αργύρης-αγγέλου-είναι-ανοησία-να-προσ-1073734

Πρόσωπα

Αργύρης Αγγέλου: Είναι ανοησία να προσπαθείς να επαναλάβεις κάτι που έχει κάνει επιτυχία

Μία συνέντευξη με τον δημοφιλή ηθοποιό λίγες μέρες πριν τις παραστάσεις του στη Θεσσαλονίκη

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Μπορεί να τον γνωρίσαμε από την τηλεόραση, πρώτα στις «Σαββατογεννημένες» και αργότερα στην τεράστια επιτυχία «Στο παράπέντε», όμως πολύ γρήγορα ο Αργύρης Αγγέλου έδειξε πως είναι πολλά παραπάνω ως ηθοποιός, συμμετέχοντας σε εξαιρετικές θεατρικές δουλειές που καθόρισαν τα επόμενα χρόνια του.

Τον Αργύρη, τον γνώρισα καλύτερα το 2018, όταν κάναμε τότε μία συνέντευξη με αφορμή τον «Συλλέκτη» του Τζων Φώουλς. Από τότε μέχρι και σήμερα, οι δουλειές του είναι επιλεκτικές, τόσο τηλεοπτικά όσο και θεατρικά, εγείροντας το ενδιαφέρον μου για μία νέα συζήτηση μεταξύ μας, με αφορμή και την «Αφροδίτη με τη γούνα» σε σκηνοθεσία της Ρέινα Εσκενάζυ που έρχεται στη Θεσσαλονίκη από τις 10 Νοεμβρίου στο θέατρο Metropolitan Urban Theater.

Η χαρά του να έρχεται για δύο εβδομάδες στη Θεσσαλονίκη, η δυσκολία της δουλειάς, η ανάμνηση του «Παρά πέντε» και οι σχέσεις των ανθρώπων, έγιναν αφορμή για μία κουβέντα που θα μπορούσε να είναι μεταξύ φίλων. Για όλα εκείνα που έγιναν και όλα εκείνα που εύχεται να γίνουν.

Άλλωστε, όπως αφήνει να εννοηθεί στην «Αφροδίτη με τη γούνα», είναι σημαντικό να «προσέχεις τι εύχεσαι», αλλά θα συμπληρώσω κι εγω πως είναι ωραίο να εύχεσαι για να μπορείς να πας παρακάτω…

Πώς είναι για έναν ηθοποιό κάθε νέα σεζόν;

Καταρχάς να σου πω ότι τα τελευταία χρόνια δεν υπάρχει σεζόν. Παλιά λέγανε ότι οι ηθοποιοί ψάχνουν δουλειά δύο φορές το χρόνο. Τώρα πια ψάχνεις δουλειά τέσσερις, τρεις  πέντε φορές τον χρόνο ή μπορεί να έχεις ένα κενό. Ξέρεις, αλλάζουν τα δεδομένα και στο θέατρο αλλά και στη ζωή μας. Αλλάζουν μέχρι και οι συνθήκες που θα κληθείς να δουλέψεις. Επομένως είναι μία γενικότερη ανασφάλεια την οποία, ευτυχώς έτσι κι αλλιώς, την είχε αυτή η δουλειά. Οπότε είμαστε κάπως λίγο πιο εξοικειωμένοι με αυτό. Απλά ξέρεις, έρχονται τα χαστούκια πια απανωτά και όχι μόνο δύο φορές το χρόνο.

Σε αγχώνει εσένα όλο αυτό;

Θα με αδικούσα αν έλεγα απλώς ότι με άγχωνε. Το άγχος πάντα υπάρχει και είναι γενικότερο, όχι μόνο αυτό του να βρω δουλειά. Όταν καταπιάνεσαι με κάτι καινούργιο, πάντα υπάρχει το άγχος να το κάνεις όσο καλύτερα γίνεται, να είσαι καλός – ένα καλός που σε βασανίζει σε όλη σου τη ζωή – να πάει καλά, να συνυπάρξεις όμορφα πάνω στη σκηνή με τους συναδέλφους. Οπότε το άγχος δεν έχει να κάνει μόνο με το να βρεις δουλειά. Όσο μεγαλώνεις και εξελίσσεσαι έχεις την ανάγκη αυτό που παρουσιάζεις κάθε φορά, να είναι ένα ή έστω μισό σκαλάκι παραπάνω από το προηγούμενο. Και αυτή είναι μία πολύ έντονη ανάγκη μου γενικότερα στα πράγματα.

