χάρης-φραγκούλης-στο-θέατρο-επιχειρ-1239408

Θέατρο

Χάρης Φραγκούλης: «Στο θέατρο επιχειρείς να κάνεις κάτι, ακριβώς επειδή δεν ξέρεις να το κάνεις»

Ο σημαντικός ηθοποιός μιλάει στην Parallaxi λίγο πριν την πρεμιέρα της νέας παράστασης του ΚΘΒΕ

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

O «Δον Κάρλος» του Φρίντριχ Σίλλερ, ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών από αυτό το Σάββατο 9 Νοεμβρίου σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά με τον Χάρη Φραγκούλη να έρχεται Θεσσαλονίκη για να αναλάβει τον ρόλο του Δον Κάρλος.

Η πρώτη μεγάλη πρεμιέρα της νέας παραγωγής του ΚΘΒΕ αποτελεί μάλιστα το τελευταίο μέρος της σκηνοθετικής τετραλογίας του Χουβαρδά, ολοκληρώνοντας έτσι την προσωπική του διερεύνηση πάνω στη σχέση θεάτρου και κινηματογράφου, που οργανώνεται γύρω από μια κεντρική θεματολογία, η οποία εστιάζει στην ηθική και πνευματική εξόντωση του ανθρώπου, μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία -παντελώς διεφθαρμένη από την εξουσία και το χρήμα- που αδυνατεί να βρει την ισορροπία και το μέτρο.

Με αφορμή την παράσταση του ΚΘΒΕ, ο Χάρης Φραγκούλης μιλάει στην Parallaxi λίγο πριν την πρεμιέρα του στη Θεσσαλονίκη ως ηθοποιός του «Δον Κάρλος» και λίγο μετά την πρεμιέρα του στην Αθήνα ως σκηνοθέτης στην παράσταση «ΑΙΑΥΤΟΣ», εξηγώντας τη διαφορά στα δύο του ιδιότητες και μιλώντας για όσα κάνει ή δεν επιλέγει να κάνει.

Πώς είναι κάθε μία καινούρια πρεμιέρα για σένα;

Κάθε καινούρια παράσταση έχει μία ευκολία και μία δυσκολία. Η διευκόλυνση είναι ότι πρόκειται για κάτι που ξέρεις, ενώ η δυσκολία είναι επίσης ότι κάτι ξέρεις. Δηλαδή, έχεις καταλάβει κάτι για τον τρόπο που γίνονται τα πράγματα κι αυτό μπορεί να σε διευκολύνει αλλά να είναι και εμπόδιο ταυτόχρονα, όταν πρέπει να το ξανανοηματοδοτήσεις. Είναι λοιπόν, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Αλλά χρειάζεται ένας κόπος γα να είναι φρέσκο το νόημα. Είναι όπως μία σχέση, όπου αρχίζεις να βρίσκεις τα πατήματα σου, ξέρεις τι θέλει ο άλλος να πεις, τι του αρέσει αλλά αυτό βολεύει κιόλας γιατί δεν υπάρχει πλέον η αναστάτωση.

Είσαι από αυτούς που αγχώνονται με μία καινούρια παράσταση ή από εκείνους που ανυπομονούν να τη δείξουν στο κοινό;

Εμένα μου αρέσουν οι πρόβες. Δεν είμαι από αυτούς που λένε άντε να παίξουμε. Και δεν έχω και πολύ διαφορετική στάση σαν ενέργεια και σαν τρόπο σε παράσταση απ’ ότι σε πρόβα. Υπάρχουν ηθοποιοί που μπορεί να δίνουν περισσότερη ενέργεια στις παραστάσεις αλλά ο καθένας έχει τον τρόπο του. Όταν όμως φτάνει η στιγμή να μοιραστείς την παράσταση με το κοινό, είναι λυτρωτικό αυτό. Θες δηλαδή κάποια στιγμή να το μοιραστείς και να σου γυρίσει πίσω κάτι.

Και να το συζητήσεις;

Αυτό πολλές φορές θολώνει τα νερά. Μπορεί κάποιος να δει κάτι και μετά, με τη συζήτηση αυτό το κάτι να αλλοιωθεί. Το καλό που έχει το θέατρο είναι ότι το βιώνεις εκείνη τη στιγμή. Ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί. Η συνύπαρξη κάνει κάτι στην εμπειρία. Εμείς προσπαθούμε να είμαστε δυτικότροποι και να εξηγούμε τα πράγματα, να τα καταλαβαίνουμε, να υπάρχουμε μέσα από κάτι που κατανοούμε. Εμένα με ενδιαφέρει πολύ το βίωμα μίας εμπειρίας, ότι εκείνη τη στιγμή βιώνουμε κάτι και δε ξέρεις τι θα γίνει.

