Χρήστος Καρράς: Δεν αποκοπήκαμε ποτέ από όσα τρέχουν γύρω μας
Ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση σε μια κουβέντα εφ όλης της ύλης
Ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση σε μια κουβέντα για τον Πολιτισμό, τα ρίσκα, την πανδημία και όσα άφησε και το μέλλον.
Σας είχα γνωρίσει σε μια άλλη ιδιότητα, πριν είκοσι χρόνια, ασχολούσασταν τότε με το τα τρόφιμα. Πολύ πριν τα βιολογικά και το κρασί γίνουν τάση.
Κάποιες διαστάσεις αυτής της εποχής το αναπολώ με μεγάλη τρυφερότητα, κυρίως η επαφή με τους παραγωγούς, και κυρίως η επαφή με την τοπικότητα των προϊόντων, δηλαδή αυτή – το πόσο ριζομένο είναι κάτι σε έναν τόπο, σε ένα χώμα εν τέλει, και πόσο εκφράζει έναν χαρακτήρα του τόπου μέσα από τις διαδικασίες παραγωγής του, αυτό μου άρεσε πάρα πάρα πολύ.
Το δικό μου ενδιαφέρον από την εποχή που σπούδαζα και έκανα το διδακτορικό μου, στρεφόταν γύρω από τον πολιτισμό και πιο συγκεκριμένα τη μουσική βεβαίως, τη σύγχρονη μουσική, και σε κάποια στιγμή αποφάσισα ότι θα έπρεπε να ξανα γυρίσω προς μια τέτοια κατεύθυνση, αλλά νομίζω ότι – είναι ίσως κοινότυπο να το λέει κανείς – ότι εμπειρία μαζεύει είναι κέρδος στην πορεία, και νομίζω ότι το ότι είχα αυτή την ανάμνηση με αυτό το κομμάτι επηρεάζει λίγο το πως βλέπω τα πράγματα τώρα, έχω ίσως, μια πιο –πώς να το πω- όχι χειρωνακτική, αλλά πρακτική κατανόηση του τι σημαίνει παράγω.
H γαστρονομική κουλτούρα έχει σχέση με τον πολιτισμό, έχει αλληλεπίδραση;
Ναι σε πολλά επίπεδα. Μπορεί στις περισσότερες χώρες, και στην Ευρωπαϊκή Ένωση άλλωστε, η γαστρονομία γενικότερα ή το κρασί να μην περιλαμβάνεται στον επίσημο ορισμό του πολιτιστικού τομέα, γιατί είναι άλλοι βιομηχανικοί τομείς αυτοί, ωστόσο, πραγματικά, το έχουμε δει και με ένα πολύ απλό και γνωστό παράδειγμα, το κίνημα του slow food για παράδειγμα, δείχνει σαφέστατα το πως η καλλιέργεια και η κατανάλωση συνδέεται με μια γενικότερη τοποθέτηση περί ευζωίας, το οποίο είναι σίγουρα συνδεδεμένο και με πολλές εκφάνσεις του πολιτισμού και σε μια εποχή που ολοένα και περισσότερο καλλιεργούμε αυτές τις διασυνδέσεις μεταξύ διαφορετικών τομέων, πιστεύω ότι αυτό θα γίνει πιο σαφές.
Ποιο είναι το απόσταγμα από τη δεκαετή ενασχόληση με τη Στέγη;
Θα έλεγα ότι για εμένα το ουσιαστικό μέρος της δουλειάς που κάνουμε και που έχω κάνει και εγώ μαζί με την υπόλοιπη ομάδα στη Στέγη είναι να βλέπουμε τη δουλειά μας, την παραγωγή πολιτιστικού περιεχομένου, γιατί αυτό κάνουμε στην ουσία, σε πολύ άνιση διάδραση με το τι γίνεται στην κοινωνία, γύρω μας.