Θεατρικά τα τελευταία χρόνια νιώθω να παίρνεις κάπως την κατάσταση στα χέρια σου και να σε επιλέγουν ίσως, για αυτά που θες να επιλέξεις. Ισχύει κάτι τέτοιο;

Χαίρομαι πολύ αν υπάρχει αυτή η αίσθηση προς τα έξω, αλλά… δεν ισχύει (γέλια). Ή μάλλον ισχύει κατά ένα μεγάλο κομμάτι. Δεν ισχύει εξ ολοκλήρου εννοώ. Αυτό που μου λες κρύβει πάρα πολλή δουλειά από πίσω και πολύ προσωπικό κόπο και αγώνα. Θέλω να πω ότι είναι μία ιστορία που ξεκίνησε από το 2015 σχεδόν. Κάπου εκεί, στα 37 μου, χτύπησε ένα καμπανάκι που με έκανε να αναζητήσω καινούργιους δρόμους. Δεν είναι ότι είχα νιώσει κορεσμό, δεν είναι ότι είχα νιώσει ότι είναι υποδεέστερο αυτό που κάνω ή ότι δεν με καλύπτει πια, ίσα ίσα. Ένιωσα όμως την ανάγκη να προλάβω να προηγηθώ της κατάστασης. Όταν σου δίνεται μία τεράστια ευκαιρία και σε μαθαίνει ο κόσμος και αρχίζει να χτυπάει το τηλέφωνο και σου προτείνουν πράγματα, είναι μοιραίο να σου προτείνουν πράγματα πολύ κοντά στο πλαίσιο που σε έχει μάθει ο κόσμος και που έχεις κάνει επιτυχία. Τότε λοιπόν ήταν που ένιωσα ότι θα ήθελα να κάνω και κάτι άλλο. Να ψαχτώ και αλλιώς. Κυρίως υποκριτικά. Σε έργα που ήθελα και εγώ να δοκιμαστώ. Σιγά-σιγά, παράλληλα με τις υπόλοιπες δραστηριότητες, μου δόθηκε η ευκαιρία να το χτίσω αυτό το πράγμα. Τώρα πια μπορώ να πω με περηφάνεια ότι όντως ένα μεγάλο ποσοστό των πραγμάτων που μου έρχονται, είναι σε πράγματα που θα επέλεγα και εγώ όντως. Δεν είναι εύκολο λοιπόν να πάρεις τα πράγματα στα χέρια σου, ωστόσο εγώ το προσπάθησα. Για να πάρεις τα πράγματα στα χέρια σου θα πρέπει να έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε επτά με οκτώ επιλογές. Τόσες επιλογές λοιπόν δεν είχα ποτέ. Όταν έχεις τρεις επιλογές, ή δύο επιλογές, ή μία επιλογή, θα κληθείς να διαλέξεις αυτό που είναι πιο κοντά σε αυτό που πιστεύεις ότι θα ήθελες να κάνεις.

Είναι παγίδα για έναν ηθοποιό να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του και να προσπαθήσει να την επαναλάβει;

Δεν είναι παγίδα, είναι ανοησία από μόνο του. Γιατί κάτι που κάνει επιτυχία δεν μπορείς να το επαναλάβεις. Όπως και δεν μπορείς να την εξηγήσεις την επιτυχία. Εκ των υστέρων όλοι έχουν μία άποψη γιατί έκανε κάτι επιτυχία και λένε γιατί ήταν καλό το κείμενο, γιατί ήταν καλοί οι ηθοποιοί, γιατί υπήρχε χημεία… Ξέρεις όμως πόσα καλά κείμενα δεν έχουνε κάνει επιτυχία; Είναι λοιπόν ανοησία να προσπαθείς να επαναλάβεις κάτι που έχει κάνει επιτυχία. Η παγίδα είναι στο να επαναπαύεσαι. Γενικότερα στα πράγματα. Και να νομίζεις ότι είσαι το κέντρο του κόσμου. Από αυτά συνήθως κινδυνεύει κάποιος που του έρχεται η επιτυχία σε πολύ μικρή ηλικία. Λόγω απειρίας. Που είναι και λογικό εδώ που τα λέμε. Δεν είναι μεγάλο παράπτωμα το να υποπέσεις σε αυτό, το θέμα είναι όταν περάσει, να συνειδητοποιήσεις ότι πρέπει με κάποιο τρόπο να πας παρακάτω.

Ξεκινάτε αρχές Νοεμβρίου με μία νέα παράσταση, την «Αφροδίτη με τη γούνα», με λίγες ημέρες για την Αθήνα και μετά με περιοδεία;

Στην Αθήνα θα κάνουμε ουσιαστικά την πρεμιέρα, στο Θέατρο Κνωσσός, έτσι ώστε να «μονταριστεί» η παράσταση και μετά ερχόμαστε Θεσσαλονίκη για δύο εβδομάδες στο Θέατρο Metropolitan στην Αλεξάνδρου Φλέμινγκ. Στη συνέχεια, κυριολεκτικά οργώνουμε την Ελλάδα μέχρι τον Γενάρη. Για να είμαι ειλικρινής, ενώ έχω κάνει αρκετές καλοκαιρινές περιοδείες, χειμερινή περιοδεία δεν έχω ξανακάνει. Όμως η περιοδεία είναι μία συνθήκη που μου αρέσει γενικότερα. Φέτος συνδυάζεται και με μία τάση φυγής που είχα, δηλαδή δεν ήξερα και εγώ τι μου φταίει, δεν ήξερα και εγώ τι θέλω και όταν άκουσα χειμερινή περιοδεία είπα αυτό είναι. Θέλω λίγο να φύγω. Θέλω λίγο να δραπετεύσω από αυτό το πράγμα εδώ. Θέλω λίγο να ταξιδέψω, να έρθω σε επαφή με ανθρώπους από την περιφέρεια. Μου άρεσε πολύ η ιδέα του να πάμε εμείς να συναντήσουμε τον κόσμο και όχι το κλασικό, που ο κόσμος ξέρει ότι είμαι σε ένα θέατρο στην Αθήνα και έρχεται να μας δει. Θέλω να δω φίλους σε όλη την Ελλάδα. Να πάμε να δώσουμε μία διαφυγή στην καθημερινότητα στους ανθρώπους που ζουν παραέξω και δεν έχουν τη δυνατότητα να δουν εύκολα μία παράσταση.

Τι σε έκανε να πεις το ναι;

Σίγουρα η Ρέινα Εσκενάζυ είναι ένας άνθρωπος που εμπιστεύομαι πια σχεδόν με κλειστά τα μάτια. Την αγαπάω πάρα πολύ σαν άνθρωπο, σαν συνεργάτη, σαν μέντορα. Είναι βαθιά ευγενής άνθρωπος, που της αρέσει να εξελίσσεται και να προσπαθεί να κάνει διαφορετικά πράγματα και καινούρια. Είναι μάλιστα από τους ανθρώπους που βλέπω στα μάτια της πως με εκτιμάει, με αγαπάει βαθιά θέλοντας να με δει να εξελίσσομαι. Είναι η τέταρτη φορά που συνεργάζομαι μαζί της, τρεις στο θέατρο και μία πέρυσι που κάναμε το «Φλόγα και άνεμος» στην  ΕΡΤ με τέσσερις ρόλους τελείως διαφορετικούς μεταξύ τους. Οπότε η Ρέινα ήταν πολύ σημαντικό κομμάτι της επιλογής μου, και μετά έπαιξε ρόλο το έργο, οι συνεργάτες, οι προϋποθέσεις που μου εξασφάλισαν το πώς θα γίνει αυτό το «ταξίδι».

Το έργο μιλάει για τις ανθρώπινες σχέσεις. Αιώνιο ζήτημα και απόλυτα επίκαιρο νομίζω;

Μιλάει για ανθρώπινες σχέσεις, για εξουσία, για την εμμονή που μπορεί να πάθει ο ανθρώπινος νους.