Νιώθεις αλλιώς όταν αυτό το μοίρασμα το κάνεις ως σκηνοθέτης και αλλιώς όταν το κάνεις ως ηθοποιός;

Ως σκηνοθέτης είναι πιο δύσκολο, γιατί πάντα εγώ ως σκηνοθέτης έχω και μία αίσθηση ότι είμαι και λίγο λαμόγιο. Κι αυτό γιατί δεν βγαίνω «σέντρα» στο βίωμα αυτό εκείνη τη στιγμή που γίνεται. Κάποιος άλλος το κάνει δηλαδή και εσύ ποτέ δε ξέρεις αν τελικά έδωσες αρκετά σε κάποιον ώστε να το κάνει. Γιατί αυτός το υφίσταται. Ως σκηνοθέτης λοιπόν έχω πάντα ένα κόμπλεξ ή μία ενοχή. Έδωσα αρκετά; Ενώ το άλλο, ό, τι και να είναι το υφίσταμαι εγώ και μπορώ να είμαι πιο ελεύθερος και να πάρω όλη την ηδονή και τη χαρά του μοιράσματος.

Ωστόσο μιλάμε για δύο άλλου είδους χαρές. Την σκηνοθεσία εγώ την καταλαβαίνω ως μια διαδικασία άνθησης του ψυχισμού κάποιου που μέσα από αυτό βγαίνει μία παράσταση. Γι’ αυτό και δεν κάνω σκηνοθεσίες κατά παραγγελία, αλλά οι άνθρωποι που σκηνοθετώ είναι οι φίλοι μου, είναι ο Αντρέας Κωνσταντίνου και ο Γιάννης Παπαδόπουλος που ήταν και στην προηγούμενη παράσταση και ήμασταν μαζί από τη σχολή. Οπότε, περνάμε μαζί αυτή την περιπέτεια, δεν είναι δηλαδή αυτή η σχέση που έχει καθιερωθεί ως σχέση μεταξύ σκηνοθέτη και ηθοποιών.

Δεν μπορώ να πω θα πάρω πέντε ηθοποιούς και θα τους σκηνοθετήσω, χωρίς αυτό βέβαια να το κρίνω απλά εγώ δεν το κάνω. Μπορεί από ανικανότητα ή από έλλειψη ταλέντου, αλλά απλώς δεν το κάνω εγώ. Έχω σκηνοθετήσει 13 παραστάσεις, και όλες είναι με τους ίδιους πάνω κάτω. Ο Κορνήλιος Σελαμσης ας πούμε, έχει κάνει τη μουσική σε όλες αυτές τις παραστάσεις μου.

Και η μουσική που κάνουμε σε μία παράσταση, είναι η ίδια και στην επόμενη με μία εξέλιξη, και αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι μεγαλώνω μαζί με άλλους ανθρώπους. Κι αυτό να είναι η ζωή μας και όχι κάτι δίπλα από τη ζωή μας. Αν μου έλεγαν δηλαδή, να πάω σε ένα μεγάλο θέατρο να σκηνοθετήσω κάποιους ηθοποιούς, δεν θα το έκανα. Δεν καταλαβαίνω έτσι τη ζωή…

Έχεις κάνει ως σκηνοθέτης ποτέ κάστινγκ;

Όχι δεν έχω κάνει ποτέ και έχει σχέση με αυτό που σου είπα πριν. Να κάνω κάστινγκ για να πάρει κάποιος τον ρόλο; Ποιον ρόλο; Τι είναι δηλαδή ο ρόλος, κάτι αμετακίνητο; Είναι σε μία σχέση ο ρόλος με αυτόν που τον κάνει. Δεν είναι κάτι ακίνητο. Αυτό το λέω γιατί έχω χιλιοακούσει τη φράση «δεν είναι αυτός ο ρόλος έτσι» σε δοκιμές προβών. Υπάρχουν κάτι δήθεν ακίνητα πράγματα όπως, «έτσι παίζεται αυτό» ή «έτσι λέγεται αυτό». Έ, άμα ξέρουμε όμως πώς λέγεται ή πώς παίζεται, γιατί να το κάνουμε;