Αυτό για εμένα ήταν το μεγάλο μάθημα της Στέγης και με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι δεν είμαστε ένα community organization, είμαστε ένας φορέας, ένας θεσμός για τα ελληνικά δεδομένα μεγάλος, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα μεγαλούτσικος, ο οποίος τρέχει με διαδικασίες κτλ. Παρόλα αυτά, δεν είχαμε ποτέ τον πειρασμό να αποκοπούμε από την επικοινωνία με το τι γίνεται γύρω μας και βέβαια εμείς είμαστε εντός των τειχών μας και παράγουμε αυτό που νομίζουμε – όχι – η ενέργεια και η ένδειξη για το τι θα κάνουμε, για το ποια είναι τα επόμενα βήματα, πραγματικά προέρχονται από το ό,τι αφουγκραζόμαστε και ακούμε και είμαστε σε επαφή με το τι γίνεται γύρω μας, για εμένα αυτή είναι η ουσία.
Ήταν από την αρχή στις προτεραιότητές σας ή απλά ξεκινήσατε σαν ένας αμιγώς πολιτιστικός θεσμός περιχαρακωμένος;
Νομίζω ξεκινήσαμε, σίγουρα με ένα πιο τυπικό, αν και πολύ σύγχρονο, για τα ελληνικά δεδομένα, πολιτιστικό πρόγραμμα. Πράγματι, τα πρώτα μερικά χρόνια λειτουργούσαμε ως ένας χώρος που προέβαλλε και υποστήριζε την παραγωγή πολύ σύγχρονης δημιουργίας και ακόμη το κάνουμε, αλλά, και είναι λογικό, ήμασταν και μια νέα ομάδα, ένας νέος χώρος, έπρεπε κάπως να καθιερωθεί κτλ.
Νομίζω, όμως, ότι πολύ γρήγορα αρχίσαμε και αναπτύσσαμε μορφές και τρόπους δημιουργίας και προβολής του πολιτισμού που έφυγαν από αυτό, το λίγο περιχαρακωμένο που λέτε, και έψαχνα τρόπους που πραγματικά, η δημιουργία να είναι και στο επίπεδο του χώρου, να βγαίνουμε από τη Στέγη, δηλαδή αυτό νομίζω ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα, ότι αυτό που κάνουμε είναι το περιεχόμενό μας, δεν είναι το κτήριο μας, δεν είναι, δηλαδή, η ασφάλεια του θεάτρου ή αυτή του ωραίου κτηρίου που έχουμε στην Αθήνα, είναι ριψοκίνδυνο να κάνεις πράγματα και εκτός, αυτό ήταν νομίζω ένα πολύ σημαντικό βήμα που άλλαξε τα δεδομένα.
Αυτά τα δημόσια δρώμενα που κάνετε, παρατηρήσατε να έρχεται και ένας κόσμους που δεν ήταν το παραδοσιακό κοινό της Στέγης ή των άλλων φορέων, ήταν ένα καινούργιο κοινό;
Νομίζω ότι ναι, και νομίζω ότι σε δύο επίπεδα, το πρώτο είναι ότι ανάλογα με το τι κάνει κανείς, το κοινό είναι πλέον το κοινό της πόλης, που είναι ετερόκλητο και το οποίο μπορεί να μην είχε σκεφτεί να πάει σε μια παράσταση σύγχρονου χορού, αλλά όταν οι χορευτές περνούν στο δρόμο και κάνουν μια παράσταση στην είσοδο της πολυκατοικίας απέναντι, ξαφνικά έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα γεγονός καλλιτεχνικό, το οποίο μπορεί κάτι να σου αφήσει, μπορεί και να μην σου αφήσει, αλλά δεν πειράζει, κάτι έγινε και σίγουρα επίσης, νομίζω δείχνοντας, ότι δεν είμαστε μέσα στο ωραίο μας, μαρμάρινο, στην κυριολεξία, κτήριο, δείξαμε σε μια ομάδα κοινού που μπορεί να μας έβλεπε με κάποια δυσπιστία, ότι δεν είμαστε αυτό το αποκομμένο αφ’ υψηλού και αυτό νομίζω δημιούργησε ένα άλλο κοινό, ναι.
Τολμήσατε να επενδύσετε στη διαφορετικότητα, να πάρετε θέση δημόσια, πολλές φορές, ακόμα και με τρόπο προκλητικό. Αυτό εμπεριέχει ρίσκο. Ήταν εύκολη απόφαση;
Και ναι και όχι, ήταν εύκολη απόφαση, διότι πραγματικά το πιστεύουμε, αλλά είναι δύσκολο διότι δεν είναι κάτι που μπορείς να κάνεις χωρίς να σκεφτείς, δεν είσαι άτομο, είσαι ένας φορέας, αντιμετωπίζεις σίγουρα, και όταν το κάνουμε πάντα, έχουμε περίπου μισά μισά σχόλια θετικά και μισά μισά εξαιρετικά αρνητικά.
Άρα πρέπει να σκεφτείς ότι μπαίνεις σε ένα τέτοιο δημόσιο λόγο, ο οποίος έχει τις εντάσεις του και τις αντιπαραθέσεις του, άλλα ακριβώς νομίζουμε ότι ο πολιτισμός δεν μπορεί να είναι κατανοητός ξέχωρα από τα φλέγοντα ζητήματα και αυτά που είπατε για πολιτικότητα, για κοινωνίες, σαν την ελληνική, που αλλάζει μεν, αλλά αλλάζει με αντιστάσεις πολλές, είναι ένα μείζον πολιτιστικό θέμα, όχι μόνο πολιτικό.
Πως χειριστήκατε αρνητικές κριτικές όπως με το φωτισμό στο κέντρο της Αθήνας και το άλλο είναι με την επέμβαση στην Ακρόπολη, όπου είχατε βέβαια και τη μικρότερη ευθύνη. Μετανιώσατε που εμπλακήκατε.
Όχι, δεν μετανιώσαμε πραγματικά. Το θέμα του φωτισμού της Αθήνας σίγουρα μας έδειξε ότι πρέπει τα πράγματα να είναι πολύ ξεκάθαρα όταν επεμβαίνεις στο δημόσιο χώρο, υπό ποιες προϋποθέσεις, ποιος το ζήτησε, γιατί το κάνεις έτσι κτλ. Ο Δήμος Αθηναίων προσκάλεσε εταιρείες να συγχρηματοδοτήσουν, εκεί θέλει μεγάλη σαφήνεια γιατί ο κόσμος είναι ο χώρος του, έχει δικαίωμα να ξέρει. Για την Ακρόπολη, πράγματι, νομίζω αυτό με τις προσβασιμότητες για εμένα η μεγάλη ουσία του έργου της Ακρόπολης και ο λόγος που πιστεύω ότι ήταν πολύ σημαντικός να γίνει ήταν θέμα πρόσβασης.
Τώρα, από εκεί και πέρα, οι επιλογές των αρχαιολόγων και των αρχιτεκτόνων δεν είναι προφανώς δικιές μας και δεν θα μπορούσε ένας ιδιωτικός φορέας να πει πως θα γίνει σε ένα μνημείο τέτοιου τύπου. Ενδεχομένως, αυτή η ιστορία μπλέχτηκε και με ευρύτερες πολιτικές αντιπαραθέσεις, σίγουρα δεν το μετανιώνουμε, νομίζουμε είναι ένα σημαντικό έργο, αν έπρεπε αρχαιολογικά, από αρχαιολογικής σκοπιάς να γίνει αλλιώς, δεν είμαι εγώ σε θέση να το κρίνω.
Επηρεάζει κάτι από αυτά ή, μελλοντικές αποφάσεις σας, με την έννοια ότι μπορεί να ζυγίσετε παραπάνω παρόμοιες δράσεις στο μέλλον;
Νομίζω, πάντα μαθαίνει κανείς από το πως πήγε μια δράση και σίγουρα μαθαίνουμε και εμείς πάλι, το πόσο προσεκτικοί και ευαίσθητοι θα πρέπει να είναι ένας φορέας ο οποίος αναλαμβάνει μια πρωτοβουλία ή συνήθως απαντά σε μια πρωτοβουλία ή σε μια πρόσκληση, όταν αφορά το δημόσιο χώρο. Νομίζω ότι πάντα ζυγίζουμε τις συνθήκες και πάντα μαθαίνουμε.
Βοηθήσατε μερικούς σπουδαίους καινούργιους καλλιτέχνες του ελληνικού πολιτισμού. Σήμερα θα ρισκάρατε με άγνωστα ονόματα ή πάτε λίγο πιο με την πεπατημένη;
Δεν φαίνεται ότι πάμε με την πεπατημένη, προσπαθούμε πάντα να αισθανθούμε τι είναι αυτό το οποίο εκφράζει μια σημερινή καλλιτεχνική, δημιουργική ανησυχία στο πως γίνονται τα έργα, με ποιες συνθήκες, με ποια θέματα κτλ. Και αυτό νομίζω, φάνηκε και στα έργα που προβάλαμε και κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή στο κανάλι μας, και αυτά που τώρα μπαίνουν στις σκηνές μας πολλές φορές, που πολλές φορές είναι πολύ λιγότερο γνωστοί και στο φεστιβάλ νέων χορογράφων που κάναμε, είναι πάρα πολλά παιδιά που κάνουνε, όχι ακριβώς, τα πρώτα βήματα και απαντώντας σε αυτό που λέτε, λοιπόν, η Στέγη πιστεύω ότι δεν έχει το ρόλο, το να είναι το εφαλτήριο μοιραία νεοεμφανιζόμενων καλλιτεχνών. Αυτό που είναι προβληματικό, ενδεχομένως στην Ελλάδα, και εδώ είναι που πιστεύω ότι οι πόλεις, όχι μόνο η Αθήνα, η κάθε πόλη μπορεί και πρέπει να παίξει τον ρόλο είναι να υπάρχουν οι συνθήκες εκείνες και οι θεσμοί και οι χώροι που να επιτρέπουνε να εκκολαφθεί ο καλλιτέχνης που θα κάνει το πρώτο του βήμα.
Εμείς, σίγουρα, παίρνουμε μέρος στο να βρούμε νέους καλλιτέχνες, αλλά σίγουρα θέλουμε να καταλάβουμε τι υπάρχει σαν παρελθόν, τι είναι η στρατηγική, πώς δουλεύει κτλ. Άρα θα έλεγα ότι δεν είναι αυτός ο ρόλος μας ακριβώς, βεβαίως, από άλλες σκοπιές, μέσω υποτροφιών κτλ. υποστηρίζουμε πολύ νέους καλλιτέχνες ή το Ίδρυμα υποστηρίζει πολύ νέους καλλιτέχνες, αλλά νομίζω, εδώ μιλάμε ότι πρέπει να υπάρχει ένα οικοσύστημα που να έχει φορείς σαν τη Στέγη και να έχει, επίσης, και τους τρόπους ώστε κάποιος που έχει κάτι να πει, να έχει τη δυνατότητα με λιγότερα μέσα, ενδεχομένως, σε ένα πιο τοπικό επίπεδο, να πειραματηστεί και να κάνει. Άρα, ο πολιτισμός είναι οικοσύστημα και δεν φτάνει να υπάρχει η Στέγη. Πρέπει να υπάρχουνε και άλλα πράγματα, αυτά τα άλλα πράγματα, τα πιο απλά, τα πιο άμεσα, έχουν υποφέρει πάρα πάρα πολύ και μέσα από την κρίση και νομίζω, εκεί θέλει ενδυνάμωση το οικοσύστημα αυτό.
Στην πανδημία εκπαιδευτήκαμε και σε έναν άλλον τρόπο θέασης των πραγμάτων. Πιστεύετε ότι θα συνεχίσουν οι οργανισμοί να παράγουν πράγματα μόνο για την οθόνη;
Νομίζω πως η πανδημία μέσα σε όλα τα δεινά που έφερε, όντως αυτό το οποίο μας δίδαξε ήταν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι το ότι το να φτιάχνεις περιεχόμενο για το διαδίκτυο δεν είναι απλώς να μεταφέρεις κάτι που ήταν σε μία σκηνή στο διαδίκτυο. Αυτό δεν λειτουργεί, είναι ένα πολύ πολύ φτωχό υποκατάστατο. Πρέπει να δεις το διαδίκτυο, είτε από τα μέσα που σου προσφέρει το διαδίκτυο μάλλον, ως μια άλλης μορφής σκηνής, η οποία θα έχει τους δικούς του κανόνες, τις δικιές του δραματουργίες, τη δική του αισθητική κ.ο.κ. Άρα το πρώτο πράγμα που μάθαμε και το μάθαμε “the hard way” είναι ότι θέλει άλλη προσέγγιση παραγωγής και δημιουργίας.
Το δεύτερο που μάθαμε είναι ότι, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, δεν είναι είτε «είτε» είτε «ή», και τα δύο υπάρχουν και τα δύο έχουν την αξία τους. Θεωρούμε στη Στέγη, και πιστεύω ότι όλοι μας θεωρούμε, ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει σε σημασία η ζωντανή επαφή και επικοινωνία με ένα κοινό. Από εκεί και πέρα, όμως, επίσης δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η καλή παραγωγή στο διαδίκτυο σου επιτρέπει να φτάσεις πολύ παραπέρα και να κάνεις άλλα πράγματα. Άρα, εγώ, ναι, βλέπω μια συνύπαρξη και θεωρώ ότι είναι θετική αυτή η συνύπαρξη.
Υπάρχει ένα κομμάτι ανησυχίας συγκριτικής. Ο φόβος ότι ίσως υπάρχει ένα πατρονάρισμα, από τους μεγάλους φορείς του πολιτισμού. Σας απασχολεί αυτή η κριτική ανησυχία;
Οφείλει να μας απασχολήσει γιατί είναι δεδομένο ότι και θα ξαναχρησιμοποιήσω την λέξη «οικοσύστημα», όταν έχεις ένα οικοσύστημα, έχεις έναν οργανισμό, ο οποίος έχει μεγάλη εξουσία και μεγάλο εκτόπισμα, προφανώς επηρεάζει και τα υπόλοιπα. Θέλω να πιστεύω ότι η Στέγη έχει χρησιμοποιήσει την ισχύ της και τη δύναμη, που παρέχει η υποστήριξη του «Ιδρύματος Ωνάση». Κακά τα ψέματα, η πραγματικότητα είναι ότι όλοι οι φορείς, ακόμη και οι μεγάλοι, είναι πεπερασμένοι. Θα κάνουμε Χ παραγωγές τον χρόνο, μπορεί προτάσεις να έχουμε λάβει 10 Χ. Αυτό από μόνο του είναι μια ευθύνη, νομίζω ότι εάν είναι ξεκάθαρες διαδικασίες, αν υπάρχει μια προσέγγιση η οποία είναι κατανοητή, αυτό είναι σημαντικό κομμάτι στην όλη την ιστορία αυτή.
Τι δεν έχετε κάνει μέχρι τώρα, κάποιο απωθημένο;
Δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό, πραγματικά, αυτή τη στιγμή σαν βασικό απωθημένο. Πολλά projects δεν έχουν γίνει μέσα στα χρόνια, αλλά θα έλεγα ότι αυτό είναι εκ των πραγμάτων, έτσι θα είναι, αλλά πολύ βαθύ απωθημένο, ευτυχώς, δεν έχουμε.
Ο ελληνικός πολιτισμός σε τι επίπεδο βρίσκεται κατά τη γνώμη σας, μπαίνουμε ξανά στ διεθνή χάρτη; Πιστεύετε ότι αυτή τη στιγμή θα έρχονταν άνθρωποι από αλλού να παρακολουθήσουν πράγματα εδώ;
Ναι, το πιστεύω. Και εντάξει, το λέγαμε πριν ότι και ο πολιτισμός είναι ένας σύνθετος τομέας, δηλαδή έχει τα εικαστικά, το χορό, το θέατρο, τα ψηφιακά, και όλες οι άλλες εκφάνσεις που μπορεί να φανταστεί κανείς. Δεν είναι ότι όλα έχουν την ίδια προσβασιμότητα σε σχέση με ένα ξένο κοινό ή το ίδιο ενδιαφέρον. Νομίζω, για παράδειγμα, σε επίπεδο χορού για να μιλήσουμε για έναν τομέα, ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα διανύει μία χρυσή εποχή, ή ότι τουλάχιστον τρεις χορογράφοι, ο Παπαϊωάννου, ο Παπαδόπουλος και ο Λασκαρίδης, που αυτή τη στιγμή κάνουνε πολύ ουσιαστικές καριέρες στο εξωτερικό και άρα όταν ανεβάζουνε πράγματα εδώ, έρχεται κόσμος και συζητιούνται. Δεν είναι όλα τα ίδια. Εικαστικά, νομίζω κινούνται τα πράγματα σιγά σιγά στην Ελλάδα.
Έχει και ένα ενδιαφέρον τώρα στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη δεν ξέρω. Στην Αθήνα υπάρχει ένα καινούργιο οικοσύστημα χώρων που το κρατούν ψηλά και καλλιτέχνες νέοι, μεγάλες εμπορικές γκαλερί, πειραματίζονται με συνεργασίες κτλ. Και έχουν συνδέσεις με το εξωτερικό, δηλαδή νομίζω ανάλογα με τον τομέα υπάρχει ενδιαφέρον και στο κινηματογράφο προφανώς, αλλά εδώ πλέον πρέπει να το δει κανείς υπό τομέα, υπό τομέα.
Πρέπει να το δει κανείς γενικότερα, νομίζω ότι υπάρχει πάρα πολύ περιθώριο να κάνουμε ακόμη περισσότερα πράγματα και να υποστηριχθεί ακόμη περισσότερο και η ελληνική σύγχρονη παραγωγή στο εξωτερικό, πιστεύω ότι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλο περιθώριο, επίσης, διασύνδεσης της πολιτιστικής κληρονομιάς με το σύγχρονο, όπως έχουμε κάνει και εμείς κάποια πράγματα τελευταία σε αυτή τη κατεύθυνση, με τα dj sets, είτε τη Δήλο είτε στην Αρχαία Μεσσήνη και άλλα που έχουμε κάνει στην Αρχαία Μεσσήνη, αλλά, νομίζω υπάρχουν πολλοί τομείς που μπορεί κανείς να φανταστεί ενδιαφέροντα πράγματα που να φέρουν ακόμη περισσότερο την Ελλάδα στον χάρτη το διεθνή.
Είναι προς τιμήν σας ότι κάνατε πάντα και πράγματα που είχαν εκτός από καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία. Να υποθέσω ότι ήταν στους στόχους;
Αυτό είναι και θέμα πειθαρχίας θα έλεγα. Με ποια έννοια, το να έχεις λεφτά και να κάνεις ό,τι σου κατέβει και να μην υπάρχει ανταπόκριση από το κοινό, σημαίνει ότι κάτι κάνεις λάθος, κι όλας. Τα πράγματα δεν έχουν την ίδια εμπορική ανταπόκριση, πάντα. Κάποια πράγματα που κάνουμε, που είναι πολύ πιο εξειδικευμένα, πολύ πιο μικρά και τα κάνουμε, γιατί θέλουμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα το πως γίνονται τα πράγματα σε κάποιον τομέα.
Αλλά, αλίμονό μας, αν δεν μας ενδιέφερε ότι ο κόσμος θέλει να έρθει να πάρει ένα εισιτήριο και να έρθει. Και επίσης, είμαστε πολύ υπέρ του να υπάρχει κάποιο εισιτήριο για τα πράγματα που κάνουμε, γιατί θεωρούμε πως αλλιώς είναι πολύ αθέμιτος ανταγωνισμός και στους φορείς που εκ των πραγμάτων ζούνε από τα εισιτήρια, γιατί το να πεις ότι εγώ δεν χρειάζομαι λεφτά, οπότε δεν βάζω εισιτήριο και ελάτε, δεν είναι σωστό προς τον άλλον, ο οποίος θα ζήσει από τα εισιτήρια.
Πολιτιστικά η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε ένα καλό σημείο, δεν βρίσκεται, πώς την βλέπετε;
Χωρίς να ζω εδώ θεωρώ ότι υπάρχουνε κάποιες ομάδες που κάνουνε, συνεχίζουν και προσπαθούν να κάνουν πράγματα και φορείς όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου που κάνουν σπουδαία δουλειά. Πιστεύω ότι υπάρχει δυναμική, και υπάρχει μια πόλη, που είναι από πολλές σκοπιές πάρα πολύ ζωντανή, με πάρα πολλούς φοιτητές, με πολύ νέο κόσμο, και πλέον με υποδομές, ικανοποιητικές.
Νομίζω ότι, σίγουρα, μπορούσε να έχει περισσότερη δυναμική η εδώ παραγωγή πολιτιστική. Σε επίπεδο υποστήριξης του πολιτισμού και διασύνδεσής με τη δημιουργική οικονομία, ναι πρέπει να βοηθηθεί, θα ήταν ένας τρόπος ο πολιτισμός να ήταν μια μηχανή ανάπτυξης που για τις αποβιομηχανοποιημένες πόλεις είναι το μέλλον, η βιώσιμη ανάπτυξη.