Τι συμβαίνει στους ανθρώπους και μπερδεύουμε πολλοί τον έρωτα με την κτήση;

Κοίταξε, το ανθρώπινο είδος γενικά έχει μία κτητικότητα. Μάλιστα, σε διάφορες φάσεις της ζωής μας μπορεί όλοι μας να το έχουμε νιώσει αυτό. Θέλαμε τον άλλον άνθρωπο να είναι δικός μας, να είναι αποκλειστικός. Παρ’ όλα αυτά στο έργο, νομίζω όλα αυτά μπλέκονται αριστοτεχνικά γιατί υπάρχει η σύμβαση του έργου κι αυτοί οι δύο άνθρωποι κάτω από τη σύμβαση της οντισιόν, σκηνοθέτης και ηθοποιός, δανείζοντας την Αφροδίτη με τη γούνα του Μαζόχ. Εκεί μπλέκεται η αλήθεια με την πραγματικότητα. Είναι αυτό που λέμε, θέατρο στο θέατρο. Αυτή είναι και η μαγεία αυτού του έργου, το πού σταματάει ο ηθοποιός και πού αρχίζει ο ρόλος. Που σταματάει το εγώ και αρχίζει το εσύ.

Τι χρειάζεται να αφαιρείς από τον Αργύρη για να γίνεσαι ο Τόμας;

Όχι πολλά. Για να είμαι ειλικρινής, δεν πιστεύω καθόλου στο «μπαίνω στον ρόλο». Γι’ αυτό και μας επιλέγουν για συγκεκριμένους ρόλους. Αν ήταν έτσι, θα μας παίρνανε για όλα. Θέλω να πω, ότι ένας σκηνοθέτης που σε διαλέγει μπορεί να δει πόσο μπορείς να ελιχθείς και σε φαντάζεται μέσα σε ένα πράγμα το οποίο  εσύ μπορεί να μην το έχεις σκεφτεί. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει να αποποιηθείς το εκατό τις εκατό του εαυτού σου και το χαρακτηριστικό σου. Πιστεύω ότι έχει να κάνει με τη δουλειά, με το κείμενο, με οτιδήποτε δανειστείς από διάφορα που έχεις βιώσει ή έχεις παρατηρήσει. Κι όλα αυτά να συνδυαστούν και να βγει κάτι που ο άλλος να νομίζει ότι είναι μακριά από σένα αλλά δεν είναι. Κατά βάθος πιστεύω ότι ακόμα και στον «Συλλέκτη» που έπαιζα έναν δολοφόνο, δεν είχα αποποιηθεί από πάνω μου τον Αργύρη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει υπάρξει στιγμή στη ζωή μου που να έχω νιώσει έτσι. Είναι λοιπόν όλο ελεγχόμενο. Και θα σου πω ότι το θεωρώ και επικίνδυνο για τον ίδιο τον ηθοποιό. Ξέρω ότι υπάρχουν συνάδελφοι που λειτουργούν έτσι. Μάλιστα δε δουλεύουν συχνά στο θέατρο επειδή τους είναι τρομερά επίπονο αυτό. Έχω δουλέψει με τέτοιους συναδέλφους και ήταν βασανιστικό γι’ αυτούς. Πρέπει να υπάρχει ένα όριο κι ένας έλεγχος. Να μπορείς να είσαι ο ρόλος σου αλλά ταυτόχρονα να μπορείς να είσαι και παρατηρητής. Αυτή η δουλειά για μένα είναι ένα όμορφο ταξίδι, δεν είναι ένα δυσβάσταχτο ταξίδι. Δε θέλω όταν ξεκινάω να πάω στη δουλειά μου να με πιάνει το στομάχι μου γιατί θα παίξω έναν δολοφόνο ή έναν βιαστή.

Πρόσφατα έκανες μία ανάρτηση για τα 18 χρόνια από το «Παρά πέντε». Τι σου λείπει από εκείνη την περίοδο;

Όλη την εμπειρία τη σκέφτομαι γλυκά και ωραία. Δε θα σου έλεγα ότι μου λείπει κάτι αλλά αν μου έλειπε κάτι από εκείνη την περίοδο δεν έχει να κάνει με το «Παρά πέντε», αλλά έχει να κάνει με την ηλικία. Μου λείπει εκείνη η ξεγνοιασιά και το «ταξίδι» που ονειρεύεσαι οτι σε περιμένει μετά. Κι αυτό, γιατί το χαρήκαμε πολύ που μας συνέβη τότε, δεν το αφήσαμε να περάσει έτσι. Παρόλο που δουλεύαμε πολύ, υπήρχε μεγάλη πίεση, δε μας εμπόδισε τίποτα στο να το βιώσουμε. Τώρα το έχω με μεγάλη περηφάνια στις αποσκευές μου όλο αυτό που έγινε, είμαι πολύ τυχερός που μου συνέβη σχετικά νωρίς. Θέλω να πιστεύω ότι το αξιοποίησα και το «εκμεταλλεύτηκα» με τον καλύτερο τρόπο για να μπορέσω να εξελιχθώ και να πάρω τη ζωή μου στα χέρια μου.

Γιατί δεν γίνονται πλέον πολλές κωμικές σειρές; Είναι που δεν γράφονται κωμωδίες ή ο κόσμος δεν θέλει να γελάσει πια ή δεν γελάει εύκολα;

Δε νομίζω πως ο κόσμος έχει αλλάξει τον τρόπο που γελάει. Απλά δεν υπάρχουν κωμωδίες για να γελάσει. Αν θυμάσαι, όταν έγινε το «Παρά πέντε», μετά προσπαθούσαν τα κανάλια να βγάλουν κι άλλες κωμωδίες. Μετά, ήρθε η κρίση και πιασαν τα Τούρκικα. Έψαχναν όλα τα κανάλια να βρουν την αντίστοιχη δυνατή ιστορία σε τούρκικα. Μετά, ξεκίνησαν τα ριάλιτι και θέλανε όλα τα κανάλια να έχουν το δικό τους. Δηλαδή, μόλις κάνει κάτι επιτυχία προσπαθούν να το αντιγράψουν. Νομίζω πως κάπως έτσι συνέβη και τώρα, με τις σειρές εποχής. Επειδή έσκισαν οι «Άγριες Μέλισσες» ως κάτι καινούριο τότε στα πράγματα, προσπαθούν όλοι τώρα να το επαναλάβουν. Ο κόσμος όμως όλα αυτά τα χρόνια και όσο  και να αλλάζουν τα πράγματα, πάντα θα έχει ανάγκη να γελάσει. Θα θέλει πάντα να ξεφύγει. Μια καλή κωμωδία θα είναι πάντα εκτιμητέα. Αυτός που θα βγάλει μια καλή κωμωδία τώρα, νομίζω πως θα πάρει όλο το «χαρτί».

Πώς αντιμετωπίζεις τις μαύρες μέρες και τα γεγονότα που ζούμε τον τελευταίο καιρό;

Είναι φορές που με παίρνει πολύ από κάτω κι εκεί έχω βρει ένα αντανακλαστικό που το λέω κουμπάκι έκτακτης ανάγκης που όταν το πατάω, κλαίω. Αυτό με βοηθάει να ξεσπάω.  Έχω πιάσει τον εαυτό μου να κλαίει πολύ συχνά. Έκλαιγα πολύ μέσα στην καραντίνα. Αυτό κάπως σε κάνει να εκτονώνεσαι ξέρεις. Είναι σαν να ξεπλένεις τον εαυτό σου, τον αφήνεις να σπάσει και να δεις τα πράγματα με ψυχραιμία. Φαντάζομαι όλοι οι άνθρωποι το έχουν βιώσει αυτό που μετά από κάθε κλάμα νιώθεις μία ανακούφιση. Όλα αλλάζουν χρώμα. Το μαύρο γίνεται γκρι, το κόκκινο γίνεται ροζ, κάπως φεύγει η μουντίλα από τα πράγματα. Γενικότερα όμως, προσπαθώ να μη παίζω με τα όρια μου. Όταν λοιπόν είναι περίοδος που έρχονται συνεχώς κακές πληροφορίες από παντού και υπάρχει μαυρίλα από παντού, προσπαθώ να με απομονώσω και να επικεντρώνομαι σε πράγματα που δεν με μαυρίζουν περισσότερο, όπως είναι η φήμη μου, η δουλειά μου, η καθημερινότητα μου που προσπαθώ να την κάνω όσο γίνεται yolo.

Ας μιλήσουμε για μία άλλη μεγάλη σου αγάπη που είναι η Θεσσαλονίκη.

Έχω φίλους πάνω. Έχω καταρχάς μία καρδιακή φίλη στη Θεσσαλονίκη τη Νικολέτα. Πού είναι οικογένεια για μένα. Επίσης αυτή η πόλη μου βγάζει κάτι μαγικό. Δεν ξέρω τι. Όταν είμαι όμως πάνω, αδειάζει το κεφάλι μου. Την αγαπώ τη Θεσσαλονίκη πολύ. Μάλιστα την αγάπησα πολύ τα τελευταία χρόνια που έρχομαι. Έχω ζήσει και έχω περάσει πολύ ωραία στη Θεσσαλονίκη. Επομένως είναι πάντα μία πολύ ευχάριστη αναζήτηση, δηλαδή επιδιώκω να έρχομαι στη Θεσσαλονίκη με δουλειά. Εκτιμώ και το κοινό της πολύ.