Για την ακρίβεια, στο θέατρο επιχειρείς να κάνεις κάτι ακριβώς επειδή δε ξέρεις να το κάνεις. Εμένα με ενδιαφέρει πάντα να είμαστε οι ίδιοι διαφορετικοί, όχι να βρίσκουμε το καινούριο επειδή είμαστε άλλοι. Ο άνθρωπος πάντα θέλει το φρέσκο και το καινούριο. Παίρνει κάποιος ένα καινούριο αμάξι για τη χαρά του καινούριου, όμως επειδή οι άνθρωποι δεν είναι αμάξια, το καινούριο τους υπάρχει μέσα τους. Απλώς θέλει άλλη διαδρομή για να το βρει. Θέλει να το ξανανοηματοδοτήσει.

Είσαι ως ηθοποιός αυτό που ήθελες να είσαι μπαίνοντας σε αυτόν τον χώρο;

Ειλικρινά δεν είχα καμία εικόνα για το τι θα συμβεί και δεν με κινητοποιούσε το τι μορφή θα έχω. Το πρώτο κίνητρο ήταν να μπορώ να ανασάνω καλύτερα. Ένας τρόπος να υπάρχω δηλαδή που είναι πιο πυκνός και πιο ελεύθερος γιατί εγώ ερχόμουν από μία ασφυξία της κοινωνικής ζωής και εξακολουθώ να το πιστεύω πως η ιστορική μας στιγμή είναι μία αραιή ιστορική στιγμή. Μία νωθρή ιστορική στιγμή. Δεν υπάρχει σήμερα πίστη σε κάποια αξία, σε κάτι που θα μπορεί να σε συμπυκνώσει. Στο θέατρο όπως και στην πυγμαχία, έβρισκα έναν πιο πυκνό τρόπο  ζωής. Ήταν η δίψα μου να ζήσω μία ζωή με πραγματικές σχέσεις και όχι θεωρητικές.

Τι σημαίνουν για σένα τα βραβεία που έχεις πάρει;

Το βραβείο για μένα έχει σχέση με αυτόν που το δίνει. Δηλαδή, όλα τα πράγματα που θα μου πει κάποιος, θα τα ακούσω κα φυσικά μου δίνει χαρά να χαίρεται κάποιος με αυτό που κάνω. Όσο η εκτίμηση είναι μεγαλύτερη, τόσο πιο πολύ αυτός που το λέει «βαραίνει» μέσα μου.

Για μένα, η παγίδα του βραβείου έχει να κάνει, όχι με τη χαρά και τη λύπη, αλλά με τη σκέψη που μπορεί να έχει κάποιος του πώς θα πάρει βραβείο κι αυτό μπορεί να στερήσει φοβερή χαρά και ηδονή. Αν μπορείς να μη προσδιορίζεσαι από αυτό και ο νους σου να είναι στο πώς εσύ θα είσαι ολόκληρος, θα πάρεις χαρά με ένα βραβείο.

Ωστόσο δε θεωρώ πως αν  δεν πάρεις βραβείο είναι ένα τεκμήριο ότι δεν είσαι καλός καλλιτέχνης και πως αν πάρεις είσαι καλός καλλιτέχνης. Αλλά σε προσωπικό επίπεδο, είναι σαν να μου λες ότι είπε κάποιος πως είμαι καλό παιδί αλλά αυτό να μη μου δώσει εμένα χαρά. Γιατί να μη μου δώσει;

Η συνεργασίες σου με τον Γιάννη Χουβαρδά πώς είναι;

Κι αυτή η σχέση εξελίσσεται. Έχει περάσει από περιπέτειες εσωτερικές. Εγώ αν σκεφτείς, όλο κι όλο με τρεις σκηνοθέτες δουλεύω. Με τον Γιάννη, όπως με όλους τους ανθρώπους που δουλεύω και δεν είναι πολλοί, ο πυρήνας είναι «αθλητικός», εννοώντας πως είναι άθλημα η συνεργασία. Έχει κερδηθεί κάτι δηλαδή, δεν είναι αυτονόητο.

Ήταν δύσκολη η απόφαση να αφήσεις την πόλη σου για να πας σε μία άλλη να δουλέψεις;

Μια χαρά ήταν. Εμένα μου αρέσει η Θεσσαλονίκη και μου αρέσει να σπρώχνω λίγο τον εαυτό μου όταν έχει βρει μία κατάσταση που λειτουργεί μια χαρά. Στην Αθήνα υπάρχουν δουλειές, υπάρχουν ταινίες, διδάσκω σε μία σχολή, υπάρχει η ομάδα, οι άνθρωποι μου και τα πράγματα ας πούμε κυλούσαν μόνα τους, οπότε υπάρχει πάντα κάποιος μέσα μου που όταν είναι έτσι τα πράγματα, τα σπρώχνει λίγο για να δω ξανά από την αρχή.

Θέατρο, σινεμά και καθόλου χρόνος για τηλεόραση. Γιατί όμως αυτό;

Δεν έχει γίνει ποτέ μία πρόταση που να είναι ωραία. Εκτός από μία φορά που πήγα να το κάνω και τελευταία στιγμή δεν το έκανα. Ήμασταν μάλιστα ωραία ομάδα τότε, δικοί μου άνθρωποι. Έγινε όμως τελείως λάθος κατανόηση μεταξύ μας , γιατί είχα συμφωνήσει με τον σκηνοθέτη πως μπορώ να κάνω παρεμβάσεις στο σενάριο, κάθισα τις έκανα ένα ολόκληρο καλοκαίρι, αλλά τελικά αρνήθηκαν τις αλλαγές.

Αυτή όμως ήταν μία καλή περίπτωση. Οι υπόλοιπες περιπτώσεις που μου έχουν προταθεί δεν ήταν τόσο καλές για να δεχτώ. Άμα είναι μία δουλειά που έχει καλό σενάριο, καλούς συντελεστές και οι άνθρωποι έχουν ένα μεράκι, θα το έκανα. Ενώ στο σινεμά έχω κάνει πράγματα και νομίζω πως εκεί ο τρόπος που γίνεται δημιουργεί τον χώρο. Αυτό που εγώ θέλω είναι να μπω στον κόσμο ενός άλλου και να πω «τι είναι τούτο;». Αυτό είναι εμένα η χαρά μου. Όταν λοιπόν εγώ παίρνω ένα σενάριο τηλεοπτικό και δε μου δείχνει τελικά αυτό που δεν έχω φανταστεί, δεν το θέλω.

Είσαι άνθρωπος των δημιουργικών εκπλήξεων δηλαδή;

Δεν μπορώ να καταλάβω αλλιώς τη ζωή. Μόνο εμπειρικά. Ας πούμε, δε μπορώ να καταλάβω αυτόν που λέει «εγώ είμαι υπέρ των μεταναστών, αλλά μη περάσουμε δίπλα τους ή μπούμε στα μαγαζιά τους». Ε, τι υπέρ των μεταναστών είσαι ρε μαλάκα τότε; Είσαι, ιδεολογικά αλλά βιωματικά που είσαι; Εγώ θα πάω, θα μιλήσω μαζί τους, θα ρωτήσω πώς κάνουν το φαγητό τους. Έτσι θα το καταλάβω, βιωματικά. Θέλω να σχετίζομαι. Αλλιώς καλά, όλοι είμαστε υπερ… Δε καταλαβαίνω άλλον τρόπο για να διευρυνθεί το μέσα μου, εκτός από την επαφή με το άλλο. Αυτό ακριβώς που κάνει και το θέατρο. Πόσες φορές δεν είδαμε κάποιον να είναι αλλού στις απόψεις του κι αλλού στην πράξη. Τι να τον κάνω δηλαδή έναν αριστερό που λέει «κοίτα τη δουλειά σου και άστον αυτόν»; Προτιμώ έναν δεξιό που θα πει «αυτό είναι άδικο κύριε διευθυντά». Για την ακρίβεια, αυτός τελικά είναι ο αριστερός… Αυτός που λέει όχι στην κοινωνική αδικία.

*Η παράσταση “ΔΟΝ ΚΑΡΛΟΣ” ξεκινάει στη Θεσσαλονίκη, στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, από το Σάββατο 9 Νοεμβρίου στις 20.30 | Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας | Διασκευή- Δραματουργική & Σκηνική επεξεργασία μετάφρασης -Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς | ΄Ωρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19.00, Πέμπτη- Παρασκευή, Σάββατο: 20.30, Κυριακή: 19.00

Λίγα λόγια για το έργο

Τι βαραίνει την καρδιά του Δον Κάρλος και αποφεύγει τον πατέρα του Βασιλιά Φίλιππο Β’ της Ισπανίας; Ποιο είναι αυτό το μυστικό που τα άγρυπνα μάτια της Αυλής δυσκολεύονται να αποκαλύψουν; Κάτω από τη φοβερή εξουσία του βασιλιά και τη δύναμη της Ιεράς Εξέτασης, στην Ισπανία του 16ου αιώνα, ο νεανικός ιδεαλισμός, ο έρωτας, η ευαισθησία, η ανάγκη για αλλαγή, για δράση και για ζωή ασφυκτιούν μέσα στην καρδιά του Δον Κάρλος, που ανήμπορος να διαχειριστεί τα πάθη του, εναποθέτει τις ελπίδες του στον αδελφικό του φίλο Μαρκήσιο Πόζα. Η ισχυρή θέληση του Πόζα, οι ανανεωτικές του ιδέες, η πίστη και η αφοσίωσή του στον Δον Κάρλος, τον οδηγούν στην εφαρμογή ενός σχεδίου, που θα επιχειρήσει να ανατρέψει την κρατική τρομοκρατία του μονάρχη.

Ο Δον Κάρλος παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1787 και έχει ως αφετηρία ένα γαλλικό ρομαντικό μυθιστόρημα του 17ου  αιώνα. Ο Σίλλερ χρησιμοποιώντας ως φόντο την Ισπανία του 16ου αιώνα, αμφισβητεί την απολυταρχία της δικής του εποχής, υπερασπιζόμενος την ελευθερία της σκέψης και τις ιδέες του Διαφωτισμού. Μέσα από μια ιδιαιτέρως σύνθετη πλοκή αλλά και από τους πολυδιάστατους χαρακτήρες του έργου, ο συγγραφέας επαναφέρει κρίσιμους διαχρονικούς προβληματισμούς, αναπτύσσοντας διαλεκτικά τη σύγκρουση μεταξύ απολυταρχικής εξουσίας και ελεύθερης δράσης, αυταρχισμού και ανυπακοής, ηθικής επιταγής και νέων ιδανικών, ιδεαλισμού και πραγματικότητας.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ: Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, Διασκευή- Δραματουργική & Σκηνική επεξεργασία μετάφρασης -Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, Σκηνικά: Nίκη Ψυχογιού, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική: Φώτης Σιώτας, Κίνηση- Χορογραφίες: Δημήτρης Σωτηρίου, Βίντεο Design: Παντελής Μάκκας, Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας, Βοηθός Σκηνοθέτη Α΄: Σοφία Παπανικάνδρου, Βοηθός Σκηνοθέτη Β΄: Βίκυ Κίτσιου, Βοηθός Σκηνοθέτη Γ΄: Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Βοηθός Σκηνογράφου & Ενδυματολόγου: Δανάη Πανά, Οργάνωση Παραγωγής: Εύα Κουμανδράκη, Φωτογραφίες: Mike Rafail (That Long Black Cloud)

Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Ιορδάνης Αϊβάζογλου (Δούκας Μεντίνα-Σιντόνια), Λουκία Βασιλείου (Βασίλισσα Ελισάβετ), Ζωή Ευθυμίου (Πριγκίπισσα Έμπολι, σε διπλή διανομή), Στέλιος Καλαϊτζής (Κόμης Λέρμα), Γιώργος Κολοβός (Μαρκήσιος Πόζα), Θάνος Κοντογιώργης (Ντομίνγκο), Βασίλης Μπεσίρης (Δούκας Φέρια), Μπέττυ Νικολέση (Μαρκησία Μοντεκάρ), Κώστας Σαντάς (Μέγας Ιεροεξεταστής), Θεοφανώ Τζαλαβρά (Πριγκίπισσα Έμπολι, σε διπλή διανομή ), Δημήτρης Τσιλινίκος (Δούκας Άλμπα), Χάρης Φραγκούλης (Δον Κάρλος, Διάδοχος του θρόνου), Ελίζα Χαραλαμπογιάννη (Λουίς Μερκάδο, ακόλουθος της Βασίλισσας), Γιάννης Χαρίσης (Φίλιππος Β΄)

Έκτακτη αντικατάσταση: Νατάσσα Δαλιάκα, Δημήτρης Καρτόκης

Αυλή: Λίλη Ανδρασκέλα, Ζωή Ευθυµίου, Κωνσταντίνος Καπελλίδης, Αίγλη Κατσίκη, Δηµήτρης Καυκάς, Αναστασία Κελέση, Νίκος Κουσούλης, Θεοφανώ Τζαλαβρά

Φιγκυράν: Πασχάλης Τερζής Φιγκυρίαν- Βίντεο & Μοντάζ επί σκηνής: Γιώργος Ζλατάνος

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα