Δημήτρης Καταλειφός: «Η ανθρωπιά καραδοκεί και μπορεί παντού να ξεμυτίσει»
Ένας πραγματικός Σερ του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου, μιλά στην Parallaxi για τη νέα παράσταση στη Θεσσαλονίκη, τη ζωή, τη διαδρομή αλλά και την αλλαγή των εποχών
Τον συνάντησα πρώτη φορά κινηματογραφικά στα Πέτρινα Χρόνια του Παντελή Βούλγαρη.
Ήταν ο Μπάμπης που με την Ελένη (Θέμις Μπαζάκα) παντρεύονται ως πολιτικοί κρατούμενοι μέσα στη φυλακή, σε ένα συγκλονιστικό φιλμ.
Τον είδα μετά στο Θεόφιλο του Λάκη Παπαστάθη, όπου ενσάρκωσε τον ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.
Είχε προηγηθεί βέβαια το τηλεοπτικό Μινόρε της Αυγής, όπως και σημαντικές παραστάσεις και ταινίες.
Ακολούθησε μέχρι και σήμερα μια σπουδαία διαδρομή σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση, που κατέστησε τον Δημήτρη Καταλειφό ως έναν από τους σπουδαιότερους ηθοποιούς της γενιάς του στην Ελλάδα.
Ένας πραγματικός Σερ του ελληνικού πολιτισμού, μιας και εκτός από από την τέχνη της υποκριτικής και της σκηνοθεσίας, ασκεί κι αυτή της ποίησης, έχει ήδη εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, ενώ έχει ζωγραφίσει και τα εξώφυλλα των βιβλίων.
Μιλά στην Parallaxi με αφορμή την παράσταση στην οποία πρωταγωνιστεί στη Θεσσαλονίκη, το «Πριν Ανοίξουμε Φτερά» του Φλοριάν Ζελέρ, σε σκηνοθεσία της Άννας Μαρίας Παπαχαραλάμπους, στο θέατρο Αριστοτέλειον.
Ο ίδιος μας λέει για το έργο:
«Το ‘Πριν να ανοίξουμε φτερά’ γράφτηκε το 2016 από τον Φλωριάν Ζελέρ. Ο συγγραφέας έχει γράψει μια τριλογία από την οποία το γνωστότερο είναι «Ο Πατέρας» που γυρίστηκε ταινία με τον Άντονι Χόπκινς. Μετά έγραψε το έργο «Η μητέρα» και ένα έργο «Ο γιος». Στη συνέχεια, το «Πριν ανοίξουμε φτερά» και έχουν ως θέμα την οικογένεια, όπου ο πατέρας έχει άνοια.
Υπάρχουν δύο θέματα που απασχολούν πολύ τον Ζελέρ στα έργα του. Το ένα είναι η οικογενειακή συνοχή, οι οικογενειακές σχέσεις και από την άλλη το θέμα της μνήμης.
Από τη μία η αγάπη μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, αλλά με ένα σύνθετο τρόπο αγάπη, όχι έτσι… γλυκερά. Και από την άλλη το θέμα ότι μπορεί κανείς να χάσει σιγά-σιγά την ταυτότητά του όταν πια χάνει τη μνήμη του. Και βρίσκεται εκτεθειμένος στο σύμπαν και ανήμπορος με μια έννοια».

Η συζήτησή μας όπως προεκτείνεται σε πιο βαθιά ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και σε όσα συμβαίνουν γύρω από τις τέχνες στην Ελλάδα. Θέματα με ενδιαφέρον όταν μιλά γι’ αυτά ο Δημήτρης Καταλειφός.
Η συνειδητοποίηση ότι ο χρόνος φθίνει, ότι η μνήμη ασθενεί, ότι έρχεται το τέλος πριν αυτό ακόμη έρθει, είναι χειρότερη καμιά φορά από το ίδιο το γεγονός του θανάτου και του τέλους;
«Ναι. Το έργο είναι γραμμένο με ένα τέτοιο τρόπο που δεν σου ξεκαθαρίζει ποτέ ποιος είναι ο πραγματικά νεκρός στο έργο. Ο σύζυγος ή η σύζυγος. Αλλά ο σύζυγος επειδή έχει την άνοια, είναι και σαν νεκρός. Δηλαδή αυτό το ‘σαν’ τα λέει όλα. Ενώ ζει, τη στιγμή που δεν έχει τη δυνατότητα να θυμηθεί, αλλά και να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα του θανάτου της συζύγου του, εξαιτίας της άνοιας, αρνείται να το αποδεχτεί, δεν δέχεται την πραγματικότητα. Από τη μια αυτό είναι τραγικό, αλλά από την άλλη λες μήπως είναι καλύτερα που τουλάχιστον έτσι δεν συνειδητοποιεί την απώλεια; Δηλαδή είναι αντιφατική η σχέση του συγγραφέα με το θέμα άνοια».
Άρα τα πράγματα ζουν όταν τα θυμόμαστε κυρίως.
«Ναι και ποτέ δεν ξέρουμε, ακόμα και όταν ένας άνθρωπος έχει αρχίσει να φεύγει, τι ακριβώς αισθάνεται ή τι ακριβώς απ’ όλα αυτά που είναι γύρω του ακόμα υπάρχει. Δηλαδή στον συγκεκριμένο ήρωα, η αγάπη για την γυναίκα του η οποία είναι έτσι πολύ συγκινητική, εξακολουθεί και υπάρχει ακόμα και αν υπάρχει άνοια.
Δηλαδή κάποια συναισθήματα είναι σαν να μένουν και ερήμην της άνοιας. Αυτό μας λέει τουλάχιστον το έργο».
Πόσο εύκολα μπορούμε να συμφιλιωθούμε με το πέρασμα του χρόνου.