Τι θέλεις να πάρει μαζί του ο θεατής από την παράσταση «Αφροδίτη με τη γούνα»;

Επειδή το βασικό νόημα του έργου είναι το πρόσεχε τι εύχεσαι, θα ήθελα πολύ να καταφέρουμε να πάρουμε μαζί μας τον κόσμο που θα έρθει και τελειώνοντας, να πάνε κάπου να καθίσουν μαζί με τον άνθρωπο που παρακολούθησαν την παράσταση, και να συζητήσουν  για αυτήν. Και να αναρωτηθούν την επόμενη φορά που θα ευχηθούν κάτι ή για αυτά που εύχονται να τους έρθουν.

Εσύ τι εύχεσαι για τον Αργύρη;

Καταρχάς να έχω την υγεία μου. Να είναι καλά οι άνθρωποι που αγαπάω, και σε σχέση με τη δουλειά η μεγαλύτερη μου ευχή είναι να μη χάσω πότε τη λαχτάρα και ένα κομμάτι παιδικότητας που έχω κρατήσει μέσα σε αυτή. Ευτυχώς μετά από 23 χρόνια δεν έχω πιάσει τον εαυτό μου να μπαίνει σε ρουτίνα. Χαίρομαι πολύ για αυτό και εύχομαι να μην μπω πότε. Πάντα η πρώτη μέρα στην πρόβα είναι σαν την πρώτη μέρα στο σχολείο, αυτό το συναίσθημα μου βγάζει. Η λαχτάρα για την επόμενη δουλειά και υπερηφάνεια για μία δουλειά που τελειώνει. Εύχομαι να μην τα χάσω ποτέ όλα αυτά γιατί αλλιώς θα είναι δυσβάσταχτη η δουλειά για μένα. Γιατί είμαι και σε μία ηλικία που είναι δύσκολο να κάνεις πια κάτι άλλο.

Τον τελευταίο καιρό έχουν ακουστεί πολλά για το χώρο σου. Από τις κακοποιήσεις μέχρι και το προεδρικό διάταγμα. Πώς σχολιάζεις όλα αυτά που έχουνε γίνει;

Είναι ένας πολύ αδικημένος χώρος και δεν καταλαβαίνω γιατί είναι αδικημένος. Γιατί ο καθένας από το δικό του μετερίζι, προσφέρει κάτι πολύ σημαντικό στον κόσμο. Προσφέρει αυτό το ταξίδι που σου έλεγα. Και δεν είναι λίγο αυτό. Είτε μέσα από μία σειρά που του κρατάει παρέα, είτε μέσα από μία παράσταση που θα την σκέφτεται για μέρες, είτε για έναν οποιοδήποτε τομέα που μπορεί να καταπιαστεί ένας καλλιτέχνης. Θεωρώ πως έχουμε μία ιστορία και έναν σεβασμό παγκοσμίως. Θυμάμαι ήμουν κάποια στιγμή στην Αμερική και είχα πάει να δω τον Αλ Πατσίνο. Είχαμε σταθεί λοιπόν έξω μήπως και τον πετύχουμε και βγήκε όντως ο άνθρωπος. Έτυχε να περάσει από δίπλα μου. Κάτι είπα εκείνη την ώρα σχετικό με φωτογραφία, και ήρθε όντως ο άνθρωπος και βγάλαμε μία. Με ρώτησε από πού είμαι και του είπα από Ελλάδα. Μου λέει «Ελλάδα; Ουάου! Επίδαυρος!». Θέλω να πω είμαστε παγκοσμίως γνωστοί για αυτό. Είναι περίεργο λοιπόν που εδώ καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τόσες δυσκολίες που για άλλους τομείς είναι λυμένες. Είναι τραγικό που δεν έχουμε συλλογική σύμβαση. Είναι τραγικό που μέσα στην καραντίνα χρειάστηκε να διεκδικήσουμε αυτό που δόθηκε στους υπόλοιπους, είναι τραγικό που υπάρχει η άποψη ότι κάποιος αν είναι ηθοποιός κάνει το ψώνιο του και είναι και τραγικό που καμιά φορά εμείς οι ίδιοι δεν σεβόμαστε την δουλειά μας και δεν μιλάμε. Και δεν μιλούσαμε μάλλον, γιατί τώρα πια μιλάμε. Έπρεπε νωρίτερα ίσως, κάποια πράγματα να γίνουν κεκτημένα…

