Πώς η εισβολή μωβ λουλουδιών έκανε την Ισλανδία ινσταγκραμικό παράδεισο, αλλά προκάλεσε κρίση βιοποικιλότητας
Το Nutka Lupins εισήχθη την δεκαετία του 1940, για να αποκαταστήσει το κατεστραμμένο χώμα, απειλώντας τα ενδημικά είδη.
Μόνο όταν τεράστιες περιοχές της Ισλανδίας άρχισαν να γίνονται μωβ, οι αρχές άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι είχε γίνει κάποιο λάθος. Αλλά τότε, ήταν πολύ αργά.
Το Nutka Lupins, ενδημικό λουλούδι της Αλάσκας, είχε καλύψει τις πλευρές των φιόρδ, είχε στείλει βλαστούς πάνω από κορυφές βουνών και είχε καλύψει πεδία λάβας, λιβάδια και προστατευόμενες περιοχές.
Από όταν έφτασε την δεκαετία του 1940, έχει γίνει κατά λάθος εθνικό σύμβολο. Ορδές τουριστών και ντόπιοι σταματούν για φωτογραφίες στους διαρκώς αναπτυσσόμενους αγρούς του Ιουνίου και του Ιουλίου, μαγεμένοι απ’ τους λεπτούς κώνους λουλουδιών που καλύπτουν το βόρειο ατλαντικό νησί.
«Οι τουρίστες το αγαπούν. Αλλάζουν τις ημερομηνίες για να έρθουν, προκειμένου να το συγχρονίσουν με τα λούπινα. Τα λουλούδια έχουν γίνει μέρος της εικόνας της Ισλανδίας, ειδικά το καλοκαίρι» λέει ο Leszek Nowakowski ένας φωτογράφος που η βάση του είναι κοντά στο Ρέικιαβικ.
«Όταν οι άνθρωποι πάνε σε έναν καταρράκτη ή σε έναν παγετώνα, θέλουν να στέκονται γύρω από λουλούδια στις φωτογραφίες. Τις κάνει να φαίνονται επικές. Είχα μόνο ένα παιδί που ήθελε να τον φωτογραφήσω, προτείνοντας τους αγρούς με τα lupins με φόντο έναν καταρράκτη», είπε.
Αλλά παρά τις φωτογραφίες κάθε καλοκαίρι, οι Ισλανδοί έχουν διχαστεί σχετικά με τα λουλούδια -και οι επιστήμονες ανησυχούν όλο και περισσότερο ότι αυτά αποτελούν απειλή.
Τα λούπινα εισήχθησαν για πρώτη φορά σε μια προσπάθεια να συγκρατηθούν τα σκοτεινά ηφαιστειακά εδάφη της χώρας. Ένα τεράστιο ποσοστό από χώμα οδηγούνταν στον Ατλαντικό από δυνατούς ανέμους και βροχή κάθε χρόνο -ένα πρόβλημα που ισχύει μέχρι και σήμερα με τα δύο πέμπτα της γης να ταξινομούνται ως σημαντικά υποβαθμισμένα.
Τα μωβ-μπλε άνθη ήταν δημιούργημα του Hákon Bjarnason, αρχηγού των δασών της Ισλανδίας στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος τα είχε δει σε μία εκδρομή στην Αλάσκα.
Πίστευε ότι το φυτό μπορούσε να σταματήσει την διάβρωση της γης, αποκαθιστώντας το χώμα και δεσμεύοντας άζωτο στο έδαφος. Μία μέρα, πολλοί ήλπιζαν ότι η ποιότητα του εδάφους θα έφτανε σε τέτοιο σημείο που θα μπορούσε να επιτρέπει στα δάση της Ισλανδίας να επιστρέψουν.
Τώρα υπάρχει μια ευρεία συμφωνία ανάμεσα στους Ισλανδούς επιστήμονες ότι το πείραμα έχει ξεπεράσει τα όρια.
Το λούπινο καταλαμβάνει μόνο το 0,3% της Ισλανδίας, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη δορυφορική αξιολόγηση το 2017, αλλά ταξινομείται ως ένα είδος που εισβάλλει και συνεχίζει να διασκορπίζεται σε όλο το νησί με γρήγορο ρυθμό, χωρίς την βοήθεια του ανθρώπου, συχνά σπρώχνοντας προς τα έξω τα φυτά και τα χόρτα που υπάρχουν εκεί.
Οι επιστήμονες αναμένουν ότι η κάλυψη του lupin θα έχει τριπλασιαστεί μέχρι την επόμενη αξιολόγηση το 2027, ενισχυμένη απ’ την υπερθέρμανση του πλανήτη. Στα επόμενα χρόνια, μια έρευνα εκτιμά ότι το είδος θα μπορούσε να αναπτυχθεί, ώστε να καλύψει το ένα έκτο της Ισλανδίας.
«Η ιστορία του λούπινου στην Ισλανδία είναι μία από τις καλές υποθέσεις, αλλά με μη αναμενόμενες συνέπειες», λέει ο Pawel Wasowicz, διευθυντής της βοτανικής στο ινστιτούτο φυσικών επιστημών.
“Πίσω στο 1945, κανένας δεν ήξερε για τα είδη που εισβάλλουν. Ο όρος δεν υπήρχε. Κανείς δεν είχε ιδέα για την κλιματική αλλαγή. Μπορούσες να βρεις δωρεάν πακέτα σπόρων σε βενζινάδικα για να πάρεις. Αυτό δείχνει το πως άρχισε η εισβολή. Πίστευαν ότι μπορούσε να είναι ένα φάρμακο που θα έλυνε τα προβλήματα τους, αλλά θα είχε διασκορπιστεί πολύ περισσότερο απ’ ότι πιστευόταν” , είπε. Δεν υπάρχουν σοβαρές προσπάθειες απ’ τις Ισλανδικές αρχές να ελέγξουν το σκόρπισμα σε εθνικό επίπεδο.
Ο έρωτας με το φυτό
Πολλοί Ισλανδοί έχουν ερωτευτεί το φυτό και την συνεχώς διευρυνόμενη έκρηξη του καλοκαιρινού χρώματος. Αγροί με λούπινα έχουν γίνει ένα αγαπημένο φόντο για ντόπιους νιόπαντρους που ποζάρουν στον καλοκαιρινό ήλιο. Μερικοί έχουν ακόμη συγκεντρωθεί σε ομάδες στο Facebook κατά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να ελέγξει το είδος που εισβάλει, γιορτάζοντας την ομορφιά του και δεσμεύοντας να συνεχίσουν την διάδοση του.
“Επειδή είναι τόσο όμορφο, συχνά χρησιμοποιείται για διαφημίσεις για την χώρα από τουριστικές εταιρίες” είπε ο Guðrún Óskarsdóttir, ένας οικολόγος φυτών που δουλεύει στην ανατολική Ισλανδία πάνω στις επιδράσεις στα φυτά.
Αυτοί που αγαπούν το lupin ισχυρίζονται ότι επιτυχώς βοήθησε στην αναγέννηση της φυτικής κάλυψης, με την πάροδο του χρόνου, όπως το Bjarnason προοριζόταν όταν το έφερε πίσω από την Αλάσκα. Μέχρι και το 40% της Ισλανδίας ήταν καλυμμένο από δάση όταν έφτασαν οι Βίκινγκς τον ένατο αιώνα, αλλά περισσότερα από χίλια χρόνια αποψίλωσης και κτηνοτροφίας προβάτων έχουν οδηγήσει σε σημαντική ερημοποίηση. Οι υποστηρικτές λένε ότι το λούπινο βοηθάει. Αλλά ο Óskarsdóttir λέει ότι δεν είναι τόσο απλό.
“Αναδασώνοντας την γη με τα λούπινα είναι σαν να θεραπεύεις τον πονόδοντο με μια πέτρα. Θα δουλέψει αλλά πιθανόν να καταστρέψεις τελείως πολλά άλλα πράγματα, που αρχικά δεν θα καταστρέφονταν”, είπε “εξηγώντας ότι η εξάπλωση των λούπινων σε ορισμένες ορεινές περιοχές εις βάρος των φυτών της περιοχής έχει συνδεθεί σε ορισμένες περιπτώσεις με κατολισθήσεις λόγω της επίδρασης στην αντοχή του εδάφους.
Σε περιοχές όπου τα λούπινα πρωτοεμφανίστηκαν στην νότια Ισλανδία, η στρώση του βρύου κάτω από τα λουλούδια αναπτύχθηκε μέχρι το σημείο που τα λουλούδια έχασαν την ικανότητα να αναπαράγονται, δίνοντας την θέση τους στα φυτά της περιοχής ξανά. Αλλά οι επιστήμονες λένε ότι η διαδικασία θα εξελιχθεί μόνο σε μερικά μέρη της Ισλανδίας, κάτι που σημαίνει ότι τα λούπινα θα συνεχίσουν να εξαπλώνονται και να κυριαρχούν. Τώρα, οι επιστήμονες λένε ότι είναι πολύ αργά για να εξαλείψουν τα λουλούδια. Αντ’ αυτού, η καλύτερη επιλογή μπορεί να τα κρατήσει μακριά από μερικές απ’ τις πιο βιοποικιλόμορφες και πολύτιμες περιοχές.
«Ο αριθμός των λούπινων θα φτάσει απλά στην κορυφή του βουνού», είπε ο Wasowicz, συνεχίζοντας: «Αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Όταν κοιτάζεις τα λούπινα τον Ιούνιο, είναι πραγματικά πανέμορφα. Αλλά πόσο μεγάλη αλλαγή είσαι πρόθυμος να δεχτείς; Και τι θα ακολουθήσει; Αυτό είναι το πρόβλημα».
Μετάφραση από άρθρο του The Guardian
