Μια ανθρωπιστική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη
Φυσικές καταστροφές, υψηλές θερμοκρασίες, καταστροφή καλλιεργειών είναι κάποιες από τις συνέπειες επιδείνωσης της πείνας, της μετανάστευσης και της φτώχειας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που πληθυσμοί οι οποίοι αδυνατούν να επιβιώσουν στους τόπους καταγωγής τους μετακινούνται μαζικά. Η μνήμη του μεγάλου λιμού (1845-1852) στην Ιρλανδία και η μετανάστευση περίπου ενός εκατομμυρίου ακόμη βαραίνουν στη συλλογική μνήμη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Το 2023 είναι η κλιματική κρίση που κάνει ολόκληρες περιοχές του πλανήτη αβίωτες. Προειδοποιήσεις υπήρχαν από καιρό.
Οπως υπογραμμίζει στα «ΝΕΑ» η διεθνολόγος, καθηγήτρια Διεθνών Θεσμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος της έδρας UNESCO για την Κλιματική Διπλωματία Εμμανουέλα Δούση, «η Διακυβερνητική Επιτροπή για το Κλίμα προειδοποίησε ήδη με την πρώτη της έκθεση, που δημοσιεύθηκε το 1990, ότι η κλιματική αλλαγή θα είχε επιπτώσεις στη μετανάστευση». Και επαληθεύτηκε.
Η Σέριλ Νόβακ, επιστημονική συνεργάτις του ΕΛΙΑΜΕΠ για τη Βιωσιμότητα και τη Μετανάστευση, υπογραμμίζει πως, σύμφωνα με την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, τα «hotspots» είναι περιοχές όπου οι άνθρωποι δεν διαθέτουν τους πόρους για να προσαρμοστούν στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής: «Γεωγραφικά μιλάμε για περιοχές όπου οι επιπτώσεις είναι συγκριτικά ταχύτερες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα εμφανίζονται συχνότερα και υπάρχουν αδύναμα κυβερνητικά συστήματα.
To Κέντρο Παρακολούθησης Εσωτερικών Μετατοπίσεων (IDMC) του Νορβηγικού Συμβουλίου Προσφύγων, που καταγράφει συστηματικά τις μετακινήσεις πληθυσμών εντός της χώρας, θέτει εντός της πεντάδας των περιοχών με τη μεγαλύτερη μεταναστευτική ροή λόγω του κλίματος το Πακιστάν, τις Φιλιππίνες, την Κίνα, την Ινδία και τη Νιγηρία.
Ωστόσο, οι μελέτες που αφορούν τις μεταναστευτικές ροές από Ευρώπη και Μέση Ανατολή είναι ελάχιστες και δεν μπορούν με αξιόπιστο τρόπο να αποτυπώσουν έναν «γεωγραφικό μεταναστευτικό χάρτη»». Aλλωστε, όπως εξηγεί η ίδια, μιλάμε για πληθυσμούς ευάλωτους που «δεν διαθέτουν καν απαραίτητα κεφάλαια για να μεταναστεύσουν και συχνά ζουν ή προέρχονται από αποτυχημένα κράτη. Συνεπώς, δεν έχουν την ικανότητα να στηρίξουν τους δικούς τους ανθρώπους».
Παράλληλα, για την Εμμανουέλα Δούση η κλιματική αλλαγή είναι η μεγαλύτερη απειλή ασφάλειας της εποχής μας, ενώ ως προς το πλήθος των κλιματικών μεταναστών επισημαίνει ότι δεν υπάρχουν αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης για τον ακριβή αριθμό τους.
«Οι περισσότερες μελέτες περιλαμβάνουν εκτιμήσεις και προβλέψεις για τις μεταναστευτικές ροές που θα προκληθούν στο μέλλον. Οι αποκλίσεις είναι τεράστιες και κυμαίνονται από 25 εκατομμύρια μετακινούμενων προσώπων, στο πιο συντηρητικό σενάριο, έως 200 εκατομμύρια, στο πιο ακραίο», εξηγεί.
Οδηγός οι εμπειρίες άλλων χωρών
Τι συμβαίνει, όμως, στη χώρα μας όπου η κλιματική αλλαγή και οι επιπτώσεις της είναι ήδη εμφανείς; «Στα έντονα καιρικά φαινόμενα, όπως αυτά που χτύπησαν τη Θεσσαλία, είναι δύσκολο να προβλέψουμε πώς θα αντιδράσουν οι Ελληνες. Αλλά αν οι εμπειρίες άλλων χωρών μπορούν να αποτελέσουν οδηγό, οι εσωτερικές μετακινήσεις είναι συνήθως προσωρινές, καθώς παραδοσιακά οι άνθρωποι θέλουν να επιστρέφουν στα σπίτια τους», λέει η διεθνολόγος του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ως προς το οικονομικό κόστος, σύμφωνα με την επικαιροποιημένη έρευνα της Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) για την Τράπεζα της Ελλάδος, το ετήσιο κόστος από την κλιματική αλλαγή μπορεί να φτάσει τα 8,5 δισ. ευρώ ετησίως. Η μελέτη δείχνει ότι το συνολικό κόστος μπορεί να φτάσει τα 701 δισ. ευρώ έως το 2100. Δηλαδή, το ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να μειώνεται κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100. Για τον λόγο αυτό, οι ειδικοί τονίζουν την ανάγκη ανάπτυξης μηχανισμών πρόληψης και προσαρμογής. «Χρειάζεται ανάπτυξη πολιτικών πρόληψης, όπως η χαρτογράφηση των σημείων τρωτότητας, η ανάπτυξη συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της προετοιμασίας στην αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, καθώς και προληπτικών μηχανισμών για τη διευκόλυνση της εθελοντικής μετανάστευσης από περιοχές υψηλής επικινδυνότητας», υπογραμμίζει η Εμμανουέλα Δούση.
«Νιώθω πρόσφυγας στην ίδια μου τη χώρα»
O Γιώργος Μπλουκίδης, από τη Λίμνη Ευβοίας, διατηρούσε από το 1998 μία οικογενειακή ξενοδοχειακή μονάδα. Οι πυρκαγιές του 2021 κατέστρεψαν μεγάλο τμήμα της. Λαμβάνοντας μία ελάχιστη αποζημίωση που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματική ζημιά και μην μπορώντας να ανταποκριθεί στα διαρκή έξοδα που συνέχισαν να τρέχουν, αποφάσισε να κλείσει τη μονάδα και να εγκαταλείψει την Εύβοια.
Ηδη η υπόλοιπη οικογένειά του έχει εγκατασταθεί στον νέο τόπο κατοικίας τους.
«Μετά την καταστροφή έχασα εργασία, εισόδημα και περιουσία. Αντί να προστατευτώ από εκείνους που είχαν χρέος να με προστατεύσουν και να με αποζημιώσουν, με κυνηγούν τα funds, οι τράπεζες, το Δημόσιο, η ΔΕΗ. Οδηγείσαι σε αδιέξοδο όταν την επόμενη ημέρα δεν σου παρέχονται όλες εκείνες οι ασφαλιστικές δικλίδες για να μπορέσεις να συνεχίσεις. Η δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκομαι έχει ξεκινήσει όχι μόνο από τη φυσική καταστροφή, αλλά και από τη φυσική αδιαφορία που επέδειξε το κράτος και την περιφρόνηση όλων των αρμοδίων, δήμου, περιφέρειας και κεντρικής διοίκησης», περιγράφει και εξηγεί τη δύσκολη απόφασή του να εγκαταλείψει την Εύβοια:
«Νιώθω ότι εκδιώχθηκα. Δεν φεύγω γιατί επιθυμώ να φύγω, φεύγω γιατί δεν μπορώ να μείνω πλέον εδώ. Δεν έχω σύνδεση με τον τόπο, νιώθω πρόσφυγας στην ίδια μου τη χώρα».
Τέλος, αναφερόμενος στους πλημμυροπαθείς της Θεσσαλίας, εκφράζει τον φόβο πως μόλις σβήσουν τα φώτα θα αφεθούν στη μοίρα τους.
Πηγή: ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΑ ΝΕΑ