*Η παράσταση “Η Αφροδίτη με τη γούνα” του Davis Ives, σε σκηνοθεσία Ρέινας Σ. Εσκενάζυ και πρωταγωνιστές τον Αργύρη Αγγέλου και την Βαρβάρα Λάρμου, έρχεται στη Θεσσαλονίκη από την Παρασκευή 10 Νοεμβρίου | Θέατρο Metropolitan (Αλ. Φλέμινγκ 2 & Βασ. Όλγας 65, Φάληρο, Θεσσαλονίκη) | Τηλ: 2311 284773 /Τμήμα κρατήσεων: 2103637201 / Εισιτήρια– Τιμή εισιτηρίων: από 12€-18€ / Προπώληση: Ταμείο θεάτρου Metropolitan Urban Theater & στο more.com / Ειδικές τιμές για ομαδικές κρατήσεις (τηλ. 2103637201 & email info@olympiaculture.gr)

Το έργο του David Ives είναι ιδιαίτερο και πολύ τολμηρό. Ξεκινάει ως αισθηματική κομεντί και ολοκληρώνεται ως ένα έργο γεμάτο σκληρότητα – τη σκληρότητα που διακατέχει πολλές φορές τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ισορροπίες των ρόλων στους ερωτικούς δεσμούς, η εμμονή που μπορεί να αποκτήσει κανείς με το αντικείμενο του πόθου του, το παιχνίδι της γοητείας, το παιχνίδι της εξουσίας στις σχέσεις και στον εργασιακό χώρο, όλα αυτά μαζί με τις διαρκείς ανατροπές στους χαρακτήρες και τις καταστάσεις οδηγούν την ιστορία στο μη αναμενόμενο  φινάλε της.  Στην ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΕ ΤΗ ΓΟΥΝΑ μια συμβουλή αποδεικνύεται πολύ χρήσιμη: ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ ΤΙ ΕΥΧΕΣΑΙ…

Η υπόθεση:

Μόνος σε ένα θέατρο στο Παρίσι, μετά από μια εξοντωτική ημέρα γεμάτη οντισιόν, ο σκηνοθέτης, Τόμας,  διαμαρτύρεται στο τηλέφωνο για τις ατάλαντες ηθοποιούς που είδε. Καμία δεν αξίζει να αναλάβει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο θεατρικό του. Είναι έτοιμος να φύγει, όταν ξαφνικά,  εισβάλλει η Βάντα.

Αρχικά, φαίνεται να είναι ο,τι απεχθάνεται ο Τόμας, όμως τελικά την αφήνει να κάνει το δοκιμαστικό. Αρχικά, μένει έκπληκτος και στη συνέχεια, λίγο λίγο, μαγεύεται από τη μεταμόρφωσή της. Η Βάντα, όχι απλά ταιριάζει απόλυτα στον ρόλο, αλλά δείχνει να έχει μελετήσει το έργο μέχρι τελείας και να γνωρίζει όλους τους διαλόγους. Όσο όμως προχωράει η οντισιόν, ο Τόμας γοητεύεται και μετά περνάει από την έλξη στην εμμονή…

Η ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΓΟΥΝΑ γράφτηκε ως μυθιστόρημα  το 1870 από τον Λέοπολντ Φον Ζάχερ-Μαζόχ, συνδέοντας για πάντα τον συγγραφέα με τα εγχειρίδια ψυχολογίας και τον ορισμό της ψυχοπαθολογίας της ηδονής μέσω του πόνου. Το έργο αποτέλεσε την έμπνευση για το θεατρικό του David Ives και έγινε ταινία από τον Ρομάν Πολάνσκι με τον Ματιέ Αμαλρίκ και την Εμανουέλ Σενιέ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ως θεατρικό, ανέβηκε αρχικά σε off Broadway σκηνές αλλά, λόγω της μεγάλης επιτυχίας του, συνέχισε σε μεγάλες σκηνές σε πολλές χώρες του κόσμου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα