Ανάσες στα στομάχια
Ένα οδοιπορικό για την αναζήτησή των τελευταίων γκαϊντατζήδων στα χωριά του Έβρου
Λέξεις / Εικόνες: Ανδρέας Κανελλόπουλος
Kανένας ήχος δεν έχει καταφέρει να με καθηλώσει , να μου πάρει το νου και να τον ταξιδέψει στην αρχή των καιρών, σε μια παλιά και κοινή πηγή που αναβλύζει ακόμα, όσο ο επιβλητικός ήχος της γκάιντας.
Προερχόμενη από τον άσκαυλο(ασκί αυλός)-ο οποίος εμφανίζεται στον Ελλαδικό χώρο γύρω στον 1ο-2ο αιώνα μ.Χ. από την Ασία-χωρίζεται σε δυο κύριες κατηγορίες. Την τσαμπούνα που παίζεται κυρίως στα νησιά και την γκάιντα που απαντάται στην Ηπειρώτικη Ελλάδα ,στην περιοχή της Μακεδονίας και της Θράκης.
Η βασική διαφορά τους , εκτός της παραλλαγής του ήχου τους, είναι στους αυλούς. Η τσαμπούνα διαθέτει μόνο έναν σε σχέση με την γκάιντα που εκτός από τον αυλό με τις τρύπες (γκαϊντανίτσα) , έχει έναν δεύτερο μακρύ χωρίς τρύπες (μπουρί) , ο οποίος κρατάει ένα ίσο και χρησιμεύει σαν “γέμισμα” δίνοντας βάθος στην μελωδία.
Για την κατασκευή της χρησιμοποιείται κυρίως δέρμα από κατσίκα ,το οποίο στεγνώνει με τη χρήση αλατιού και μετατρέπεται σε ασκό.
Στις τρεις υποδοχές του ασκού έρχονται να κολλήσουν η γκαιντανίτσα, το μπουρί και το επιστόμιο. Ο γκαϊντατζής φυσάει από το επιστόμιο αποθηκεύοντας αέρα στον ασκό και πιέζοντας με το χέρι του παράγει τον ήχο.
Η γκάιντα υπήρξε η βασίλισσα των οργάνων στην γη της Θράκης και πρωτοστατούσε σε όλα τα γλέντια, τους γάμους και τα χοροστάσια. Οι παλιοί λένε πως ο ήχος της σκαρώθηκε έτσι για να θυμίζει γυναικεία φωνή, καθώς οι γυναίκες ήταν εκείνες που κατείχαν την τέχνη του τραγουδιού και ήταν η αναφορά για τους άντρες, που εξασκούσαν την τέχνη του οργάνου.
Συντρόφευε με τους λυγμούς και τα ποικίλματά της τους ανθρώπους στις χαρές, στις λύπες και στις αντιξοότητες , μέχρι την παρολίγον οριστική εξαφάνιση της.
Ένας μεγάλος παράγοντας ήταν ο Εμφύλιος πόλεμος, στην διάρκεια του οποίου πολλοί γνώστες σκοτώθηκαν, μεγάλη μερίδα μετανάστευσε, αρκετοί κατέστρεψαν τα όργανα τους στον φόβο της μουσικής επιστράτευσης και με τη λήξη του , η πολιτική διχόνοια που επικράτησε, απέτρεπε τις κοινωνίες απ’ το να ανταμώνουν σε γλέντια.
Η ξενιτιά με την σειρά της απέκοψε το νήμα της εκμάθησης στις νεότερες γενιές. Σταδιακά, οι μουσικές επιλογές του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης έφεραν καινούριους ήχους στα καφενεία και στα σπίτια, παραγκωνίζοντας την γκάιντα ως κάτι το παλιακό.
Το κενό της γκάιντας αναπλήρωσε η έλευση άλλων οργάνων, που προτιμούνταν περισσότερο λόγω της έκτασης τους, όπως το κλαρίνο και το ούτι.
Έτσι μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, αυτό το τόσο συνυφασμένο με την ψυχή της Θράκης όργανο τείνει προς την εξαφάνιση του, σε αντίθεση με τη γειτονική Βουλγαρία στην οποία ακαδημοποιείται και ευδοκιμεί.
Την ανησυχία του αυτή μαρτυρούσε ο μουσικοδιδάσκαλος Ιωάννης Παγκοζίδης, στην αρχή του βιβλίου του ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΓΚΑΪΝΤΑΤΖΗΔΕΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΠΗΣ το 1991 ως εξής: “Από τον τίτλο της εργασίας μπορεί να αντιληφθεί κανείς, το απαισιόδοξο μήνυμα: μετά τους τελευταίους γκαϊντατζήδες που υπάρχουν στον νόμο Ροδόπης, δεν υπάρχουν μάλλον συνεχιστές..”
Ευτυχώς από την πρώτη δεκαετία του 2000, ύστερα από τις χρόνιες προσπάθειες των τοπικών συλλόγων αλλά και την εισαγωγή μαθημάτων παραδοσιακής μουσικής στα μουσικά σχολεία ,ολοένα και περισσότεροι ασκοί γεμίζουν και αντιλαλούν, από παλαιότερους που καλούνται σε εκδηλώσεις και νεότερους που καταπιάνονται μαζί της.
Η βασίλισσα επιστρέφει και καθηλώνει πάλι ,τόσο σε παραδοσιακά σχήματα όσο και σε σύγχρονες μπάντες .
Η αγάπη μου για την φωτογραφία ντοκουμέντου αλλά και για την γκάιντα με έσπρωξε, τον Μάιο του 2022, να αναζητήσω τους τελευταίους γέροντες γκαϊντατζήδες, που βρίσκονται ακόμα εν ζωή ,στα μακρινά χωριά του Έβρου. Έμαθα ότι πλέον είναι μετρημένοι στα δάχτυλα της μιας παλάμης.
Με την πολύτιμη βοήθεια του Δημήτρη Σπανού, μουσικοδιδάσκαλου, χορογράφου και ερευνητή του λαϊκού πολιτισμού του Έβρου, κατάφερα να συναντήσω τρεις από αυτούς ,τον Στρατή Γιαγτζίδη από την Καρωτή, τον Πασχάλη Κιτσικούδη από την Παταγή και τον Γιάννη Πεχλιβάνη από τον Λαγό.
Όλοι τους αυτοδίδακτοι ,χαρακτηριστικό της γενιάς τους αφού μουσικές γνώσεις δεν υπήρχανε, οι παλιότεροι δεν συνήθιζαν επί το πλείστον να μοιράζονται την εμπειρική γνώση τους και έτσι ο νέος επίδοξος γκαϊντατζής είχε σαν εφόδιο την παρατηρητικότητα του αλλά και τη μνήμη του για να “κλέψει” ουσιαστικά το παίξιμο των παλιών.
Βεβαίως έπρεπε να βρουν ή να κατασκευάσουν οι ίδιοι την γκάιντα τους καθώς δεν υπήρχαν αντίστοιχα μαγαζιά και πόσο μάλλον χρήματα για να διαθέσει ένα παιδί ,την εποχή εκείνη.
Ο κυρ Στρατής μας υποδέχθηκε στο σπίτι του στην Καρωτή, μαζί με τη γυναίκα του την κυρία Αθανασία.
Η κυρά του τραγουδούσε μέχρι πριν λίγα χρόνια που η φωνή της έκλεισε.
“Τα κατσίκια και τα πρόβατα ήταν το ωδείο” μου είπε ,εξηγώντας ότι ο τόπος που μάθαινες γκάιντα τότε ήταν τα βοσκοτόπια. Μας μίλησε για τα δύσκολα χρόνια στην ξενιτιά ,στο Βέλγιο ,στα ανθρακωρυχεία . “Δύσκολα χρόνια, δεν σκεφτόσουν την μουσική και τις χαρές, μόνο την βιοπάλη και τον θάνατο”.
Ξεκίνησε να παίζει μικρός με αυτοσχέδιες φλογέρες μέχρι να πιάσει τη πρώτη του γκάιντα , την οποία αναγκάστηκε να παρατήσει όταν ξενιτεύτηκε. Μετά από χρόνια επέστρεψε στον τόπο του ,δούλεψε στην αρχή στα χωράφια και στη συνέχεια έγινε αγροφύλακας.
Ο καιρός πέρασε και η σχέση που είχε μικρός με το αγαπημένο του όργανο, ήταν μια παιδική ανάμνηση . “Είχα πλέον κάτι…σαν μίσος για τη γκάιντα” .Ήταν ήδη 63 χρονών , όταν ο αδερφός του παράγγειλε να του φέρουν μία από τη Βουλγαρία.
Ξεκίνησε διστακτικά μελανιάζοντας απ τα φυσήματα και με τα χέρια σκληρά και άκαμπτα από τις εργασίες.
Η γκάιντα δεν υπακούει εύκολα και είναι ανεξέλεγκτη σαν παιδί που αντιμιλάει ,αν δεν την δαμάσεις.
Αλλά το’βαλε σκοπό.. Ξυπνούσε τα χαράματα για να ηχογραφήσει σε ένα μαγνητοφωνάκι με τη γκαϊντανίτσα του μελωδίες απ το θυμικό του για να τις παίζει το πρωί.
Χρειάστηκε χρόνος αλλά το μεράκι και η επιμονή έκαναν τα δάχτυλα να θυμηθούν και τα πνευμόνια βρήκαν ξανά χώρο .Μας έπαιξε στην αυλή του, με τον ήχο της γκάιντας του να ξεγλιστρά και να τρέχει στα γύρω απέραντα σταρένια χωράφια που “έχουν μάθει να ξεδιψούν με νερό και μουσική”. Χαρά του μεγάλη στα 93 του χρόνια είναι που οι μικροί έπιασαν τις γκάιντες και το όργανο ζει ξανά.
Στην Παταγή φτάσαμε απόγευμα ,μ’ ένα δυνατό μπουρίνι να σφυροκοπάει τα τζάμια του καφενείου του 83χρονου Κυρ Πασχάλη, την ώρα που κλείναμε την πόρτα.
Παραδοσιακό, με λίγα τραπεζάκια γύρω από μια κεντρική σόμπα και μια μικρή παλιά τηλεόραση να παίζει κανάλι με θρακιώτικους χορούς.
Ο Κυρ Πασχάλης με ζύγισε, με ρώτησε “Τί γυρεύεις και ανέβηκες εδώ πάνω;” με τη χαρακτηριστική περιέργεια των αυθόρμητων ανθρώπων που ρωτάνε χωρίς περιστροφές.
Του εξήγησα τον σκοπό μου την ώρα που το κινητό του χτύπησε με μια μελωδία γκάϊντας.
“Το ξέρεις το κομμάτι αυτό;” Ναι του λέω “Σιχτήρ Χαβασί”. Ααα μπράβο μου είπε και μάλλον είχα περάσει το τεστ.
Με διέταξε να έρθω το βράδυ ,όταν θα έχει φύγει ο κόσμος. Αλίμονο, όταν επέστρεψα , το νέο ότι ο Κιτσικούδης θα έπαιζε στο καφενείο του ,είχε διαρρεύσει στο μικρό χωριό και οι ελάχιστοι χωριανοί είχαν μαζευτεί απ’ έξω να ψυχαγωγηθούν.
Μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα, όπως μου διέταξε. “Δεν θέλω να κάνω γλέντι ,θα παίξω για να με τραβήξεις”.
Το δέρμα φούσκωσε και ήχος απ το μπουρί έκανε το καφενείο να δονείται.
Αποσβολωμένος σε μια καρέκλα ,τον απαθανάτισα να παίζει για σχεδόν μια ώρα ασταμάτητα, με τις χάντρες να κρέμονται σαν περήφανα παράσημα από τη γκαϊντανίτσα του. “Μ’ ‘έχουν καλέσει κι έχω παίξει με τους πάντες, ξέρεις πόσοι πέρασαν από εδώ;” μου είπε ιδρωμένος από το πολύωρο παίξιμο του. Δούλεψε στη Γερμανία σε τόρνο.To όργανο το είχε πάρει μαζί του για συντροφιά και έπαιζε σε κάθε ευκαιρία, σε συναθροίσεις και αργότερα σε συλλόγους ομογενών. “Η σύνδεση με την πατρίδα, έπαιζες και έβλεπες τον Έβρο..”.
Χαιρετηθήκαμε και μου είπε πως θα έκανε μια επέμβαση στο χέρι σε λίγο καιρό.
Προβληματισμένος ευχήθηκε να πάει καλά “αλλιώς…θα ξαναπαίξω;”
Τελευταίος σταθμός, ένας άλλος θρύλος της εποχής του, ο “μπάρμπα Γιάννης” όπως τον αποκαλούν στον Έβρο, ο οποίος, 95 χρονών , ζει ακόμα στο σπίτι του στο Λαγό.
Τα χρόνια του έχουν στερήσει σχεδόν ολοκληρωτικά την ακοή και χρειάστηκε να επιμείνω για ώρα στην πόρτα του, φοβούμενος μήπως δεν μένει πια εδώ. Όταν μου άνοιξε και χαμογελώντας με κοίταζε βαθειά στα μάτια , θαρρείς πως ερευνούσε πιο πολύ την ψυχή μου παρά τα λεγόμενα μου που αδυνατούσε να ακούσει.
Στους τοίχους του σπιτιού του φωτογραφίες με την γκάιντα ανά χείρας και τη γυναίκα του να τον συντροφεύει.
Έχασε την κυρά του πριν 3 χρόνια μου είπε και μου έδειχνε ένα σορό άλμπουμ με φωτογραφίες από παλιά γλέντια και εκδηλώσεις.
“Η γκάιντα σε αλάφιαζε, την άκουγες, έπιανες το κορίτσι απ το χέρι και έτρεχες στους αγρούς να χορέψεις”. Του ζήτησα πολλές φορές να τον φωτογραφίσω αλλά δεν ήθελε, μου είπε πως δεν παίζει πια και την πούλησε.
Εντάξει του είπα, ήταν αρκετό που τον γνώρισα και κάθισα μαζί του. ”.Μιλήσαμε για ώρα, του ξαναζήτησα μια τελευταία φορά να τον φωτογραφίσω για να τον θυμάμαι. Σηκώθηκε και πήγε σε ένα μπαούλο.
Έβγαλε μια σακούλα και από μέσα της ξεπροβάλλε το γέρικο, σκασμένο από τις ανάσες μιας ζωής, δέρμα της γκάιντας του…
Τον κοίταζα καθώς συναρμολογούσε το φαγωμένο μπουρί της και τη κουρασμένη γκαιντανίτσα, κολλημένη αυτοσχέδια με ταινία στο κεφαλάρι. “Επειδή είσαι καλό παιδί και έκανες δρόμο, αήντε πάμε για φωτογραφία”.Καθίσαμε στο σαλονάκι του και μου λέει “Ήρθαν μια μέρα πόσα παιδιά, παίζοντας με τις γκάιντες τους απ το δρόμο και μπήκαν σπίτι εδώ, όλο το χωριό άκουγε…Παντού πήγα και στην Αθήνα”.
Καθώς τον φωτογράφιζα, ξεκίνησε να φουσκώνει τον ασκό του. Έβαλε τα δάχτυλα στις τρύπες. Η ανάσα μπήκε.
Ήχος δεν ακούστηκε. “Εε δεν μπορώ να παίξω παιδί μου ..” είπε με αυτό το διαρκές χαμόγελο του που θαρρείς ότι γελάει στα μούτρα της φθοράς…
Βούρκωσα , έκατσα δίπλα του και του είπα στο αυτί να με ακούσει “Δεν πειράζει τρανέ παππού μου, έπαιξες και σε ξέρουν όλοι, τα λειβάδια και οι άνθρωποι”
Οι τρεις αυτοί άνθρωποι που γνώρισα στα απομακρυσμένα χωριά του Έβρου άξιοι και αναγνωρισμένοι γκαϊντατζήδες της γενιάς τους -κατάφεραν μέσα από τις δύσκολες συνθήκες της εποχής τους να συμβάλλουν στην επιβίωση της γκάιντας.
Αναγνωρίστηκαν για το ταλέντο τους ,έπαιξαν σε εκδηλώσεις και φεστιβάλ εντός και εκτός της ελληνικής επικράτειας και δίδαξαν πολλούς νέους , καθορίζοντας την σπουδαία πορεία του οργάνου μέχρι σήμερα.
Τους εκμυστηρεύτηκα ότι έχω ξεκινήσει μαθήματα εδώ και τρεις μήνες οπότε την επόμενη φορά που θα ανταμωθούμε “αν είμαι καλός” θα παίξουμε μαζί.
ΥΓ.
Αφήνοντας τον Έβρο που πρώτη φορά πάτησα, αυτό το σταυροδρόμι πολιτισμών στο οποίο ζουν και συνυπάρχουν λαοί της Ανατολής και των Βαλκανίων για αιώνες, όπου οι άνθρωποι βαδίζουν κρατώντας με το ένα χέρι σταθερά την παράδοση-είτε πρόκειται για τη μουσική , είτε για τον χορό και τα τραγούδια-και με το άλλο σε καλωσορίσουν στη ζωή τους, στα σπίτια τους και στα έθιμα τους, νιώθω πως η πανάρχαια γη της Θράκης με δίδαξε ένα πράγμα.
Ότι το μυστικό, σ’ αυτόν τον σύγχρονο ρυθμό ζωής που σαν ψαλίδι κόβει τα νήματα και τις σχέσεις-με τον ίδιο τρόπο που έκανε και ο πόλεμος κάποτε-είναι να επιστρέφεις στην πηγή.
Στο ήσυχο μέρος που συνεχίζει να τρέχει ακόμα . Εκεί θα τραγουδούν οι γιαγιάδες και θα παίζουν οι παππούδες που γνώρισα , αλλά και οι άλλοι πριν από αυτούς . Εύχομαι και οι επόμενοι.
Πηγές, περί της πορείας της Γκάϊντας, αντλήθηκαν από :
Παγκοζίδης Ιωάννης “(1991)Οι τελευταίοι γκαϊτατζήδες της Ροδόπης ζωντανός δεσμός με το παρελθόν ”Σαρρής Χάρης “(2007). Η γκάιντα στον Έβρο: μια οργανολογική εθνογραφία. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Μουσικών σπουδών, Αθήνα.”Ματακάκης Στέργιος “(2018)Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία Η ΓΚΑΙΝΤΑ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΠΑΙΞΙΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΜΑΘΗΣΗ ΤΟΥΣ”
Θερμές ευχαριστίες για την πραγματοποίηση αυτού του οδοιπορικού στους Θάνο Τσακνάκη, Μιράντα Τερζοπούλου, Ιώαννη Παγκοζίδη, Δημήτρη Σπανό.