«Καθόλου εύκολο… Νομίζω ότι το πιο θλιβερό πράγμα στη ζωή μας είναι αυτό, ότι περνάει ο χρόνος και όλα αυτά που λέγονται περί ωριμότητας εγώ λίγο τα ακούω σαν εξωραϊσμούς. Είναι πάρα πολύ μελαγχολικό να μεγαλώνεις, να φθείρεσαι, να χαλάει η υγεία σου, η εμφάνισή σου. Είναι τόσο ωραίο όταν είσαι νέος. Εγώ είμαι της άποψης ότι το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το αποδεχτείς, να βρεις πράγματα να σε γεμίζουν και να παλεύεις με αυτή τη μελαγχολία που καραδοκεί ανά πάσα στιγμή. Δεν πιστεύω ποτέ ότι ο άνθρωπος πραγματικά συμφιλιώνεται με το να γερνάει».
Η υποκριτική και η συμμετοχή στην τέχνη γενικότερα σε βοηθάει να διατηρηθείς νέος, διατηρεί πιο φρέσκο το μυαλό σου;
«Ναι, αυτό ναι. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι αυτή η λέξη, ότι παίζω θέατρο, αυτή η αίσθηση του παιχνιδιού, αυτή η αίσθηση ότι κάθε φορά με ένα καινούργιο έργο ξαναβλέπεις τα πράγματα από την αρχή, είτε ένα θέμα, είτε μια ιστορία, είτε ένα κοινό κάθε φορά διαφορετικό, όλο αυτό έχει μια σωτήρια, ανανέωση των πραγμάτων. Οπότε ναι, βοηθάει. Είναι ένα καταφύγιο η τέχνη πολύ θεραπευτικό και γι’ αυτούς που την κάνουν».
Η μνήμη, το βίωμα ή η φαντασία πιο πολύτιμο για έναν ηθοποιό;
«Εγώ νομίζω ότι είναι τα δύο σπουδαιότερα εργαλεία για έναν ηθοποιό. Αναγκαία και τα δύο. Από τη μια η μνήμη είναι όλες αυτές οι εμπειρίες οι οποίες σε τροφοδοτούν, δημιουργούν αυτό που είσαι, δημιουργούν όλο το background. Και από την άλλη η φαντασία, αυτή η θαυμαστή λειτουργία του εγκεφάλου που αναπληρώνει αυτά που δεν έχει ζήσει. Οπότε ο συνδυασμός αυτών των δύο είναι πραγματικά πολύτιμος για έναν καλλιτέχνη.
Δεν σημαίνει ότι όλα τα έχουμε ζήσει. Το αντίθετο. Γι’ αυτό είναι ωραίο με τη φαντασία σου, να ζεις και λίγο άλλου είδους ζωές που δεν έχεις μπορέσει να τις ζήσεις στην πραγματική ζωή».
Υπάρχουν κάποιοι ρόλοι που επιτείνουν την ευθραυστότητα ενός ηθοποιού, που ίσως καμιά φορά όταν τον υποδύεται είναι σαν να τον φοράει και λίγο εκτός θεάτρου, ότι τον επηρεάζει και εκτός θεάτρου.
«Η ατμόσφαιρα ενός ρόλου σίγουρα σε επηρεάζει. Δηλαδή όταν έχεις κάθε βράδυ να κάνεις έναν ρόλο που αφορά ένα δυσάρεστο θέμα, όσο κι αν το παλεύεις και λες είναι δύο ώρες και μετά θα γυρίσω στη ζωή μου την κανονική, πάντα υπάρχει ένας απόηχος από το έργο που παίζει κανείς και κάπως τον επηρεάζει. Αλλά όχι σε βαθμό που να λέμε ότι δεν το διαχωρίζεις. Σίγουρα το διαχωρίζεις».

Σε αυτό το αέναο αγώνα της μάχης με τον χρόνο, η σημασία της αγάπης και της οικογένειας, ποια θεωρείτε ότι είναι;
«Το έργο έχει αυτή την ιδιότητα, ότι παρουσιάζει ένα ζευγάρι που είναι πάνω από 50 χρόνια μαζί, σε έναν γάμο που δεν ήταν και ο ιδανικός. Δηλαδή είχαν και συγκρούσεις. Υπάρχει η υπόνοια ότι ο σύζυγος κάποτε είχε απατήσει και τη σύζυγο αλλά αυτή τον συγχώρεσε.
Οπότε δεν είναι κανένας γάμος όπου όλα ήταν ιδανικά. Αλλά ήταν ένας γάμος ο οποίος άντεξε στο χρόνο και αυτοί οι δύο άνθρωποι αγαπήθηκαν βαθιά. Αυτή η αγάπη λοιπόν η οποία δοκιμάστηκε όταν ο ένας από τους δύο έφυγε, αναρωτιέται ο συγγραφέας πώς το αντέχει αυτός που επέζησε.
Δηλαδή πώς αντέχεται η απώλεια ενός ανθρώπου που τον έχουμε αγαπήσει. Έχουμε ζήσει μαζί του τόσα πολλά χρόνια. Έχουμε κάνει παιδιά.
Είναι πάντα ένα θέμα που τουλάχιστον όσο ακόμα στις μέρες μας υπάρχουν γάμοι και οικογένειες, γιατί αυτό σιγά σιγά αλλάζει και αυτό αρκετά στην σύγχρονη κοινωνία, αλλά τέλος πάντων επειδή μιλάει για έναν γάμο που είχε γίνει πριν 50 χρόνια από τώρα, βάζει αυτό το μεγάλο ερώτημα: Τι κάνει ο άλλος που απομένει. Πώς χειρίζεται αυτό το πένθος, αν μπορεί να το δεχτεί, αν μπορεί να το αντέξει. Δηλαδή όλο το έργο με μία έννοια έχει γεννηθεί από αυτό το μεγάλο τρόμο που έχει ο άνθρωπος όταν χάνει το ταίρι του.
Ο συγκεκριμένος ήρωας επειδή δεν το αντέχει αντιστέκεται σε σημείο που πια δεν το πιστεύει. Δηλαδή το έργο έχει έναν παραλογισμό, είναι κάτι πέραν από την πραγματικότητα, είναι ένας άνθρωπος που εξαιτίας της άνοιας πιθανόν δεν δέχεται ότι το ταίρι του έχει φύγει. Το οποίο έχει μία μορφή και απελπισίας αλλά και μίας περίεργης αισιοδοξίας.
Αλλά θέλω να πω ότι το έργο αυτό έχει μία μεγάλη δυσκολία, τόσο για εμάς που το παίζουμε όσο και για το κοινό, η οποία έγκειται στο ότι δεν είναι μία γραμμική αφήγηση. Είναι σαν ένα ποίημα με αποσπασματικές σκηνές, σαν να θέλει ο Ζελέρ να αισθανθεί ο θεατής ότι κι αυτός βλέπει το έργο μέσα από μία ταραχή για τα πράγματα που μοιάζει με άνοια. Δεν σου δείχνει μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, είναι με αποσπασματικό τρόπο. Δεν έχει μία ροή όπως ένα άλλο κανονικό έργο γι’ αυτό και επηρεάζει πάρα πολύ την ατμόσφαιρα της παράστασης.
Ο Ζελέρ επιδιώκει ο θεατής να αισθανθεί, παρά να καταλάβει, δηλαδή παίζουμε πολύ ριψοκίνδυνα σε αυτό το έργο».
«Οι άνθρωποι είναι πιο στο έλεος μιας παγκοσμιοποίησης και ενός ανελέητου καπιταλισμού»
Ορμώμενος από αυτό που είπατε λίγο νωρίτερα, ότι ζούμε αρκετές αλλαγές στη σύγχρονη ζωή, γιατί πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να παντρευτούν ή χωρίζουν;
«Οι περισσότεροι άνθρωποι, οι νέοι, αποφεύγουν να παντρευτούν ή αποφεύγουν να ζήσουν μαζί πολύ καιρό και συνήθως υπάρχουν διαζύγια. Αυτός ο γάμος του συγκεκριμένου έργου είναι μια εποχή παλιότερη, ίσως ήταν οι γονείς του Ζελέρ, δηλαδή είναι ένα ζευγάρι σαν να λέμε που γύρω στο ’50 γεννήθηκε.
Έχουν γίνει τόσες τρομερές αλλαγές από την αρχή του 21ου αιώνα, έχουν γίνει σε όλα τα επίπεδα τρομερές αλλαγές πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά. Εγινε αυτή η τεράστια έκρηξη της τεχνολογίας, έχουν καταρρεύσει πάρα πολλές ιδεολογίες, οι άνθρωποι είναι πιο στο έλεος μιας παγκοσμιοποίησης και ενός καπιταλισμού ανελέητου. Με αυτή την ευκολία που υπάρχει με τα social media για γνωριμίες, έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Οι γυναίκες πια δεν ζουν στο σπίτι, αλλά κάνουν και εκείνες την καριέρα τους και ενδιαφέρονται πολύ για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.
Όλα έχουν αλλάξει τρομερά. Τόσο ώστε ίσως ο γάμος πια να είναι ένα ξεπερασμένο μοντέλο, το οποίο έχει αφήσει ακόμα τους ανθρώπους μετέωρους και αμήχανους, όπως και σε πάρα πολλά άλλα θέματα, έτσι και στο θέμα της οικογένειας και του γάμου. Νομίζω ότι διανύουμε μία τόσο μεγάλη αλλαγή που είναι ακόμα αρχή, είναι μόνο 25 χρόνια ουσιαστικά αυτή η αλλαγή, οπότε δεν ξέρω να πω αν είναι καλύτερα ή χειρότερα. Είναι σίγουρα διαφορετικά. Τώρα που θα οδηγηθεί όλο αυτό, είναι αβέβαιο.
‘Αλλωστε και ο γάμος, για να είμαστε και δίκαιοι, από μεγάλους συγγραφείς του 20ου αιώνα θεωρείται μία φυλακή και ένα κλουβί.
Ας πούμε ο Στρίντμπεργκ λέει για τον γάμο τα χειρότερα ή ο Ίψεν σε πολλά έργα του. Επομένως δεν είναι ότι ο γάμος ήταν κάτι καταπληκτικό που τώρα ξεπερνιέται. Κάθε εκδοχή ζωής έχει τα συν και τα πλην της τελικά, έτσι νιώθω».
Ζούμε σε μια εποχή μεγαλύτερης ελευθερίας και δικαιωματισμού, από την άλλη όμως μήπως αυτό μας οδηγεί σε μια εποχή περισσότερης μοναχικότητας;
«Τα δείγματα που ζούμε αυτή την εποχή σίγουρα είναι μια μοναχικότητα. Δηλαδή και αν δει κανείς πολλούς νέους ανθρώπους που κλείνονται στο σπίτι με το κομπιούτερ και ανταλλάσσουν γραπτά μηνύματα, ναι υπάρχει πάρα πολύ αυτό. Βέβαια όλα είναι σχετικά, γιατί βλέπεις ότι ακόμα υπάρχουν ζευγάρια που είναι ερωτευμένα που περπατάς στο δρόμο και λες τι ωραία δυο παιδιά είναι ερωτευμένα! Ακόμα δηλαδή η ανθρωπιά καραδοκεί και μπορεί να ξεμυτίσει ακόμα και όταν αλλάζουν τόσο έντονα οι εποχές.
Η ανάγκη αυτή του μαζί δεν νομίζω ότι είναι κάτι που θα σταματήσει ποτέ γιατί είναι η μόνη παρηγοριά, το να μοιραστείς με έναν άλλον άνθρωπο κάτι. Μπορεί αυτό τώρα να εμποδίζεται από τις υπάρχουσες συνθήκες, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν είναι μια ανάγκη που κάποιοι τουλάχιστον την πραγματοποιούν».
Πιστεύετε ότι μπορεί να είναι ένα πρόβλημα και το γεγονός ότι δεν ερωτευόμαστε τα πιο απλά πράγματα, τη δουλειά μας την καθημερινή μας βόλτα, ένα κρασί που μπορεί να πιούμε με έναν φίλο, τα κάνουμε λίγο όλα μηχανικά και αυτοματοποιημένα με το ρολόι στο χέρι;
«Ναι, έχει αλλάξει πάρα πολύ ο χρόνος. Παρατηρώ, επειδή είμαι και μεγάλος άνθρωπος, 71 ετών πια, παρατηρώ πόσο με ενοχλεί και με εκνευρίζει ότι ακόμα και στη Θεσσαλονίκη που είναι μια τόσο ζεστή πόλη, μπαίνεις πια στα καταστήματα οπουδήποτε και οι 7 στους 10 μιλάνε τόσο υποκριτικά ευγενικά σαν να είμαστε Εγγλέζοι. «Καλή θέαση». Παγερά, σαν να μην βλέπουν τον απέναντι. Και αμέσως να καταφύγουν σε κάτι γραπτό ακόμα.
Και καφέ πια παραγγέλνεις με μια κάμερα σε κάποια καταστήματα. Μπήκα και το είδα. Σοκαρίστηκα. Να παραγγέλνω έναν καφέ με κάμερα! Πήγα να φύγω και μου λέει ο σερβιτόρος ‘που πάτε’. Εγώ θέλω να πιώ έναν καφέ κανονικά, του είπα. Γίνεται; Τι εννοείτε κανονικά; Να σας το παραγγείλω; Ναι λέω, παραγγείλτε το και να μου το φέρετε!
Αυτό το κανονικά έχει αρχίσει πραγματικά και χάνει την υπόστασή του. Δηλαδή αντικαθίσταται με μια μηχανικότητα που πρέπει κανείς να αρχίσει να παλέψει για να τη διαρρήξει. Νιώθω μεριές φορές ότι είμαι από άλλο πλανήτη πια».
Εσείς τι απολαμβάνετε στην καθημερινότητα;
«Ό,τι μου θυμίζει αυτά που ήξερα! Να σου χαμογελάσει ένας άνθρωπος αληθινά και κανονικά αλλά αυτό πραγματικά το βλέπεις, δεν είναι ότι έχει εξαφανιστεί.
Υπάρχουν και μερικά νέα παιδιά, γιατί εγώ παρατηρώ πολύ τώρα την νεολαία που ήρθα στη Θεσσαλονίκη και βλέπω ας πούμε ότι μερικά παιδιά στο μετρό, ενώ δεν ήξερα να βγάλω εισιτήριο, με τι ευγένεια ήρθαν και μου έδειξαν πώς να το κάνω. Δηλαδή από τη μια βλέπεις αυτό το στερεοτυπικό, το παγερό που πάει να γίνει στην κοινωνία μας και από την άλλη βλέπεις να ξεμητίζει πάντα μια ζεστασιά. Αυτό νομίζω είναι το μόνο που εμένα μου δίνει μια αισιοδοξία, ότι η ανθρωπιά και η ζεστασιά κάπου θα βρίσκουν τρόπο να αναρριχηθούν, σαν ένα φυτό ξερό».
Δεν μπορεί ο άνθρωπος να καταντήσει ένα AI και ένα ρομπότ. Νομίζω ότι κάπου θα βρεθεί μια αντίσταση και στην τέχνη και στην καθημερινή ζωή και σε όλα. Δεν αντέχεται η ζωή μόνο με μηχανήματα και τεχνολογία. Υπάρχει ένας διάχυτος λαϊκισμός και κακογουστιά πια στα πάντα. Από την πολιτική ξεκινάνε όλα αυτά και φτάνουν μέχρι την κάθε στιγμή της καθημερινής μας μέρας.
Με τον τρόπο που χειραγωγούν τον κόσμο. Όλη η Ελλάδα έχει επιδοθεί σε μια κουτσομπολίστικη διάθεση, σε μια τοξικότητα, σε μια ανοησία, σε μια κακουγουστιά. Δεν υπάρχουν πια πνευματικοί άνθρωποι, είναι όλα πόσο πουλάει το καθετί και πόσο κόσμο είχε, ποιος βγήκε πρώτος σε εισπράξεις ή πρώτος σε τηλεθέαση. Όλα είναι πρωτιές πώλησης. Αυτό το πράγμα πιστεύω ότι είναι απελπιστικά νοσηρό».
Το θέατρο και γενικότερα η τέχνη θεωρείτε ότι έχει μπει και αυτή σε καλούπια;
«Σε μεγάλο βαθμό. Έχει μπει στους νόμους της ελεύθερης αγοράς, όπου πια ενώ υπάρχει αυτή η αντίφαση ότι ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο, όμως ταυτόχρονα λένε ‘παρακαλούμε κλείστε τα κινητά σας’ και ‘μην τρώτε για να γίνει η παράσταση’. Εγώ αυτό το βρίσκω αδιανόητο. Δηλαδή κάποτε πήγαιναν οι άνθρωποι στο θέατρο σαν να πηγαίναν στην εκκλησία, τουλάχιστον στις παραστάσεις του Κουν και κάποιων ακόμα θεάτρων με ένα ρεπερτόριο πιο απαιτητικό και τώρα φτάνουν οι άνθρωποι με ένα κινητό και σχεδόν δεν κατανοούν γιατί πρέπει να το κλείσουν. Σε κάποια θέατρα τρώνε σαν να είναι στο σπίτι τους και βλέπουν Netflix. Αν αυτό είναι πολιτισμός εγώ είμαι Κινέζος.
Πηγαίνουν τα παιδιά στα παιδικά θέατρα και τα τροφοδοτούν για να δουλεύουν τα μπαρ των θεάτρων με τσιπς και pop-corn και μαθαίνει ένα παιδί από μικρό η πρώτη επαφή με το θέατρο που είναι τόσο σημαντική να γίνεται σαν να τρώει στο σπίτι του και χαζεύει ένα βιντεο-γκέιμ. Δεν γίνεται έτσι. Από το σχολείο ξεκινάει αυτό. Τα πάνε μέσα στο θέατρο αλλά με έναν τέτοιο τρόπο που δεν μοιάζει με πολιτισμό παρά με μία ακόμα έξοδο ψυχαγωγίας.
Το θέατρο δεν είναι μόνο ψυχαγωγία είναι και ένας χώρος που μπορεί να καλλιεργηθεί το αίσθημα, η σκέψη, το καλό γούστο, μια ιδεολογία. Δεν είναι δηλαδή μόνο όλα τα ίδια για να περνάει η ώρα μας όπως θα περνάγε σ’ ένα Λούνα παρκ».
Πιστεύετε ότι λείπουν και από τους ανθρώπους του θέατρου πρωτοβουλίες όπως ήταν η δική σας η Σκηνή, το Εμπρός τέτοιες πιο αυθόρμητες πρωτοβουλίες;
«Βλέπω ότι γίνονται κάποιες ομάδες μικρότερης διάρκειας και υπάρχουν και εδώ και στην Αθήνα, γίνονται κάποιες προσπάθειες. Οι νέοι πάντα παλεύουν για κάτι και μάλιστα υπάρχει μια νέα γενιά ηθοποιών οι οποίοι είναι πάρα πολύ ταλαντούχοι, πιο ενημερωμένοι, πιο κατηριτισμένοι. Υπάρχει πάρα πολύ ταλέντο στη νέα γενιά, απλώς πια η εποχή είναι τέτοια που οι περισσότεροι αυτό το ταλέντο τους, το διαθέτουν εκεί που πουλάει. Δεν υπάρχει πια το όραμα να κάνουμε κάτι μαζί, με έναν ρομαντισμό μπας και αλλάξουν τα πράγματα μπας και προσφέρουμε κάτι στον τόπο μας, πιο αξιόλογο.
Είναι πια ατομικές κυρίως καριέρες που περιμένουν την οικονομική τους επιβράβευση και όποια άλλη επιβράβευση. Εμείς όταν κάναμε το Εμπρός και τη Σκηνή ήταν αμέσως μετά την μεταπολίτευση, ο κόσμος ονειρευόταν μια καλύτερη Ελλάδα, πιο δίκαια μετά από την δικτατορία, πιο ελεύθερη, πιο πνευματική. Όλο αυτό το πράγμα δυστυχώς οδηγήθηκε σε μια τεράστια αποτυχία και οι νέοι άνθρωποι πια δεν εμπιστεύονται την προηγούμενη γενιά. Κοιτάνε κατάματα μια εποχή που έχει πολύ περισσότερο κυνισμό και καθόλου ιδεολογίες».
Τα Πέτρινα Χρόνια και ο Βούλγαρης
Υπήρξαν όμως και πολύ σημαντικές στιγμές της προηγούμενης δεκαετίας που δεν ξέρω αν υπάρχουν πια στον ελληνικό κινηματογράφο. Προσωπικά τα ‘Πέτρινα χρόνια’ μου άλλαξαν τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα…
«Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση έγιναν πολλά σημαντικά πράγματα, ακριβώς επειδή άλλαζε μια εποχή και ονειρευόντουσαν οι Έλληνες κάτι καλύτερο και δικαιότερο. Τώρα πάλι επειδή είναι μια μεταβατική περίοδος βλέπετε πάλι γίνονται κάποια πράγματα.
Έγινε μια ταινία του Οικονομίδη, η «Σπασμένη Φλέβα» που έχει μεγάλη ανταπόκριση γιατί μιλάει γι’ αυτό που έχει καταλήξει να είναι η Ελλάδα στις μέρες μας. Γι’ αυτό και έχει αυτή την απήχηση δηλαδή, αναγνωρίζει ο Έλληνας πολλά πράγματα της πατρίδας μας σε αυτή τη ταινία όσο κι αν είναι δυσάρεστα. Οπότε και τώρα γίνονται κάποια πράγματα αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι αντιπνευματική και αντικαλλιτεχνική κατ’ εμέ».
Για τη γενιά σας ήταν ο νέος ελληνικός κινηματογράφος ένα όχημα να ανοιχτεί λίγο περισσότερο στην περιπέτεια της τέχνης;
«Ναι βέβαια ήταν, με τον Βούλγαρη, με τον Αγγελόπουλο, με τον Πανουσόπουλο, υπήρχαν πάρα πολύ σημαντικές ταινίες και δημιουργοί. Με τη Φρίντα Λιάππα.. Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης συνέβαλε πάρα πολύ. Αλλά τώρα τι να πεις, όταν ακόμα και στην Αθήνα που υποτίθεται είναι η πρωτεύουσα έχουν απομείνει στο κέντρο 5 αίθουσες όλες και όλες. Αυτό λέει πάρα πολλά πράγματα. Έχει γίνει πια ο κινηματογράφος ένα καταναλωτικό είδος. Το βλέπουμε στο σπίτι μας τρώγοντας πίτσα. Αυτό είναι μια άλλη σχέση πια με τα πράγματα.
Εγώ είχα την τύχη να παίξω σε μια εποχή στον κινηματογράφο που κάποιες ταινίες είχαν και απήχηση, που με χαροποίησε. Γνώρισα πολύ σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Βούλγαρης, ο Παπαστάθης και σίγουρα αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι. Δηλαδή ήταν άνθρωποι που ήταν πολύ γόνιμο και δημιουργικό που τους γνώρισα και οφείλω πολλά στην διαμόρφωσή μου με τη γνωριμία μου με τέτοιους ανθρώπους».
