Ο Christopher C. King μιλά στην Parallaxi: Να γιατί ερωτεύτηκα τη μουσική της Ελλάδας!
Όλα ξεκίνησαν όταν ο βραβευμένος με Grammy Αμερικανός μουσικός παραγωγός άκουσε σε ένα δισκάκι 78 στροφών τον ήχο της παραδοσιακής ηπειρώτικης μουσικής.
Συνέντευξη στην Βάσω Βλαχοπούλου
Ο βραβευμένος με Grammy Αμερικανός μουσικός παραγωγός και μανιώδης συλλέκτης δίσκων ενδιαφέρθηκε για την Ήπειρο όταν άκουσε σε ένα δισκάκι 78 στροφών τον ήχο της παραδοσιακής ηπειρώτικης μουσικής, με τον οποίο ήρθε σε επαφή χάρη σε δίσκους που ανακάλυψε στις αγορές της Κωνσταντινούπολης.
Από εκεί και έπειτα άρχισε ένα ταξίδι σε ένα είδος αυθεντικά λαϊκής μουσικής στο οποίο αφοσιώθηκε με θρησκευτική ευλάβεια.
Ένα ταξίδι στο χρόνο και στο χώρο, αφού επισκέφθηκε την Ήπειρο πολλές φορές, ερωτεύθηκε τα τραγούδια της, τα πανηγύρια, τους ανθρώπους της, τα μοιρολόγια τους.
Κυκλοφόρησε πέντε εξαιρετικές συλλογές σπάνιων ηχογραφήσεων παραδοσιακής μουσικής με τις δύο τελευταίες υπό τη σκέπη της Third man Records του Τζακ Γουάιτ.
Συγκεκριμένα τo «Why The Mountains Are Black»(Γιατί είναι Μαύρα τα Βουνά) – Primeval Greek Village Music: 1907 – 1960» είναι μια συλλογή 28 ακυκλοφόρητων παραδοσιακών ηπειρωτικών και όχι μόνο, που έχουν ηχογραφηθεί σε Ελλάδα, Νέα Υόρκη και Σικάγο.
“Γιατ’ είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;
Ούδ΄ άνεμος τα πολεμά κι ούδέ βροχή τα δέρνει.
Μόν’ εδιαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.
Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντας κατόπι,
τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλα αραδιασμένα.
Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν:
Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση,
να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν
και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια».
«Όχι, χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω,
έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,
γνωρίζονται τ΄ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»…
Ακολούθησε το βιβλίο “Ηπειρώτικο μοιρολόι” ένα βιβλίο που σύμφωνα με την ετήσια καταγραφή της «Wall Street Journal», είναι από τα σημαντικότερα που έχουν κυκλοφορήσει τον τελευταίο χρόνο στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Το Δώμα” και ένα ντοκιμαντέρ, «Οσον ζής φαίνου»* του Πολ Ντουέιν το οποίο θα προβληθεί στο 21 Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, την Πέμπτη 7 Μαρτίου, ο Αμερικανός καλλιτέχνης θα βρεθεί στον Ιανό (Αριστοτέλους 7, στις 19.00) για να συνομιλήσει με τους εκδότες του Δώματος, Θάνο Σαμαρτζή & Μαριλένα Καραμολέγκου, για το βιβλίο του.
Η συνέντευξη έγινε λίγες μέρες πριν επισκεφθεί την Θεσσαλονίκη για την παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό αλλά και την προβολή του Ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ της πόλης:
“Δεν γνωρίζω καμία άλλη χώρα που να έχει τόσο μεγάλη ποικιλία σε δημοτική μουσική. Για μένα είναι ένα ατελείωτο φαινόμενο που θα μπορούσα να περάσω πολλές ζωές ακούγοντάς τη, γράφοντας γι ‘αυτήν, συλλέγοντάς, διαδίδοντας τη και γιορτάζοντας με αυτή”
–Πώς ξεκίνησαν όλα; Πώς ανακαλύψατε τα ηπειρώτικα τραγούδια;
Η τρέλα άρχισε όταν βρήκα μια μικρή στοίβα δίσκων 78 στροφών από την Ήπειρο, στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Αυτό συνέβη πριν από εννέα περίπου χρόνια. Μεταξύ άλλων ήταν και ο «Σκάρος» του Κίτσου Χαρισιάδη. Δεν είχα ιδέα τι ήταν οι δίσκοι μέχρι που γύρισα στις ΗΠΑ, τους καθάρισα και τους άκουσα. Αυτοί οι πρώτοι μου δίσκοι των 78 στροφών, με οδήγησαν στο να ξεκινήσω τη μελέτη της Ηπειρώτικης μουσικής. Έπρεπε να περάσει ένας χρόνος, για να επισκεφθώ τελικά την Ήπειρο, όπου και ανακάλυψα ότι η μουσική σε αυτούς τους δίσκους ηλικίας 90 ετών, ήταν ακόμα ζωντανή και εν ενεργεία.
–Τι σας ώθησε να έρθετε στην Ελλάδα από την Αμερική να μελετήσετε το παραδοσιακό τραγούδι;
Όταν έκανα έρευνα γι’ αυτούς τους δίσκους 78 στροφών από την Ήπειρο, ήρθα σε επαφή με έναν συγγραφέα, τον Jim Potts, ο οποίος είχε γράψει ένα βιβλίο για την Ήπειρο. Εκείνος με τη σειρά του με σύστησε στον Δημήτρη Ντάλλα, έναν μεταφραστή με καταγωγή από το Ζαγόρι. Και οι δύο αυτοί άντρες είναι πια στενοί μου φίλοι. Μου είπαν πως η μουσική που άκουγα σε αυτά τα 78ρια ήταν σε μεγάλο βαθμό ίδια -σε στιλ αλλά και σε περιεχόμενο- με τη μουσική που παίζεται σήμερα στην Ήπειρο. Καθώς ένα τέτοιο φαινόμενο είναι σχεδόν αδύνατο να συμβαίνει στον 21ο αιώνα, αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα, για να ακούσω και να το διαπιστώσω ο ίδιος.
-Έχετε μελετήσει τις μουσικές άλλων λαών, βραβευτεί με Γκράμι και έχετε λάβει άλλες πέντε υποψηφιότητες για το ίδιο βραβείο ποιο ήταν το στοιχείο που σας έκανε να εμβαθύνετε στο Παραδοσιακό Ηπειρώτικο τραγούδι; Το ενδιαφέρον σας ήταν φιλοσοφικό υπαρξιακό ίσως ή απλά ακαδημαϊκό;
Εμβάθυνα στη μουσική της Ηπείρου -και σε άλλα είδη δημοτικής μουσικής- διότι άκουσα κάτι το οποίο δήλωνε “πρόθεση” ή σκοπό σε αυτά τα τραγούδια. Οτι υπήρχε μια λειτουργία σε αυτή τη μουσική, κάτι πολύ παραπάνω από το ψυχαγωγεί απλά τους ακροατές ή τους χορευτές. Άκουσα επίσης και κάτι το οικείο σε αυτή τη μουσική, καθώς παιζόταν σε ένα πνεύμα παρόμοιο με τα παλιά fiddle και badjo τραγούδια όπως επίσης και τα blues της αμερικάνικης επαρχίας του νότου. Άκουσα κάτι ζωντανό, πολύ βαθύ και ανείπωτο στη μουσική της Ηπείρου. Έτσι έχει μεγάλο ενδιαφέρον για μένα σε φιλοσοφικό ή όπως περιγράψατε, υπαρξιακό επίπεδο. Το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον ακολουθεί φυσικά την αρχική παρόρμηση.
–Τα τραγούδια στην Ήπειρο έμειναν απαράλλαχτα όπως τότε που πρωτοτραγουδήθηκαν;
Πολλά από τα χορευτικά τραγούδια με στίχο έχουν ρίζες στην ιστορία της περιοχής πριν τον 18ο και 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής. Αλλά τα μοιρολόγια που έχουν φωνητικά και άλλα επιτραπέζια τραγούδια είναι κατά πολύ αρχαιότερα, με ρίζες στα χρόνια προτού η περιοχή γίνει χριστιανική ορθόδοξη. Έτσι λοιπόν συγκεκριμένα ακουστικά όπως ο Σκάρος και τα μοιρολόγια μπορούμε να πούμε ότι έχουν παγανιστικό παρελθόν. Επειδή η τεχνολογία της ηχογράφησης δεν είχε καταγράψει τον ήχο αυτών των κομματιών παρά μόνο πριν τον 20ο αιώνα, δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα κατά πόσο έχει αλλάξει αυτή η μουσική. Μπορούμε όμως ακόμα να δούμε στον γραμμένο δίσκο ότι υπάρχει μια αξιοπρόσεχτη συνοχή ανάμεσα στον πολιτισμό του παρελθόντος της Ηπείρου και σε εκείνον του σήμερα. Δεδομένου ότι η μουσική είναι ένα από τα πιο καθολικά στοιχεία των πολιτισμών, είναι λογικό ότι ήταν ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους της Ηπείρου και ως εκ τούτου η παρουσία της ήταν σχετικά σταθερή καθώς περνούσε από γενιά σε γενιά.
-O χρόνος πιστεύετε άφησε τα σημάδια του στην παραδοσιακή μουσική της περιοχής;
Φυσικά. Τα πάντα επηρεάζονται από τη φθορά του χρόνου. Τα πάντα αλλάζουν. Ίσως το μόνο πράγμα που παραμένει αμετάβλητο είναι η αγάπη. Αλλά το θέμα με τη μουσική της Ηπείρου είναι ότι ο χρόνος δεν της άφησε σημάδια ούτε την αλλοίωσε όπως άλλες μουσικές του κόσμου. Έχει αλλάξει λιγότερο με την πάροδο του χρόνου. Δεν είναι απλά ζωντανή, αλλά σε ορισμένα χωριά και περιοχές ακμάζει ακόμα και σήμερα. Η καινοτομία στη μουσική ήταν πολύ αργή, επειδή η ίδια η μουσική είχε μια λειτουργία μεταξύ των ανθρώπων – και αυτό λειτούργησε. Γιατί να αλλάξεις κάτι όταν αυτό λειτουργεί άψογα;
–Μια συλλογή με τίτλο «Γιατί είναι Μαύρα είναι τα Βουνά» από την Third Man Records του Jack White, ένα βιβλίο που σύμφωνα με την ετήσια καταγραφή της «Wall Street Journal», είναι από τα σημαντικότερα βιβλία που έχουν κυκλοφορήσει τον τελευταίο χρόνο στις ΗΠΑ, και ένα ντοκιμαντέρ, «Οσον ζής φαίνου» του Πολ Ντουέιν, η αγάπη σας για την Ηπειρώτικη παραδοσιακή μουσική έχει αρχή μέση και τέλος;
Ολοκληρώνεται με τα δύο τελευταία;
Αναγνωρίσατε στο Ηπειρώτικο μοιρολόι κομμάτια της δικής σας πατρίδας;
Φυσικά, το πάθος είχε μια αρχή, αν και κατά πάσα πιθανότητα ξεκίνησε όταν ερωτεύτηκα την παλιά επαρχιώτικη αμερικανική μουσική σε δίσκους 78 στροφών όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών. Αλλά δεν βλέπω αυτό το πάθος να έχει τέλος. Θεωρώ τη μουσική της Ηπείρου ως έναν από τα πολλά παρακλάδια της δημοτικής μουσικής και θέλω να εξερευνήσω ολόκληρο το δέντρο. Δεν γνωρίζω καμία άλλη χώρα που να έχει τόσο μεγάλη ποικιλία σε δημοτική μουσική. Για μένα είναι ένα ατελείωτο φαινόμενο που θα μπορούσα να περάσω πολλές ζωές ακούγοντάς τη, γράφοντας γι ‘αυτήν, συλλέγοντάς, διαδίδοντας τη και γιορτάζοντας με αυτή. Και θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου, συλλέγοντας και γιορτάζοντας τη δημοτική μουσική. Αυτός είναι και ο λόγος που μετακομίζω στην Ελλάδα. Θέλω να ζήσω αυτή τη μουσική στο φυσικό της περιβάλλον και να την μοιραστώ με τον καλύτερο τρόπο που ξέρω.
-Ο πρωταρχικός ρόλος της μουσικής είναι να θεραπεύει; Και στη συνέχεια να βοηθά τους λαούς να μιλούν την ίδια γλώσσα;
Η μουσική είναι ένα τόσο αρχέγονο, καθολικό πράγμα το οποίο, πρέπει να έχει μια βασική λειτουργία. Η μουσική στην Ήπειρο είναι ένα εργαλείο για την επιβίωση. Η πρακτική και η χρήση της μουσικής στην Ήπειρο είναι επίσης πολύ παλιά. Νομίζω ότι η μουσική πρέπει κάποτε να κατείχε, έναν ρόλο ζωτικής σημασίας. Οι πρωτόγονοι άνθρωποι, δεν είχαν την ανάγκη της ψυχαγωγίας. Είχαν άλλες ανάγκες. Η μουσική πρέπει να ικανοποιούσε κάποιες από αυτές τις ανάγκες, επειδή στην προϊστορία μας, τίποτα δεν ήταν περιττό, όλα ήταν απαραίτητα. Όταν χορεύω στο πανηγύρι της Βίτσας στο Ζαγόρι της Ηπείρου, νιώθω σαν να συμμετέχω, σαν να βρίσκομαι ανάμεσα στην οικογένειά μου και ότι μιλάμε όλοι την ίδια μουσική γλώσσα.
-Ανακαλύψατε κοινά στοιχεία στο Ηπειρώτικο μοιρολόι με τα μπλουζ του Μισισιπή;
Ναι, σε μουσικολογικό επίπεδο, τα πεντάτομικα τραγούδια της Ηπείρου και τα μοιρολόγια ακολουθούν παρόμοιες νότες και μοτίβα με κάποια country blues αλλά και gospel του αμερικάνικου νότου. Υπάρχουν αρκετές δομικές ομοιότητες. Αλλά πιο σημαντικό για μένα είναι η πνευματική σπουδαιότητα, η επιβεβαίωση της ζωής και του θανάτου, που βρίσκει κανείς στη μουσική και των δύο τόπων.
-Η εμπορικότητα στην μουσική είναι κατάρα; Υπάρχει τρόπος να συμβαδίσει με την αυθεντική παράδοση;
Κάποια είδη μουσικής προορίζονται αποκλειστικά για εμπορευματοποίηση – για παράδειγμα, η σύγχρονη λαϊκή μουσική δημιουργείται κατά κύριο λόγο για να αποφέρει οικονομικά κέρδη. Είναι κατάρα μόνο σε περίπτωση εμπορευματοποίησης της λαϊκής/δημοτικής μουσικής, της μουσικής ενός λαού. Κι αυτό επειδή η εμπορευματοποίηση αλλοιώνει τον χαρακτήρα της και τον λόγο για τον οποίο η δημοτική μουσική παράγεται εξαρχής. Όταν σχεδιάζεται για να αποφέρει κέρδη, παρά για να θεραπεύσει, η μουσική χάνει τον ιδιοσυγκρασιακό, ιδιαίτερο χαρακτήρα της. Ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσεις ζωντανή την αυθεντική πτυχή της μουσικής αυτής, είναι να νιώθεις υπερηφάνεια, να εκτιμάς την αξία και τον πολιτισμό που παράγει. Nα τη νοιάζεσαι και να ασχολείσαι μαζί της σαν να είναι μικρό παιδί. Να την προστατεύεις επειδή είναι δική σου.
Υπάρχει τρόπος να φέρουμε πίσω τους νέους που έχουν απομακρυνθεί από αυτή χρησιμοποιώντας την παραδοσιακή μουσική;
Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι μέσα από τη διατήρηση της παράδοσης των πανηγυριών, των γάμων και των γλεντιών. Κάθε παραδοσιακή μουσική εκδήλωση πρέπει να αγκαλιάζεται με πολλή αγάπη, και αν τα παιδιά βλέπουν τους γονείς τους να εκτιμούν και να αγαπάνε τη δημοτική μουσική, θα την αγαπήσουν και θα τη διατηρήσουν και αυτά με στη σειρά τους.
-Είστε ένας μανιώδης συλλέκτης δίσκων με ιδιαίτερη προτίμηση σε αυτούς του γραμμοφώνου 78 στροφών, ασχολείστε εδώ και σχεδόν 20 χρόνια με τη μουσική παράδοση (ή το folk αν προτιμάτε) και έχει επιμεληθεί 19 συλλογές τραγουδιών που κινδύνευαν να παραδοθούν στη λήθη. Ποια άλλα είδη μουσικής σάς ενδιαφέρουν;
Είμαι ξετρελαμένος με όλα τα είδη παλιάς λαϊκής και δημοτικής μουσικής – αμερικάνικα blues και παλιά country, ουκρανικές και πολωνικές string bands, παλιά ινδική μουσική – αγαπώ οτιδήποτε είναι αγροτικό και παλιό. Αλλά η προτίμησή μου είναι με διαφορά η ελληνική δημοτική μουσική. Για μένα είναι μια από τις πλουσιότερες και πιο ποικιλόμορφες μουσικές παραδόσεις που δημιουργήθηκαν στον κόσμο. Και μεγάλο μέρος της δημοτικής μουσικής είναι ζωντανό ή και έντονα ενεργό. Για παράδειγμα, έχω μια ωραία συλλογή 78 ποντιακών δίσκων και τον τελευταίο χρόνο έχω ακούσει αρκετούς πραγματικά εξαιρετικούς Πόντιους μουσικούς που παίζουν live σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Κρητικούς μουσικούς, τους μουσικούς από την Κάρπαθο, τους Θρακιώτες, τους Μακεδόνες μουσικούς κ.α. Έχω πολύ ωραίες συλλογές δίσκων από κάθε μία απ’ αυτές τις παραδόσεις και ακόμα μπορεί να βρει κανείς μουσικούς – που διδάχτηκαν τη μουσική απ’ τους γονείς ή από συμπατριώτες τους – που παίζουν αυτή τη μουσική αρκετά καλά. Αυτό το φαινόμενο σπανίζει στον σύγχρονο κόσμο. Δεν γνωρίζω καμία άλλη χώρα εκτός από την Ελλάδα, που να έχει μια τόσο βαθιά μουσική παράδοση και να τη διατηρεί ακόμα ζωντανή.
-Πιστεύετε πως υπάρχει όντως ελπίδα να αγαπήσουμε ξανά τη δική μας αυθεντική παραδοσιακή μουσική μέσα από τα μάτια ενός ξένου που παθιάστηκε μαζί της;
Δεν νομίζω ότι χρειάζεστε τα μάτια ενός ξένου για να αγαπήσετε την παραδοσιακή σας μουσική. Στην πραγματικότητα, δεν το ξέρω. Σίγουρα όχι. Βλέπω πολλούς, πάρα πολλούς Έλληνες να αγαπούν την αυθεντική παραδοσιακή μουσική τους, αλλιώς θα σταματήσει να υφίσταται. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η ηπειρωτική μουσική υπάρχει ακόμα με τον τρόπο που υπάρχει. Οι άνθρωποι της Ηπείρου εκτιμούν τη μουσική τους και αισθάνονται βαθιά υπερηφάνεια γι ‘αυτήν – την αγαπούν πραγματικά. Και το βλέπω αυτό σε πολλές δημοτικές παραδόσεις. Ίσως αυτό που κάνω να είναι απλά να υπενθυμίζω στους ανθρώπους την ομορφιά σε όσα βλέπουν καθημερινά. Όντας ξένος, βλέπω μέσα από ένα διαφορετικό ζευγάρι μάτια και αυτιά, που δεν τα βλέπουν ούτε τα ακούν αυτά κάθε μέρα. Αλλά όχι, δεν χρειάζεται να κάνει κάτι κάποιος ξένος για τον πολιτιστικό πλούτο της Ελλάδας.
– κ. Κινγκ, νιώθω πως θα πρέπει να σε ευχαριστήσουμε για το δώρο που έκανες στους Έλληνες με αυτή την τόσο σημαντική δουλειά με τόση αγάπη πάθος και αφοσίωση.
***
Όσον ζης φαίνου While You Live, Shine | στο 21ο Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Οι μανιώδεις συλλέκτες είναι πλάσματα εξ ορισμού μοναχικά – καταδικασμένα να αναζητούν αιωνίως μια αίσθηση οικείου και γνώριμου, η οποία πάντα θα τους γλιστρά από τα χέρια. Ένας από αυτούς είναι και ο εκκεντρικός Αμερικανός μουσικολόγος Κρις Κινγκ, ένας διάσημος συλλέκτης δίσκων 78 στροφών, που ανακάλυψε για πρώτη φορά μια αίσθηση πατρίδας και θαλπωρής στο άκουσμα των παραδοσιακών ηπειρώτικων τραγουδιών. Ένα συγκλονιστικό ταξίδι στους μυστηριακούς ήχους ενός ξεχασμένου τρόπου ζωής, που σκιαγραφεί παράλληλα το πορτρέτο ενός ανθρώπου που ανακάλυψε το πνευματικό του καταφύγιο στην άλλη άκρη του κόσμου.
Σκηνοθεσία:Paul Duane Διεύθυνση φωτογραφίας:Patrick Jordan Μοντάζ:Tony Cranstoun Ήχος:Leon O’ Neil Παραγωγή:Screenworks Παραγωγός/Παραγωγοί:Paul Duane Κάμερα:Paddy Jordan Φορμάτ:DCP Χρώμα:Έγχρωμο Χώρα Παραγωγής:Ιρλανδία, Ελλάδα, ΗΠΑ Έτος Παραγωγής:2018 Διάρκεια:78΄ Παγκόσμια εκμετάλλευση:Screenworks, [email protected] Βραβεία/Διακρίσεις:Πνεύμα του Indie Cork – IndieCork FF 2018
Προβολές:
ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΝΝΑΣ 08 Μαρτίου 2019 22:15
ΤΩΝΙΑ ΜΑΡΚΕΤΑΚΗ 09 Μαρτίου 2019 15:00