ανέστης-ευαγγέλου-ο-σπουδαίος-ποιητή-1142532

Πολιτισμός

Ανέστης Ευαγγέλου: Ο σπουδαίος ποιητής, πεζογράφος, κριτικός

Το Κολλέγιο Ανατόλια τίμησε τον Ανέστη Ευαγγέλου, απόφοιτό του της τάξης του ’55 - Όλα όσα είπαν οι σπουδαίοι συμμετέχοντες για τον θεσσαλονικιό ποιητή

Parallaxi
Parallaxi

Με μία ξεχωριστή εκδήλωση την Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024, στις 18:30, στη Βιβλιοθήκη Bissell του ACT (American College of Thessaloniki), το Κολλέγιο Ανατόλια τίμησε τον Ανέστη Ευαγγέλου, απόφοιτό του της τάξης του ’55, ποιητή, πεζογράφο και κριτικό. Την εκδήλωση διοργανώνει το Τμήμα Βιβλιοθηκών και Αρχείων. 

Στην εκδήλωση μίλησαν οι Δημήτρης Κόκορης, Καθηγητής Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής Α.Π.Θ. και συγγραφέας, η Βενετία Αποστολίδου ’79, Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Α.Π.Θ., ο Τόλης Νικηφόρου ’57, ποιητής και πεζογράφος. Η ηθοποιός Έφη Σταμούλη ’74 και η Βικτωρία Καπλάνη, φιλόλογος και ποιήτρια απήγγειλαν ποιήματά του. Στην εκδήλωση συμμετείχαν η φλαουτίστρια και κόρη του ποιητή Κλειώ Παπαδοπούλου – Blonz ’91

Ο Ανέστης Ευαγγέλου, το πραγματικό όνομα του οποίου ήταν Ανέστης Παπαδόπουλος, συνέδεσε τη ζωή και το έργο του με τη Θεσσαλονίκη, όπου εξέδωσε τις ποιητικές του συλλογές, ενώ έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.

Ανέστης και Ντίνα Ωραιόκαστρο, Δεκαετία 1970

Ο Ευαγγέλου ήταν ένας από τους χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του εξομολογητικού τρόπου, και ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά και στη Σχολή της Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκε το 1937, φοίτησε στο Κολλέγιο Ανατόλια, σπούδασε στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και εργάστηκε ως εκτελωνιστής. Πρωτοεμφανίστηκε στην ποίηση το 1958 με το ποίημα “Προετοιμασία και ώρες αναμονής πριν από μακρύ ταξίδι” και στην πεζογραφία το 1960. Εξέδωσε πλήθος ποιητικών συλλογών και οκτώ πεζογραφήματα, ενώ αξιοσημείωτη ήταν και η συμβολή του στην κριτική. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 έλαβε ενεργό μέρος στην πολιτισμική ζωή της Θεσσαλονίκης, συμμετέχοντας στα Δ.Σ. της Εταιρίας Λογοτεχνών, της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος και του Θεατρικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης.

Την άνοιξη του 1994 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση, την ανθολόγηση Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-1970). Ανθολογία, και λίγο αργότερα πέθανε. Ως δημιουργός είναι εξομολογητικός και έντονα βιωματικός. Η ποίησή του εντάσσεται στην κατηγορία φιλοσοφικο-υπαρξιακή, και διακρίνεται για τον ελεύθερο στίχο, τα λιτά εκφραστικά μέσα, τον συμβολισμό και τη γλώσσα που προσεγγίζει τον λόγο της καθημερινότητας. Οι κριτικές για το έργο του υπήρξαν ιδιαιτέρως θερμές, ενώ για την ποίησή του μίλησαν, μεταξύ άλλων, οι Μανόλης Αναγνωστάκης, Νικηφόρος Βρεττάκος, Πάνος Μουλλάς, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και Ντίνος Χριστιανόπουλος.  Πολλά ποιήματα και βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Ρουμάνικα και Σλοβένικα.

Επάνω σειρά 4ος από αριστερά_Commencement 1955, Carl Compton

Το πλούσιο αρχείο του βρίσκεται στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ) Θεσσαλονίκης, μετά από δωρεά της συζύγου του, Ντίνας Παπαδοπούλου.

Καλωσόρισμα

Την εκδήλωσε οργάνωσε το Τμήμα Βιβλιοθηκών και Αρχείων του Κολλεγίου Ανατόλια. Η Δρ Εύη Τραμαντζά, Διευθύντρια Βιβλιοθηκών και Αρχείων του Κολλεγίου Ανατόλια καλωσόρισε το κοινό για την εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο, έναν μήνα αφιερωμένο στην ποίηση αλλά και στον ποιητή και απόφοιτο του Κολλεγίου Ανατόλια της τάξης του 1955 Ανέστη Ευαγγέλου ο οποίος έφυγε τον Μάρτιο του 1994. Διάβασε το  ποίημα «Στον Αναγνώστη».

Κλειω Παπαδοπούλου-Blonz – Δρ Εύη Τραμαντζά – Ντίνα Παπαδοπούλου

Δρ Εύη Τραμαντζά, Διευθύντρια Βιβλιοθηκών και Αρχείων του Κολλεγίου Ανατόλια

«Ο Ανέστης Ευαγγέλου τελείωσε το 1955 το επτατάξιο τότε Κολλέγιο Ανατόλια. Ο ίδιος αναφέρεται στην επιρροή των σημαντικών καθηγητών του Λαμπρου Παραρά και Νίκου Παπαχατζή, και στη βιβλιοθήκη του Κολλεγίου, γιατί τότε διαβάζει εντατικά λογοτεχνία, ποίηση και φιλοσοφία.

Είμαστε εδώ λοιπόν για να τιμήσουμε τον χαρισματικό, μελαγχολικό ποιητή της Θεσσαλονίκης.

Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους καλεσμένους μας. Καθοριστική για τη σημερινή διοργάνωση ήταν η συμβολή της δυναμικής συζύγου του Ανέστη Ευαγγέλου, Ντίνας Παπαδοπούλου, και καθηγήτριάς μου στο Κολλέγιο Ανατόλια, Φυσικός από το 1969 μέχρι το 1998. Και πρέπει να αναγνωρίσουμε τον ρόλο της στον λεπτομερή σχεδιασμό της σημερινής εκδήλωσης. Την ευχαριστούμε επίσης για τη δωρεά στη βιβλιοθήκη «Ελευθεριάδης» των βιβλίων του Ανέστη Ευαγγέλου καθώς και των βιβλίων που γράφτηκαν για εκείνον. Το αρχείο του συγγραφέα βρίσκεται, έπειτα από δωρεά της συζύγου του, στο ΕΛΙΑ – ΜΙΕΤ».

Ντίνα Παπαδοπούλου (σύζυγος Ανέστη Ευαγγέλου)

«Στα βιογραφικά του ο Ανέστης πάντα αναφερόταν στα χρόνια της φοίτησής του στο Ανατόλια και συγκεκριμένα έλεγε πως από το 1952 και λίγο αργότερα, με τη βοήθεια των δασκάλων του, του Λάμπρου Παραρά και Νίκου Παπαχατζή, δυο βαθιά καλλιεργημένων και σημαντικών ανθρώπων, αλλά και χάρη στην πλούσια δανειστική βιβλιοθήκη του Ανατόλια, αρχίζει να διαβάζει λογοτεχνία και φιλοσοφία, και να ανακαλύπτει Καφάβη, Καρυωτάκη, Ρίλκε, Ντοστογιέφκσι, αλλά και Σοπενχάουερ, Εσπινόζα, Φρόιντ και Νίτσε. Ήταν πάντα ευγνώμων για τις ευκαιρίες που του προσέφερε το σχολείο του. Έζησα σχεδόν 30 χρόνια με τον Ανέστη και μπόρεσα να διακρίνω δύο βασικά χαρακτηριστικά της σχέσης του με την ποίηση και τους δημιουργούς της, κυρίως όμως με αυτούς της γενιάς του, της δεύτερης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς. Αγαπούσε και τιμούσε τις λέξεις της γλώσσας μας με πάθος. Έγραφε ένα ποίημα σε μία στιγμή έμπνευσης αλλά μπορούσε μία λέξη να τον παιδεύει για καιρό μέχρι να καταλήξει στη σωστή. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα Ars Poetica της τελευταίας συλλογής όπου μιλάει για την Ποιητική και την ελληνική γλώσσα. «Ναι στις υπέροχες, στρογγυλές, πολυδύναμες, τέλεια σμιλεμένες από τον χρόνο λέξεις της γλώσσας μας» Όσο για τη γενιά του και τους ομότεχνούς του είχε ένα έντονα ανεπτυγμένο αίσθημα δικαίου και τους υπερασπίστηκε πάντοτε όταν πίστευε ότι κάποιους τους αδικούσε. Έτσι όταν κατάλαβε πως δεν του έμενε πολύς καιρός, ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου τα τελευταία χρόνια της ζωής του για να ετοιμάσει με πολύ κόπο την Ανθολογία της Δεύτερης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς, που ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης και απονομής δικαιοσύνης για τη γενιά του. Τελειώνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω όλες και όλους εσάς που είστε απόψε μαζί μας για να θυμηθούμε τον Ανέστη.

Βενετία Αποστολίδου : Ο Ανέστης Ευαγγέλου ως κριτικός

«Αν δεν ήταν τόσο καλός ποιητής και τόσο εμποτισμένος από την ποίηση και αφοσιωμένος σ΄αυτήν, ο Α. Ευαγγέλου θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε αξιόλογο πεζογράφο, ίσως μάλιστα να είχαμε μια άλλη περίπτωση Γιώργου Ιωάννου». Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε το κείμενό του για τον πεζογράφο Ανέστη Ευαγγέλου ο Νίκος Μπακόλας στο αφιέρωμα του Εντευκτηρίου το 1996. Αν δεν ήταν λοιπόν τόσο καλός ποιητής… όμως η αλήθεια είναι ότι υπήρξε απόλυτα αφοσιωμένος στην ποίηση. Αφοσιωμένος στην ποιητική πράξη αλλά και στον στοχασμό για την ποίηση. Εγώ σήμερα θα σας μιλήσω κυρίως για το δεύτερο, για το κριτικό του έργο δηλαδή.

Ο πρώτος τόμος με δοκίμιά του (Ανάγνωση και γραφή) εκδόθηκε το 1981. Δέκα χρόνια μετά ο τόμος Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (1991) ενώ το 2010 ο συγκεντρωτικός τόμος Αναγνώσεις και Θέσεις. Κριτικά Κείμενα με επιμέλεια Αλέξη Ζήρα. Ο τελευταίος τόμος δεν περιλαμβάνει απλώς τα περιεχόμενα των προηγούμενων εκδόσεων αλλά συγκεντρώνει και άρθρα του δημοσιευμένα στην εφημερίδα Αυγή και σε περιοδικά όπως οι Τομές και το Εντευκτήριο αλλά και δύο αδημοσίευτες ομιλίες του, μία σε τηλεοπτική εκπομπή και μία στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Θεσσαλονίκης. Για όποιον έχει ασχοληθεί, έστω και ελάχιστα, με τη μεταπολεμική μας λογοτεχνία και ειδικά με τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, σίγουρα θα έχει πέσει επάνω σε κριτικά κείμενα του Α. Ευαγγέλου. Εξάλλου, ο Ευαγγέλου αφιέρωσε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του στο να καταρτίσει την πρώτη ανθολογία των ποιητών της β΄μεταπολεμικής γενιάς, ένα έργο που εκδόθηκε το 1994, σχεδόν ταυτόχρονα με τον θάνατό του και αποτελεί έκτοτε πολύτιμο γραμματολογικό βοήθημα για τη νεοελληνική ποίηση. Θα αναφερθώ σε αυτήν στη συνέχεια.

Η πρώτη εντύπωση από το κριτικό έργο του Α. Ευαγγέλου, όπως το διαβάζουμε συγκεντρωμένο, είναι αυτή η ολοκληρωτική αφοσίωση στην ποίηση και ιδίως στην ποίηση που γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη. Ο κριτικός του λόγος είναι μεστός σε νόημα, διαπνέεται από συγκρατημένο πάθος, επιμονή στις απόψεις του αλλά με σεμνότητα, βασίζεται σε ευρεία και βιωματική εξοικείωση με τη νεοελληνική ποίηση, έχει μέθοδο, είναι φιλικός προς τον αναγνώστη. Φυσικά, για να μην παρασυρόμαστε σε υπερβολές, το κριτικό έργο του Α. Ευαγγέλου δεν είναι ούτε μεγάλο σε όγκο, ούτε ευρύ σε άνυσμα συγγραφέων και θεμάτων. Είναι εντοπισμένο σε ορισμένους – λίγους – ποιητές και σε κάποια θέματα που έχουν να κάνουν με το ρόλο της ποίησης στον σύγχρονο κόσμο, τη σχέση του ποιητή με την ποίηση, καθώς και με γραμματολογικά ζητήματα της μεταπολεμικής ποίησης. Μέσα στο όρια που το ίδιο χαράσσει, αποτελεί μια πολύ αξιόλογη κριτική φωνή που έρχεται να πλουτίσει την κριτική παράδοση της Θεσσαλονίκης.

Όπως συμβαίνει με τα σημαντικά κριτικά έργα, το κριτικό έργο του Α. Ευαγγέλου χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές. Οι ποιητές με τους οποίους ασχολήθηκε ανήκουν στην πλειοψηφία τους στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά: Πρόδρομος Μάρκογλου, Βασίλης Καραβίτης, Μάρκος Μέσκος, Μαρία Κέντρου- Αγαθοπούλου. Εκτός της γενιάς αυτής, έγραψε για τον Γιώργο Θέμελη που τον θεωρούσε δάσκαλό του, τον ΄Αγγελο Σικελιανό, με σκοπό να εξηγήσει γιατί δεν διαβάζεται σήμερα και τον Τάκη Σινόπουλο τον οποίο θέλει να υπερασπιστεί απέναντι σε επίθεση (δήθεν αριστερής ρητορικής). Ο μοναδικός νεότερός του για τον οποίο έγραψε είναι ο Αλέξανδρος ΄Ισαρης, τον οποίο θεωρεί συνεχιστή των ερωτικών ποιητών της Θεσσαλονίκης (Χριστιανόπουλο, Ασλάνογλου, Ιωάννου). Ο Α. Ευαγγέλου δεν γράφει κριτική για να ψέξει. Δεν τον ενδιαφέρει αυτό. Γράφει για να κατανοήσει ο ίδιος και να αναδείξει ποιητικές ποιότητες που τον συγκινούν. Τούτο δε σημαίνει πως δεν επισημαίνει αδυναμίες. Η προσήλωσή του στους ποιητές της γενιάς του, και ειδικά στους οικειότερούς του, έδωσε την αφορμή να κατηγορηθεί για συντεχνιακό πνεύμα. Προσωπικά δεν βρίσκω τίποτε κακό σε μια τέτοια προσήλωση· απλώς δείχνει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την ίδια την κριτική του πράξη: δεν κινητοποιούνταν από μια γενικευμένη κριτική διάθεση ούτε είχε οποιαδήποτε σχέση με την επαγγελματική άσκηση της κριτικής. Η αφοσίωσή του στους ποιητικούς του συνοδοιπόρους (τρανή απόδειξη της οποίας υπήρξε η Ανθολογία του) δείχνει για μένα μια προσπάθεια αυτογνωσίας, με την έννοια «γνωρίζω τον εαυτό μου μέσα από τους άλλους», μια έντονη αίσθηση του ανήκειν, μια, επίπονη ασφαλώς, επιστροφή στα βιώματα και στις εμμονές της γενιάς του, μια ανάγκη για δικαιοσύνη, στον βαθμό που πίστευε (και έτσι ήταν πράγματι μέχρι την έκδοση της Ανθολογίας του) ότι η δεύτερη μεταπολεμική γενιά συμπιεζόταν ανάμεσα στην Α’ και την τότε μοδάτη γενιά του ’70. Πάνω απ’ όλα δείχνει ψυχική δύναμη να ασχοληθεί με τους ομοτέχνους του και, ακόμη, γενναιότητα να εκτεθεί, να αναλάβει έναν αγώνα.

Τα βασικά κριτήρια: Ο ατομικός καημός (στέρηση, πληγές τραύματα) να δίνεται σε συνάρτηση με τα βάσανα και των άλλων ανθρώπων. Η επιδίωξη του καθολικού. Η μετάβαση στο καθολικό δικαιώνεται ποιητικά μόνο από το έσχατα ατομικό, το ελεγχόμενο από την καταβολή αίματος, από την ύπαρξη εμπειριών που όργωσαν το σώμα μας και την ψυχή μας, που μας κατάκαψαν τυραννικά. ΄Αντληση από το σίγουρο, καρπερό χώμα της εμπειρίας. Αγάπη για τα γήινα πράγματα. Καταγράφει τα ουσιαστικά (τα πράγματα) στην ποίηση. Η ανθρώπινη ωριμότητα συμβαδίζει με την ποιητική ωριμότητα. Το καλλιτεχνικό ήθος το εννοεί ως λιτότητα, αντιστοιχία εμπειρίας – ποιητικής έκφρασης, ποιητική αυτογνωσία.

Μειονεκτήματα: πεζολογία (εννοούμενη όχι ως έλλειψη ρυθμού αλλά ως έλλειψη συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας). Υπερβολική οξύτητα που μένει ποιητικά αμετουσίωτη. Εγκεφαλική ψυχρότητα, αφηρημένος, ουδέτερος, απάνθρωπος μυστικισμός. Μη αφομοίωση ξένων ήχων.

Ψέγει μια δήθεν «κοινωνική ποίηση» που ξεκινά με έτοιμα σχήματα και ιδέες χωρίς να ματώσει ρουθούνι. Αναφέρεται περιφρονητικά σε «στιχοπλόκους της Αριστεράς», βάλλει και κατά της Επιθεώρησης Τέχνης. Βάλλει κατά της αριστερής κριτικής που καταδίκασε τη Λέσχη του Τσίρκα. Αναζητά την πραγματική αριστερά στο καλλιτεχνικό ήθος του Μέσκου, ο οποίος, «χωρίς βαρύγδουπες προϋποθέσεις, χωρίς τίτλους και ιδεολογικές περγαμηνές, αναδεικνύεται σε βαθύτατα κοινωνικό και τελικά σε πολιτικό ποιητή, αφήνοντας ταπεινά να μιλήσουν τα ίδια τα πράγματα στην επικίνδυνη για τον εφησυχασμό μας αιχμηρή τους γυμνότητα».

Ως δασκάλους του αναγνωρίζει τον Θέμελη και τον Αναγνωστάκη. Πιστεύει ότι η αυθεντική ποίηση είναι από τη φύση της επαναστατική και βαθύτατα πολιτική. Η ποίηση στα καθαρά, αμιγή αποκρυσταλλώματά της είναι υπόθεση δυστυχώς λίγων ανθρώπων, «περιθωριακή». Χρειάζεται ενδιάθετη κλίση και όχι μόρφωση.

Θα ήθελα να δώσω ένα παράδειγμα που δείχνει ανάγλυφα πώς ο ποιητής – κριτικός, μιλώντας για έναν άλλον ποιητή, μιλά για τον εαυτό του. Διαβάζοντας τις παρατηρήσεις του για τον Βασίλη Καραβίτη, είχα την ισχυρή αίσθηση ότι διάβαζα σχόλια για την ίδια την ποίηση του Ευαγγέλου: «Ο Καραβίτης ωστόσο δεν είναι ένας κοινωνικός ποιητής, τουλάχιστον με την ξεκάθαρη σημασία που αποκτά ο χαρακτηρισμός όταν τον χρησιμοποιούμε προκειμένου να εντοπίσουμε το ιδεολογικό στίγμα ποιητών όπως ο Μάρκογλου π.χ. ή ο Καρυπίδης: η κοινωνική όραση του παραμένει πάντοτε δευτερογενής. Η βαθειά πίστη του στην εγγενή ατέλεια της ανθρώπινης φύσης (υπαρξιακό κακό) [….] θα κάνει τον Καραβίτη να τη θεωρήσει σαν την αρχέγονη και μοναδική μήτρα, απ΄ όπου απορρέουν όλοι τελικά οι κοινωνικοί καταναγκασμοί και τα ποικίλα αδιέξοδα […] και να γράψει μια σειρά ποιήματα όπου, σε τελευταία ανάλυση, δεν υπερισχύει, όπως στους καθαρά κοινωνικούς ποιητές, η δυναμική αλλά η στατική μάλλον εκδοχή της ζωής και της ιστορίας».

Τελικά για τον ποιητή – κριτικό, η κριτική ίσως είναι ένας καθρέφτης για να καθρεφτιστεί ή για να φιλοτεχνήσει το είδωλό του ή, με άλλα λόγια, ίσως να είναι το κουκούλι μέσα στο οποίο εκτρέφει την ποίησή του. Σε κάθε περίπτωση, η ποίηση είναι η πρώτη του προτεραιότητα.

΄Αφησα τελευταία την αναφορά στην πολυσήμαντη Ανθολογία της Δεύτερης Ποιητικής Γενιάς που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Παρατηρητής, το 1994, χρονιά του θανάτου του. Πρόκειται για ένα έργο ζωής (ανθολογούνται 44 ποιητές από ένα σύνολο 134) το οποίο ο Ευαγγέλου το δούλευε πολλά χρόνια, με όλες τις αντιξοότητες της ασθένειάς του. ΄Εβρισκε τη δύναμη να το κάνει διότι το έβλεπε ως μια πράξη απόδοσης δικαιοσύνης και κάλυψης ενός μεγάλου γραμματολογικού και εκδοτικού κενού. ΄Εως τότε η β΄ μεταπολεμική γενιά δεν είχε βρει εκείνον τον μελετητή ο οποίος θα μελετούσε συνολικά τους ποιητές της και θα την ενέτασσε μέσα στην ιστορική εξέλιξη της μεταπολεμικής ποίησης. Ο Ανέστης Ευαγγέλου ήταν αφοσιωμένος όχι μόνον στο δικό του ποιητικό έργο αλλά και στο έργο των ποιητικών του συντρόφων και συνοδοιπόρων. Όπως μας αποκαλύπτει ο Θανάσης Μαρκόπουλος, ο οποίος έχει μελετήσει το αρχείο του και έχει γράψει μια διδακτορική διατριβή για το έργο του, ο ποιητής είχε αναλάβει και άλλες πρωτοβουλίες συσπείρωσης και προβολής της γενιάς στο παρελθόν.

Δεν είναι μετά από όλα αυτά παράξενο το γεγονός ότι, μολονότι έφυγε πρόωρα από τη ζωή, η ακτινοβολία του ως ποιητή πρωτίστως, αλλά και ως πνευματικού ανθρώπου και ως φίλου, έφτασε σε εμάς τους νεότερους, που δεν προλάβαμε να τον γνωρίσουμε, ζωντανή και θερμή, μέσα από τα γραπτά του αλλά και μέσα από τις αφηγήσεις των φίλων του.

Κλειώ Παπαδοπούλου – Blonz

Όταν έφυγα στο Παρίσι για να σπουδάσω Μουσική, ήμουν 19 χρονών, και ο πατέρας μου ήταν εκείνος που με ενθάρρυνε και μου είπε «φύγε, κάνε μουσική». Χάρη στον πατέρα μου δεν είχα ποτέ καμία αμφιβολία να κάνω κάτι άλλο.

Όταν σπούδαζα φλάουτο στο Παρίσι για πολλά χρόνια με ρωτούσαν «τι σπουδάζεις» και τους έλεγα «φλάουτο», και με ρωτούσαν ύστερα «Και τι άλλο;»

Ύστερα άρχισα να δουλεύω ως μουσικός και ενώ με έβλεπαν και με άκουγαν να παίζω με ρωτούσαν «Και τι δουλειά κάνεις;»

Χάρη στον πατέρα μου δεν είχα ποτέ αυτή την αμφιβολία.

Όταν έφυγα στο Παρίσι ο πατέρας μου μου έδωσε ως δώρο το βιβλίο του Ρίλκε «Γράμματα σε έναν νέο ποιητή» το οποίο με σημάδεψε. Είχα να το διαβάσω πάρα πολλά χρόνια και ταξιδεύοντας από το Λονδίνο εδώ το πήρα μαζί μου. Είχε την υπογραφή του πατέρα μου στις σελίδες. Το είχε αγοράσει το 1958. Πολλά από τα κομμάτια του με σημάδεψαν σαν να το διάβαζα για πρώτη φορά.

Έγραψε ο Ρίλκε σε έναν νέο ποιητή όταν αυτός του ζήτησε τη γνώμη του για την ποίησή του.

Τα έργα τέχνης ζουν μέσα σε απέραντη μοναξιά. Και η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να τα ζυγώσεις. Μονάχα η αγάπη μπορεί να τα συλλάβει, να τα αγκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντί τους.

Έτσι και την ποίηση του Ευαγγέλου, του πατέρα μου, μονάχα η αγάπη μπορεί να τη συλλάβει.

Και ένα αγαπημένο μου ποίημα, και γιατί είναι δύσκολο για μένα ως κόρη του να διαβάζει την ποίησή του. Αλλά αυτό το ποίημα μου έδινε πάντα μεγάλη χαρά.

Και στα πιο σκοτεινά λαγούμια τα πιο βαθιά τα πιο λησμονημένα έρχεται κάποτε ωσάν σε διάλειμμα κι όταν κανείς πια τίποτε δεν περιμένει θαυματουργό παρήγορο το φως.

Τόλης Νικηφόρου

Συγκινούμαι και μόνο με τη σκέψη ότι θα βρεθώ ξανά στο παλιό μου σχολείο. Η συγκίνηση αυτή είναι τώρα εντονότερη και γιατί η θαυμάσια αυτή βιβλιοθήκη βρίσκεται στον χώρο του παλιού γηπέδου ποδοσφαίρου, εκεί που επί επτά χρόνια έπαιζα με την ομάδα της τάξης μου στο εσωτερικό πρωτάθλημα. Και βέβαια γιατί θα πω και εγώ δύο λόγια στη μνήμη του Ανέστη Ευαγγέλου χάρη στην αξιέπαινη πρωτοβουλία του Ανατόλια.

Ο Ανέστης ήταν σπουδαίος ποιητής, ο πιο ενημερωμένος, ο πιο αφοσιωμένος στην ποίηση που έχω γνωρίσει. Αποφοίτησε από το Ανατόλια το 1955 ενώ εγώ το 1957. Καλύτερα γνωριστήκαμε και συνεργαστήκαμε στη Λέσχη Γραμμάτων και Τεχνών Β.Ε. κατά τη μεταπολίτευση. Το Δ.Σ. θύμιζε τότε λογοτεχνική ανθολογία, με πρόεδρο τον Στέργιο Βαλιούλη και μέλη, εκτός από εμάς τους δύο, τον Γιάννη Καρατζόγλου, τον Τόλη Καζαντζή και τον Ξενοφώντα Κοκόλη. Γεμάτοι ιδέες και πάθος, κάναμε πληθώρα εκδηλώσεων, με πιο σημαντική την Πανελλήνια Ποιητική Συνάντηση, μία ιδέα του Ανέστη, στο Θέατρο Κήπου με πλήθος κόσμου και μεγάλη επιτυχία. Παρουσιάστηκαν οι ποιητές της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, της γενιάς του ’70 αλλά και οι Κύπριοι ποιητές. Κάτι ακόμη πιο σημαντικό ήταν η Ανθολογία των Ποιητών της Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς, και πάλι δική του ιδέα, που εκδόθηκε με επιμέλειά του το 1994.

Χαρακτηριστικό της εργατικότητάς και της συνέπειάς του ήταν ότι, ενώ η υγεία του ήταν ήδη πολύ επιβαρυμένη, είχε έρθει στο σπίτι μας στην Άφυτο Χαλκιδικής για να ψάξει στα τεύχη του Διαβάζω και άλλων περιοδικών κριτικές για τους ποιητές της γενιάς και να τις αναφέρει στην Ανθολογία. Ο Ανέστης Ευαγγέλου ήταν πολύ άτυχος. Έφυγε πάνω στην ακμή του ενώ είχε ακόμη 30 τουλάχιστον χρόνια ζωής και προσφοράς στην οικογένειά του, στην ποίηση και στην κοινωνία γενικότερα. Μας έλειψε όλα αυτά τα χρόνια και μας λείπει πάντα. Παραμένει όμως ζωντανή η μνήμη του, ζωντανή η ποίησή του, ζωντανό το παράδειγμά του για τους νεότερους. Στη μνήμη του Ανέστη έγραψα πρόσφατα ένα ποίημα που θα σας διαβάσω τώρα αμέσως. Το ποίημα αυτό περιλαμβάνεται στη συλλογή μου που είναι προγραμματισμένη για έκδοση το φθινόπωρο.

έφυγαν μα δεν χάθηκαν

μνήμη Ανέστη Ευαγγέλου

οι ποιητές που έφυγαν δεν χάθηκαν

έγιναν μακρινή μουσική το σούρουπο

η λάμψη στα μάτια ενός παιδιού

άγγιγμα από χέρι αγαπημένο

άφησαν αποτυπώματα στην εποχή

κατέχουν μόνιμη θέση στη βιβλιοθήκη

δωρεά για τις γενιές που θα’ ρθουν

έφυγαν μα δεν χάθηκαν

στίχοι έγιναν σε ποιήματα

πουλιά σε καταγάλανο ουρανό

και αλεξικέραυνο σε καταιγίδες

όλα όσα επιμένουν

ν’ ανθίζουν μέσα στον χειμώνα

Νικοφόρου-Αποστολίδου-Κόκορης- Τραμαντζά

Δημήτρης Κόκορης

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, θα ήθελα αρχικά να συγχαρώ τους διοργανωτές της εκδήλωσης, επειδή μας οδηγούν να θυμηθούμε έναν άνθρωπο, που με το έργο του τίμησε όχι μόνο τη Θεσσαλονίκη, αλλά και όλη την Ελλάδα, εμπλουτίζοντας με την πολύπτυχη συγγραφική παρουσία του πολλούς τομείς του πεδίου της νεοελληνικής μεταπολεμικής γραμματείας. Ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση και, βέβαια, ευχαριστώ και όλες και όλους εσάς, που τιμάτε την εκδήλωση με την παρουσία σας.

Ο Ανέστης Ευαγγέλου γεννήθηκε το 1937 και απεβίωσε το 1994. Ο πρόωρος θάνατός του στέρησε από τη νεοελληνική γραμματεία αυτά που θα μπορούσε ακόμη να δώσει, όμως και αυτά που πρόλαβε να δώσει οικοδομούν μία άρτια και λειτουργική λογοτεχνική παρουσία.

Ποιητικές συλλογές

Περιγραφή εξώσεως (1960)

Μέθοδος αναπνοής (1966)

Αφαίμαξη ’66-70 (1971)

Το διάλειμμα (1976)

Τα χάι-κάι (1978)

Απογύμνωση (1979)

Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)

Το χιόνι και η ερήμωση (1994)

*καθώς και συγκεντρωτικές εκδόσεις ποιημάτων του.

Πεζά

Το ξενοδοχείο και το σπίτι (1966)

Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά (1985)

Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1958 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Προετοιμασία και ώρες αναμονής πριν από μακρύ ταξίδι». Το ποίημα δημοσιεύτηκε  σε ένα  περιοδικό, που εκδιδόταν στον Πειραιά, έφερε τον τίτλο Το Περιοδικό μας και διευθυνόταν από τον Νίκο Βελιώτη και τον Χρήστο Λεβάντα. Η ποιητική παραγωγή  του Ανέστη Ευαγγέλου ενσωματώνει, βέβαια, προσωπικά βιώματα, τα οποία όμως συνδέονται και με πολιτικοκοινωνικές αναζητήσεις, ενώ ταυτόχρονα διαθέτει και μία υπαρξιακή-φιλοσοφική διάσταση.  Στις τελευταίες ποιητικές συνθέσεις του Ευαγγέλου, η κριτική έχει  εντοπίσει μια εμφανέστερη μετατόπιση από την κοινωνική στην υπαρξιακή-οντολογική διάσταση, καθώς υψηλόβαθμα διεισδύει στους στίχους το στοιχείο του θανάτου. Σχεδόν από την αρχή της εμφάνισης της ποίησης του Ευαγγέλου στο μεταπολεμικό λογοτεχνικό πεδίο, η κριτική μίλησε, σχεδόν ομόθυμα, για γνησιότητα, για ειλικρίνεια, για οικείο τόνο που πλησιάζει τον φυσικό τόνο της καθημερινής επικοινωνίας, για αναδυόμενη ψυχική ένταση από τους στίχους, για συναισθηματική διαύγεια των ποιητικών συμβόλων.

O πόνος, η ερήμωση, η αγωνία για δικαίωση της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σε περιβάλλον συνεχούς φθοράς στοιχειοθετούνται γνήσια στο έργο του Ανέστη Ευαγγέλου, με συναισθηματική ευθυβολία και συγκινησιακή δύναμη, χωρίς περιττά λεκτικά στολίδια, δίχως αόριστες και αφηρημένες έννοιες και, προπάντων, χωρίς οίηση και λογοτεχνική πόζα. Ο μοντερνισμός του Ευαγγέλου αγκαλιάζει μία συγκεκριμένη νεωτερική πτυχή του ποιητικού ρεαλισμού, στην οποία ανιχνεύονται: α)Απλό – καθημερινό λεξιλόγιο, που μας παραπέμπει στον φυσικό τόνο της απλής καθημερινής κουβέντας, που δεν βαρύνεται από λεκτική εκζήτηση και βαρύγδουπη γλαφυρότητα. β)Ένας βαθμός δραματικότητας, όχι υπό την έννοια της τραγικότητας («δραματικό» δεν σημαίνει οπωσδήποτε «τραγικό»), αλλά υπό την έννοια της κινητικότητας, δηλαδή της πυκνής διαδοχής εικόνων, σκέψεων,  συναισθημάτων, ενίοτε και ομιλουσών φωνών, στο εσωτερικό του ποιήματος. γ)Ένας βαθμός υπέρβασης του λογικά αναμενόμενου και αισθητηριακά επιβεβαιώσιμου υπό την εξής όμως συνθήκη: αρκετές εικόνες του Ευαγγέλου διασπούν μεν τη λογική και ρεαλιστική τάξη, λειτουργώντας μόνον ποιητικά, ωστόσο παραμένουν έλλογες. Δεν μπορούμε να τις δούμε λογικά και ρεαλιστικά να συντελούνται, παραμένουν όμως διαυγείς και διανοητικά συλληπτές. Σας διαβάζω ένα χαρακτηριστικό ποίημα:

«Υπεραστική συνδιάλεξη

[από  την ποιητική συλλογή Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα – 1987]

Εχτές το βράδυ μού τηλεφώνησε

ο πατέρας μου.

Στείλε μου μερικά

πενηνταράκια ούζο, μου είπε,

και καναδυό κούτες τσιγάρα

σέρτικα, να κάθουμαι τα βράδια

να σας συλλογιέμαι.

Και —να μην

το ξεχάσω— και πεντέξι δίσκους

φωνογράφου μ’ εκείνα τα παλιά, ξέρεις,

ποντιακά τραγούδια, τα λυπητερά.

Εδώ στα ξένα δύσκολα περνούν οι μέρες

και πού να βρεις τσιγάρα, ούζο και τραγούδια

της πατρίδας, στα μαγαζάκια τ’ ουρανού».

Ο εκφραστικός τόνος της ποίησης του Ευαγγέλου σπανίως ψηλώνει αλλά αυτό γίνεται, όταν στο υπόστρωμα του ποιήματος  ανιχνεύεται μία συναισθηματική έξαρση, ένας βαθμός ψυχικού αναβρασμού που προκαλείται από αναπαλμούς μιας ποιητικής φωνής, η οποία ενίοτε νιώθει το βάρος συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων.  Παρατηρήστε ότι και εδώ, ο εσωτερικής καύσεως ρυθμός του ελεύθερου στίχου κυρίως αναδύεται από μια εικόνα, που δεν γίνεται να επιβεβαιωθεί με όρους λογικής και ρεαλισμού, είναι όμως εικόνα έλλογη, υποβλητική, διανοητικά συλληπτή και συναισθηματικά εναργής:

«Διομήδης Κομνηνός

[από την ποιητική συλλογή  Απογύμνωση – 1979]

 

                                                              Δεκαεφτά χρονών Εθελοντής τραυματιοφορέας,

                                                                                       γαζώθηκε από σφαίρες τη Νύχτα της Μεγάλης

                                                                                       Σφαγής, 17 Νοέμβρη του ’73, στο Πολυτεχνείο.    

                                                                                                                         Οι  εφημερίδες

                                                                                                                                       

Στερημένος την αγιότητα ενσαρκωμένη, απτή, εγκάθειρκτος της λογικής, αρνιόμουν να πιστέψω επίμονα, πως τα οστά μοσχοβολούν και λάμπουν των αγίων. Ώσμε προχτές που κίνησα κι εγώ να προσκυνήσω το πουκάμισό σου ματωμένο κι από τα βόλια τρυπημένο των φονιάδων.

Καθώς πλησίαζα βουρκωμένος, τρέμοντας απ’ την ταραχή, βλέπω ν’ ανέρχεται τεράστιο το πουκάμισο σου και να καλύπτει όλο το χώρο με φεγγοβολή γλυκιά, κι από ψηλά, με λεπτό άρωμα, να ευωδιάζει.

Καρδιά των καρδιών, που θα ’λεγε κι ο Νικηφόρος, έφηβε ωραίε, λαμπρέ, του ελληνικού φωτός, που τους ενόχλησες πολύ να κουβαλάς τους λαβωμένους κι άπονα σε σκοτώσαν οι φασίστες».

Στο πλαίσιο μιας θεμιτής, και ρητά δεδηλωμένης από τον Ευαγγέλου, διακειμενικής «συνομιλίας», ο αναφερόμενος «Νικηφόρος» είναι ο Νικηφόρος Βρεττάκος, του οποίου ο στίχος «Καρδιά των καρδιών! Κοίταξες τον ήλιο και προχώρησες» έχει ενταχθεί στο ποίημά του «Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή». Ειρήσθω εν παρόδω, το συγκεκριμένο ποίημα του Βρεττάκου (από τη συλλογή Η παραμυθένια πολιτεία) είναι του 1947 και δεν γράφτηκε για την εξέγερση του   Πολυτεχνείου,  ωστόσο πολύ συχνά εντάσσεται σε σχολικές εορτές τιμής και μνήμης γι’ αυτό που συνέβη στις 17 Νοεμβρίου 1973 και αυτό είναι ένδειξη της ορμής και της δραστικότητας του ποιητικού λόγου. Κάπου-κάπου έχει τη δύναμη να σπάσει το κέλυφος του χρόνου και αυτό δεν είναι λίγο.

Το έργο του Ανέστη Ευαγγέλου, βέβαια, είναι πολύπλευρο και δεν εξαντλείται μόνο στις ποιητικές του καταθέσεις. Μεστή συγκεφαλαίωση των προβληματισμών και των επιλογών του Ευαγγέλου ως προς την ποιητική έκφραση συγκροτεί το δοκίμιό του Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (1990), κείμενο στο οποίο, «συνόψισε, έστω και αποσπασματικά, τη συνεχή έγνοια του για την ποίηση της ποιήσεως», έδειξε, δηλαδή, αυτό που είχε υποδηλώσει και σαν ένας άξιος ποιητής.        Το ψυχικό κλίμα και οι ορίζουσες της ποίησης του Ευαγγέλου μεταφέρονται και στην πεζογραφία του. Από τα πεζογραφήματα ανορθώνεται ένα αίσθημα εγκλεισμού, συχνά θεμελιωμένο σε παραβολικές αφηγήσεις, εμποτισμένες με βιβλικό ύφος και με επικλήσεις της θείας βοήθειας, ενώ το γενικότερο ρεαλιστικό περίγραμμα των κειμένων εμπλουτίζεται με θραύσματα ονείρων, φαντασιώσεων και ποικίλων συνειρμών, που καλύπτουν ένα ευρύ διάνυσμα – από την επιζητούμενη παραδείσια αρμονία έως την εφιαλτικότητα –  και συντελούν στη διατήρηση μιας εύθραυστης πεζογραφικής ισορροπίας, στης οποίας τη σύνθετη και λειτουργική εικόνα συμβάλλουν εναρμονισμένα χαρακτηριστικά, τόσο της παραδοσιακής όσο και της νεωτερικής αφήγησης.

Το πεζογραφικό έργο του Ευαγγέλου δεν είναι ποσοτικά μεγάλο και ουσιαστικά αποτελείται από οκτώ πεζογραφήματα σχετικά μικρής έκτασης. Η θεματική της ποίησής του διοχετεύεται και στην αφηγηματική του πεζογραφία, αλλά εδώ μπορεί να διατυπωθεί και μία φιλολογική παρατήρηση: παρότι το βιωματικό υπόστρωμα, στο οποίο στηρίχτηκε και ο Ευαγγέλου, οδήγησε και οδηγεί βασικούς πεζογράφους του βιωματικού νεορεαλισμού (Γιώργος Ιωάννου, Τόλης Καζαντζής, Περικλής Σφυρίδης, Χριστόφορος Μηλιώνης, Δημήτρης Πετσετίδης, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Τάσος Καλούτσας, Σωτήρης Δημητρίου κ.ά.) στη συγκινησιακά δραστική αλλά  λογικά και παραδοσιακά στοιχειοθετημένη δόμηση του αφηγηματικού υλικού, ο Ευαγγέλου αξιοποιεί το ονειρικό και φευγαλέο, το παρόδοξο, το αποσπασματικό, ενίοτε και θραυσματικό, αγγίζοντας τη νεωτερίζουσα αφηγηματική παράδοση του Μεσοπολέμου, αλλά και τη νεωτερική μεταπολεμική δυναμική της υπαρξιακής αναζήτησης και του εσώτερου εφιάλτη, την οποία προώθησαν ο Γιώργος Χειμωνάς, ο Νίκος Καχτίτσης, σε ορισμένες πτυχές της πεζογραφίας τους ο Νίκος Μπακόλας, ο Πρόδρομος Μάρκογλου κ.ά.

Η κριτική, τέλος, και ανθολογική συνεισφορά του Ανέστη Ευαγγέλου δεν είναι καθόλου αμελητέα.

*Επειδή όμως γι’ αυτήν την πλευρά του έργου του Ευαγγέλου θα σας μιλήσει η αγαπητή φίλη Νέτα Αποστολίδου, δεν θα επιμείνω περισσότερο.

[Τα κριτικά δοκίμια και οι βιβλιοκρισίες του ποιητή, περιλαμβάνονται στον τόμο Ανάγνωση και γραφή (1981), όσο και στο δοκίμιο ποιητικής Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (1990), «το οποίο διακρίνεται για τους υψηλούς διακηρυκτικούς του τόνους, που του προσδίδουν το  χαρακτήρα του μανιφέστου». Σε αυτό του το κείμενο ο Ευαγγέλου συνδέει τον αναπόδραστο ανθρώπινο κλήρο της υπαρξιακής γύμνιας με τη βιωματική και απλή ποιητική έκφραση, στην οποία ταιριάζουν η «χαμηλή φωνή» και η εξομολογητικότητα . Θα πρέπει, επίσης, να επισημάνουμε τη μεγάλη έγνοια και φροντίδα του Ευαγγέλου για την Ανθολογία : Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970) , η οποία τελικά εκδόθηκε τη χρονιά του θανάτου του (1994). Η άγρυπνη φροντίδα του Ευαγγέλου για τη γενιά του υποδεικνύει και τη δοτικότητά του, και την κριτική του σοβαρότητα, αλλά και τον βαθύ του πόθο για συλλογικότητα και αίσθηση κοινότητας, μέσα στο ρημαγμένο περιβάλλον του Μεταπολέμου και στο εφιαλτικό τοπίο μιας αφιλόξενης «εκσυγχρονισμένης» καθημερινότητας. Σε αυτήν την έκδοση αναφοράς, ψηλαφίζουμε τον πυρήνα του κριτικού Ευαγγέλου. Πρόκειται για έργο γραμματολογικών αξιώσεων, που συγκροτεί πολύ καλή εισαγωγή στην ποίηση των βασικότερων εκπροσώπων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, δηλαδή των ποιητών που γεννήθηκαν μετά το 1929 και φάνηκαν στα γράμματα από το 1950 έως και τη δεκαετία του ’60. Ο ισχυρός προσωπικός τόνος της Ανθολογίας μορφοποιείται από το ότι το κριτήριο του Ευαγγέλου για την επιλογή των ποιημάτων δεν ήταν η αντιπροσωπευτικότητά τους ως προς την ποιητική παρουσία του κάθε δημιουργού, αλλά η κατά την κρίση του ανθολόγου ποιότητά τους.]

Επιτρέψτε μου να επισημάνω και πάλι, ότι ο Ανέστης Ευαγγέλου είχε μεν μια πολύπτυχη συγγραφική παρουσία, ωστόσο υπήρξε κατεξοχήν ποιητής. Η κριτική, όπως και προηγουμένως αναφέραμε, παρατήρησε ότι στο ποιητικό του ξεκίνημα είναι περισσότερο κοινωνικός, ενώ στη συνέχεια της πορείας του γίνεται πιο πολύ υπαρξιακός και οντολογικός, με την έννοια ότι εκφράζει περισσότερο το προσωπικό βίωμα μιας ευαίσθητης ποιητικής ψυχής. Η γνώμη μου είναι ότι τα δύο αυτά στοιχεία συνυπάρχουν στην ποίηση του Ευαγγέλου. Η κοινωνική αίσθηση δεν αποκρύπτει τον προσωπικό υπαρξιακό αγώνα στο ποιητικό του ξεκίνημα, αλλά και οι κοινωνικές ταλαντώσεις ως έγνοια και άνοιγμα προς τον άλλον δεν απουσιάζουν από τις ώριμες ποιητικές του καταθέσεις, από τις οποίες αναδύεται πιο αδρή η γεύση της προσωπικής υπαρξιακής περιπέτειας. Έντονη είναι στους στίχους του Ανέστη Ευαγγέλου και η συνύπαρξη δύο, κατ’ αρχάς, αντιθετικών αξόνων: δίπλα στο χιόνι και την ερήμωση ανιχνεύονται το φως και μία σπίθα αγωνιστικότητας και αισιοδοξίας, που συμβολοποιούνται με ποικίλους τρόπους ως επιζητούμενες παράμετροι και αφορούν τόσο την κοινωνία όσο και τον άνθρωπο ως ατομική οντότητα. Ένα ακόμη ποίημά του θα σας διαβάσω ως επίλογο της, όχι κουραστικής, ελπίζω εισήγησής μου, στο οποίο αυτά τα στοιχεία στοιχειοθετούνται απλά, υποβλητικά και δυναμικά:

«Το χιόνι

[Από την ποιητική  συλλογή Το χιόνι και η ερήμωση – 1994]

Χιονίζει πάλι σήμερα. Απ’ το παράθυρό μου βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα. Θυμάμαι ένα πρωί, σαν ήμασταν παιδιά –χαράματα ήταν κι έτσι και τότε χιόνιζε– βγαίνω στον κήπο και βρίσκω τ’ αδερφάκι μου. Είχε ανοίξει μια τρύπα μες στο χιόνι κι είχε μπει μέσα κι έπαιζ’ εκεί με τ’ αρκουδάκι του. Τι κάνεις εδώ, του λέω, μονάχος, δεν κρυώνεις;

Δεν θα ξαναγυρίσω σπίτι σας, άκουσα τη φωνή του οδυνηρά αινιγματική, γεμάτη πείσμα και μια κακία που δε θα λησμονήσω –κι έλαμπαν στο μισόφωτο τα ωραία του μάτια– για ν’ απομείνει εκεί στους άθλιους πάγους για ν’ απομείνει εκεί ανεξήγητα παρ’ όλες έκτοτε τις συνεχείς εκκλήσεις μου.

Τη μέρα εκείνη μίσησα το χιόνι κι ορθός, σε στάση προσοχής, μπρος στ’ αδερφάκι μου ορκίστηκα να το πολεμώ μέχρι θανάτου.

Αυτά ήτανε τα πρώτα μου μαθήματα πολύ προτού μάθω την αλφαβήτα. Αργότερα, όσο ο καιρός περνούσε κι ένιωθα να μου έχει δωρηθεί από τους θεούς της ομιλίας η χάρη, είναι γνωστό το χιόνι πως όχι μόνο το κατάγγειλα με χίλιους τρόπους παρά πως του αφιέρωσα για να το στιγματίσω τις πιο παράφορες, πιο ρωμαλέες στροφές της ποίησής μου.

Σήμερα ωστόσο, μισό σχεδόν αιώνα απ’ το πρωί εκείνο των πρώτων παιδικών μου χρόνων, χιονίζει πάλι. Απ’ το παράθυρό μου βλέπω τα δέντρα, τις στέγες των αντικρινών σπιτιών, όλα μες στ’ άσπρα.

Πέφτει το χιόνι τώρα και σκεπάζει με μια δική του απόρρητη δικαιοσύνη τις πράξεις και τις παραλείψεις μας τις χαρές και τις λύπες μας τα μεγαλόπνοα σχέδια και τις μικρότητές μας τους έρωτες τις φιλίες τα λάθη μας και τις εξάρσεις.

Κατευνάζει την αλαζονεία∙ διδάσκει την ισότητα∙ χορηγεί την ειρήνη.

Χιόνι της Ευσπλαχνίας –όχι της Ορφάνιας. Χιόνι της Συγκατάβασης –όχι της Τιμωρίας.

Χιόνι της μυστικής αγάπης πια».

Έφη Σταμούλη

Είναι όντως μεγάλη η συγκίνηση και είναι περίεργο πως αυτό το σχολείο με έναν παράξενο τρόπο, διαχρονικό, ενώνει γενιές και γενιές ανθρώπων, γιορτάζει τα 100 του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Εγώ φέτος γιορτάζω τα 50 χρόνια από την αποφοίτησή μου και όταν η Ντίνα Παπαδοπούλου με ρώτησε εάν μπορούσα να είμαι σε αυτήν την εκδήλωση και δεν τα κατάφερνα, θα λυπόμουν για τρεις λόγους. Ο ένας ήταν το σχολείο, ο άλλος ήταν η Ντίνα και ο τρίτος ήταν ότι ο Ανέστης Ευαγγέλου ήταν ένας από τους πολύ αγαπημένους μου ποιητές.


Ο Ανέστης Ευαγγέλου έφηβος

Ο Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη. Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1960 με την ποιητική συλλογή “Περιγραφή εξώσεως”. Από τότε δημοσίευσε άλλα επτά ποιητικά βιβλία (Μέθοδος αναπνοής, 1966, Αφαίμαξη ’66-’70, 1971, Ποιήματα 1956-1970, 1974, Διάλειμμα, 1976, Χάι κάι, 1978, Απογύμνωση, 1979, Η Επίσκεψη και άλλα ποιήματα, 1987, Το χιόνι και η ερήμωση). Το 1988 συγκέντρωσε σε έναν τόμο όλη την ως τότε ποιητική δημιουργία του, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παρατηρητής με τον τίτλο “Τα Ποιήματα, 1956-1986″.

Έγραψε επιπλέον και δημοσίευσε τα πεζογραφήματα “Το Ξενοδοχείο και το σπίτι” 1966 (επανέκδοση, διευρυμένη με τον τίτλο, Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, Νεφέλη, 1985), το βιβλίο Ανάγνωση και γραφή (Παρατηρητής, 1981), στο οποίο συγκέντρωσε κείμενα λογοτεχνικής κριτικής, και το δοκίμιο Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική (Παρατηρητής, 1990).

Τη χρονιά του θανάτου του, το 1994, κυκλοφόρησε η τελευταία του ποιητική συλλογή, “Το χιόνι και η ερήμωση”, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα, καθώς και η ποιητική ανθολογία Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά 1950-1970, από τις εκδόσεις Παρατηρητής. Το 1995, κυκλοφόρησε πάλι η πρώτη του ποιητική συλλογή, Περιγραφή εξώσεως, από τις εκδόσεις Χειρόγραφα. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμανικά, ολλανδικά και σλοβενικά).

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα