοπίσουμε κάποια εστία, ειδοποιούμε άμεσα την πυροσβεστική.
- Ψάχνουμε να βρούμε αν υπάρχουν στην περιοχή µας ομάδες πυροφύλαξης και συμβάλλουμε κι εμείς στις οργανωμένες επιτηρήσεις. . Η πυροφύλαξη πρέπει να γίνεται μαζί µε άτομα έμπειρα, που γνωρίζουν την περιοχή και µπορούν να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε επείγουσα κατάσταση. Είναι προτιμότερο εάν δεν γνωρίζουμε, να µην επιχειρήσουμε να βοηθήσουμε στην πυροφύλαξη ή κατάσβεση της πυρκαγιάς γιατί το πιθανότερο είναι να δημιουργήσουμε σύγχυση και να δυσκολέψουμε το έργο των αρμόδιων αρχών.
- Δίνουμε χρόνο στη φύση να αναρρώσει. Εξάλλου στις περισσότερες περιπτώσεις, το δάσος έχει τη δυνατότητα να αναγεννηθεί φυσικά. Είναι σημαντικό να μην λειτουργούμε ατομικά και να βοηθήσουμε στις αναδασώσεις µόνο όταν αυτές καθοριστούν από τις αντίστοιχες υπηρεσίες (∆ασαρχείο, ∆/νση Αναδασώσεων, Φορέας ∆ιαχείρισης κ.α.) Οι ανεξέλεγκτες δενδροφυτεύσεις µπορεί να δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από όσα θα προσπαθήσουν να επιλύσουν.
- Σε περίπτωση που συναντήσουμε ζώα που βρίσκονται σε κατάσταση σοκ και χρειάζονται βοήθεια, επικοινωνούμε αντιστοίχως µε τις υπηρεσίες που έχουν αναλάβει τη διαχείριση της περιοχής ή µε οργανώσεις (π.χ. WWF) που έχουν την υποδομή και τη γνώση να µας συμβουλέψουνε στο τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε.
Το κείμενο έχει γραφτεί σύμφωνα με στοιχεία της WWF