Συγκεκριμένα από τη συνεργασία σας με τον Παντελή, Βούλγαρη, τι αποκομίσατε;
«Ο Παντελής ήταν και είναι ένας σκηνοθέτης που εκπέμπει μία γλυκύτητα και μία γνώση για τα πράγματα, αλλά με μία απλότητα την οποία τη μεταδίδει στον ηθοποιό και τον χαλαρώνει και αυτό είναι τόσο ωραίο. Επειδή ο φακός πάντα έχει μία ένταση, κάτι που γυρίζεται και πρέπει εκείνη τη στιγμή να αποτυπωθεί και μετά δεν έχει άλλο κτλ, ο Βούλγαρης είναι ιδανικός να δημιουργεί ένα κλίμα που να αισθάνεσαι ότι αυτό είναι και ένα ταξίδι ευχάριστο και έτσι τουλάχιστον εμένα μου έφερνε μία χαλάρωση, δηλαδή με ηρεμούσε. Χώρια ότι έχει μεγάλη ευαισθησία, έχει μία ανθρωπιά στις ταινίες του, κάναμε πάντα πρόβες που εγώ το θεωρώ αναγκαίο, δηλαδή ποτέ σε μία ταινία του Βούλγαρη δεν πήγαμε χωρίς προετοιμασία, οπότε πάντα αυτό για μένα είναι πολύ σημαντικό».
Τα βραβεία μετράνε για εσάς;
«Κοιτάξτε είναι μία χαρά, είναι μία ευχαρίστηση, μια αναγνώριση, αλλά δεν είναι πάντα ούτε δίκαια, δηλαδή εγώ τα βραβεία λίγο τα βλέπω σαν το φλουρί της πίτας της πρωτοχρονιάς της που αν έχεις την τύχη να σου πέσει, θα σου πέσει. Δηλαδή έχω κάνει πράγματα πολύ σημαντικότερα που δεν βραβεύτηκαν και δεν ανταποκρίνεται πάντοτε σε κάτι αντικειμενικά αξιοκρατικό, παίζει ρόλο και η τύχη. Αλλά σίγουρα είναι ευχάριστο, δυσάρεστο δεν είναι με τίποτα.»
Για το νέο αίμα των σκηνοθετών, είπατε για τους ηθοποιούς, έχετε κάποια αισιοδοξία, παράδειγμα Σωτήρης Τσαφούλιας… Έρχεται από πίσω αυτό που λέμε νέο αίμα;
«Ναι, σίγουρα υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι σκηνοθέτες και στο σινεμά και στο θέατρο. Έχουν αλλάξει βέβαια, δηλαδή τώρα στο θέατρο κυριαρχεί μια τάση που την καταλαβαίνω κιόλας, στα έργα αυτό που λέμε να τα πειράξει, να μην είναι όπως παλιά. Είναι καλό να συμβεί, μόνο που είναι ένα ρίσκο, άλλοτε πετυχαίνει και άλλοτε καθόλου. Κάποιες φορές δεν αναγνωρίζεις καν το έργο για το οποίο γράφτηκε. Υπάρχει δηλαδή ένα ρίσκο πια σε αυτό με τα πειράγματα των έργων.
Εγώ δεν είμαι πολύ υπέρ του καινούργιου όσο του αυθεντικού.
Όταν κάτι είναι αυθεντικό είναι αυτόματα και καινούργιο για μένα. Άμα είναι με το ζόρι καινούργιο τραβηγμένο από τα μαλλιά, πολλές φορές απλώς καταστρέφει ένα έργο..
Τώρα όσον αφορά τις κινηματογραφικές σκηνοθεσίες, νομίζω ότι παίζει πολύ μεγάλο ρόλο το σενάριο και η προετοιμασία. Γι’ αυτό και μου άρεσε αυτή η ταινία «Η Σπασμένη Φλέβα» γιατί ξέρω ότι οι ηθοποιοί είχαν κάνει πάρα πολλούς μήνες πρόβα και επίσης ήταν και ένα σενάριο δουλεμένο από δύο ανθρώπους που το κατείχαν».
Σε πολλές άλλες ελληνικές ταινίες τα σενάρια ακόμα είναι λίγο θολά, δεν έχουν βρει την αφήγηση έτσι όπως χρειάζεται και όλα αυτά έχουν πολύ σχέση και με τον χρόνο. Γιατί όταν οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου τον περισσότερο χρόνο τον καταναλώνουν προσπαθώντας να βρουν χρήματα για να γυρίσουν την ταινία, μοιραία το βάρος πέφτει πάρα πολύ εκεί και όταν έρχεται η στιγμή να γυρίσουν την ταινία το σενάριο δεν είχε τη δουλειά που χρειαζόταν».

Η ποίηση είναι στο DNA μας
Είχατε εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές. Η ποίηση λειτούργησε για εσάς ως εξομολόγηση, ως παρηγοριά, ή απλά ως μια ανάγκη έκφρασης;
«Λειτούργησε ως την καλύτερη συντροφιά, γιατί οι τρεις συλλογές γεννήθηκαν μέσα στις καραντίνες που ζήσαμε στον κορονοϊό, επειδή βρέθηκα χωρίς θέατρο και ήμουνα στο σπίτι. Έτσι κλεισμένος και λόγω και διαφόρων άλλων πραγμάτων στην προσωπική μου ζωή, ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω χωρίς το μέσον ενός θεατρικού έργου, ένιωσα την ανάγκη να πω και εγώ κάποια πράγματα με τα δικά μου λόγια. Οπότε βγήκαν αυτές οι τρεις ποιητικές συλλογές οι οποίες μου προσέφεραν πραγματικά και παρηγοριά και συντροφιά και καταφύγιο και ευχαρίστηση κυρίως.
Είναι τρία βιβλία που βγήκαν μέσα από ουσιαστική χαρά από μέσα μου. Δηλαδή όσο κι αν έχουν μια μελαγχολία τα ποιήματα, εγώ ένιωθα χαρούμενος γράφοντάς τα. Και νοσταλγώ πάρα πολύ να ξαναβρώ χρόνο και να ξαναέγραφα γιατί αυτό θέλει και ησυχία και μια συγκέντρωση, έτσι που να μη σε αποσπούν άλλα πράγματα, οπότε πάρα πολύ θα ήθελα να ξαναγράψω κάτι».
Πρέπει να βάλουμε περισσότερο την ποίηση στη ζωή μας;
«Φυσικά, όχι μόνο να γράφουμε, αλλά και ως αναγνώστες. Είμαστε μια χώρα η οποία έχει μεγάλη παράδοση στην ποίηση.
Έχουμε βγάλει τρομερά σπουδαίους ποιητές. Η ποίηση είναι μέσα στο DNA μας.
Είναι πολύ σημαντικό για τον καθένα να βρει χρόνο και να διαβάζει ποιήματα. Το ποίημα έχει κάτι και πιο ελεύθερο, είναι κάτι πιο σύντομο, είναι κάτι που μπορεί ένα στίχος να σε στοιχειώσει, να σε κάνει να δεις με ένα άλλο μάτι κάτι, αλλά με έναν πολύ γρήγορο τρόπο που δεν το πετυχαίνει ένα μυθιστόρημα γιατί στο μυθιστόρημα πρέπει να αφιερώσεις πάρα πολύ χρόνο από τη ζωή σου. Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν διαβάζουν κάτι, το διαβάζουν σε μια παραλία που δεν είναι το ίδιο».
Βοηθάει και στην ανακάλυψη του εαυτού;
«Κυρίως. Τα βιβλία όπως και το θέατρο, όπως λέει και ο Σέξπηρ, γενικά η τέχνη καθρεφτίζει τη ζωή.
Εκεί αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας. Σε ένα βιβλίο, σε μια μουσική, σε ένα ποίημα, σε ένα στίχο. Γι’ αυτό χρειάζεται και η τέχνη άλλωστε.
Είναι ένα μοίρασμα που κάνει τους ανθρώπους να ενωθούν με τους άλλους και να ξεφύγουν από αυτό το ασφυκτικό κλοιό που είναι το εγώ μας».
Πιστεύετε δηλαδή ότι έχουμε κρυμμένα πράγματα μέσα μας που βγαίνουν με μία αφορμή, όπως ήταν για εσάς η παράσταση στα 13 σας χρόνια, βλέποντας την Έλλη Λαμπέτη;
«Ναι. Όλοι οι άνθρωποι πιστεύω ότι έχουμε μέσα μας πράγματα που αν βρεθεί η η στιγμή ή ο χρόνος, μπορούν να ξυπνήσουν αυτή την ανάγκη που έχουν όλοι οι άνθρωποι για το άλλο, με κεφαλαίο και για το αλλού.
Αυτό δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην το αισθάνεται. Ακόμα και μία νοικοκυρά που θα κάθεται στην κουζίνα και θα πλένει πιάτα και θα τραγουδήσει ένα τραγουδάκι εκείνη την ώρα λαϊκό ή ρεμπέτικο ή ακόμα και τις Βίσση, δείχνει την τάση που έχει ο άνθρωπος να ξεφύγει. Όχι την τάση, την ανάγκη που έχει ο άνθρωπος. Δεν του φτάνει του ανθρώπου μόνο η πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα μερικές φορές είναι ασφυκτική. Οπότε η ελπίδα του ανθρώπου και αυτό που τον κάνει να χαλαρώσει η ψυχή του, είναι σίγουρα μια οποιαδήποτε μορφή τέχνης είτε είναι η ζωγραφική, είτε να τραγουδήσει, είτε να γράψει ένα ποίημα, είτε να διαβάσει ένα ποίημα.
Η πραγματικότητα από μόνη της δεν αντέχεται. Θέλει πάντα ένα ταξίδι η ψυχή του ανθρώπου».
Στη ζωή μας έρχονται κάποια μηνύματα, κάποιοι χρησμοί που μας οδηγούν σε κάποιους συγκεκριμένους προορισμούς;
«Αυτό που μου αναφέρατε πριν με τη Λαμπέτη. Όταν είδα την παράσταση, μου ξύπνησε. Εγώ δεν έλεγα ούτε ποιήματα στο σχολείο.
Ήμουνα κάποιος που ντρεπόταν, δηλαδή ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό. Και όταν είδα την Λαμπέτη και δύο χρόνια μετά το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του Κουν, μια φωνή μέσα μου που δεν ξέρω από πού βγήκε και από πού προήλθε, είπε αυτό θέλω και εγώ να κάνω στη ζωή μου. Αυτό έγινε ξαφνικά από μια οικογένεια που δεν είχε καμία σχέση με καλλιτεχνικά πράγματα.
Το μόνο που μπορώ να πω ότι ήταν καλλιτεχνικό σε μένα ήταν ότι από πολύ μικρός λάτρευα πολύ τον κινηματογράφο και κάθε μέρα είχαμε μια κοπέλα στο σπίτι που για τη μητέρα μου δούλευε και πηγαίναμε κάθε μέρα στο σινεμά και βλέπαμε όλες τις ελληνικές ταινίες. Αυτό το παραμύθι πάντα υπήρχε μέσα μου, αλλά η φωνή για να ασχοληθώ εγώ με αυτό προήλθε ξαφνικά από τις δύο αυτές παραστάσεις που είδα».
Η συνάντηση με ποιους ανθρώπους σας καθόρισε; Ποιες επιρροές;
«Ήταν που ξεκίνησα με τον Σπύρο τον Ευαγγελάτο, μετά ήταν ένας σκηνοθέτης πάρα πολύ σημαντικός, αν και λίγο παραγνωρισμένος, ο Λεωνίδας Τριβιζάς, που για μένα ήταν ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης. Και μετά με καθόρισαν αυτοί οι 7 άνθρωποι με τους οποίους κάναμε την Σκηνή και το Εμπρός, με αυτούς ζυμώθηκα, γύρω στα 15 χρόνια, και θετικά και αρνητικά, δεν ήταν μόνο θετικά. Και μετά ο Αντώνης ο Αντύπας, αυτοί δηλαδή οι σκηνοθέτες με τους οποίους δούλεψα τα περισσότερα από αυτά τα χρόνια της ζωής μου η Ελένη Σκότη, επίσης στην Αθήνα μία σκηνοθέτης. Με αυτούς τους ανθρώπους δηλαδή, ο Γιώργος ο Σκεύας, ουσιαστικά με αυτούς έτσι διαμορφώθηκα κι εγώ. Γιατί σε κάθε συνεργασία ένα λιθαράκι έβαζε ο καθένας».
Σας έχει μείνει λίγο απωθημένο κάποια συνεργασία που ίσως δεν πέτυχε ή δεν έτυχε ποτέ;
«Θα ήθελα πολύ να συνεργαστώ, πράγμα που δεν θα συμβεί γιατί έχει λίγο αποσυρθεί απ’ ό,τι ξέρω, με τον Νίκο το Μαστοράκη, τον οποίο τον θεωρώ έναν πάρα πολύ αξιόλογο σκηνοθέτη.
Αλλά δυστυχώς δεν έτυχε ποτέ κάποια ευκαιρία να συνεργαστούμε, όπως και με τον Θωμά το Μοσχόπουλο. Είναι δύο σκηνοθέτες που λυπάμαι πολύ που δεν μπόρεσα ποτέ να συνεργαστώ μαζί τους. Μακάρι ίσως να προλάβω αργότερα, αλλά δεν ξέρω».
Τι μουσική ακούτε;
«Όταν ήμουν έφηβος αγαπούσα, αγάπη που διατηρείται μέχρι τώρα, τους Beatles. Αγαπώ τον Χατζηδάκη, το Θεοδωράκη, τα ρεμπέτικα τραγούδια, το Σαββόπουλο. Από ποιο νέους μου άρεσε τρομακτικά η Amy Winehouse. Kαταπληκτική τραγουδίστρια.
Η ζωή στην Αθήνα πώς είναι;
«Αφόρητη πια. Αφόρητη.
Υπάρχει τεράστιο πρόβλημα με την κυκλοφορία. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πια τρία ή τέσσερα αυτοκίνητα.
Όλη μέρα οι δρόμοι είναι πήχτρα. Το μετρό δεν έχει συχνά δρομολόγια και άνθρωποι είναι κολλημένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Ταξί είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις πια στο δρόμο.
Όλα είναι με εφαρμογές και εξυπηρετούν πρωτίστως τους τουρίστες και τα αεροδρόμια. Τα σπίτια είναι πανάκριβα, τα ενοίκια λόγω του Airbnb. Και τα κεντρικότερα σημεία της Αθήνας είναι άθλια πια.
Δηλαδή οι τρεις δρόμοι Ακαδημίας, Πανεπιστημίου και Σταδίου είναι ή κλειστά μαγαζιά ή κατεβασμένα τα ρολά. Και εδώ πέρα που ήρθα στη Θεσσαλονίκη είναι τόσο όμορφα τα Χριστούγεννα που βλέπεις το κέντρο στολισμένο. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την Αθήνα.
Δηλαδή στην Αθήνα έχουνε μείνει δύο τρία μέρη όμορφα ακόμα και τα περισσότερα άλλα είναι πια ή κλειστά ή με κατεβασμένα τα ρολά. Μιλάω για το κέντρο. Οπότε ναι, είναι πολύ δύσκολα πια στην Αθήνα.
Έχει φοβερό τουρισμό συνέχεια όλους τους μήνες. Δεν μπορείς να βρεις κάπου να πας να φας. Πρέπει να έχεις λέει κάνει κράτηση ακόμα και σε ένα ταπεινό εστιατόριο.
Δηλαδή πολύ δύσκολη η καθημερινή ζωή. Η Θεσσαλονίκη είναι πιο ανθρώπινη λίγο. Και πολύ πιο όμορφο το κέντρο της».

Μπορούσατε να μείνετε μόνιμα εκτός Αθηνών;
«Στη Θεσσαλονίκη θα έμενα καλύτερα, αν δούλευα. Αλλά το μόνο κακό της Θεσσαλονίκης είναι η υγρασία που αυτή πειράζει πάρα πολύ λίγο τη μέση… Αλλά κατά τα άλλα είναι πανέμορφη πόλη».
Επειδή είστε και δάσκαλος, τι θα λέγατε τώρα σε έναν νέο ηθοποιό ως μια συμβουλή, ως ένα μότο να ακολουθήσει;
«Τώρα πια είμαι όλο και πιο αμήχανος απέναντι στα νέα παιδιά.
Δεν ξέρω καν αν μπορώ να συμβουλέψω. Γιατί όλες οι ιδέες και τα πράγματα που στήριξαν τη δική μου γενιά, είναι πια συζητήσιμα. Οπότε σε ένα παιδί θα του έλεγα μόνο το απόσταγμα της εμπειρίας μου. που είναι σε μία φράση ότι η τέχνη του θεάτρου είναι μια υπέροχη τέχνη και ένα τρομακτικά δύσκολο επάγγελμα.
Δυστυχώς είναι και τέχνη και επάγγελμα και πρέπει κανείς να ζυγίσει πάρα πολύ την αντοχή του για το δεύτερο σκέλος, του επαγγέλματος. Γιατί ως τέχνη στη σχολή είναι πάρα πολύ όμορφα, είναι ακόμα οικογενειακά, το παιδί είναι νέο και ο δάσκαλος φροντίζει να λυθεί, να παίξει όσο καλύτερα μπορεί. Μετά όμως όταν μπεις στην πραγματικότητα αρχίζει πια ένας ωκεανός, στον οποίο ή πρέπει κανείς να έχει τη δύναμη και την αντοχή να κολυμπήσει ή αλλιώς καλύτερα να μην βουτήξει».
Όλα αυτά που είχαν δει το φως της δημοσιότητας κυρίως τα προηγούμενα χρόνια με καταγγελίες, θεωρείτε ότι έχουν αλλάξει κάπως το χώρο;
«Ναι, κάπως τον έχουν αλλάξει. Σίγουρα έχουν επηρεάσει και θετικά και αρνητικά. Θετικά είναι ότι τώρα πια ένας άνθρωπος μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, της συμπεριφοράς, πώς θα του φερθεί ο σκηνοθέτης ή όποιος έχει κάποια εξουσία.
Εκείνο που είναι αρνητικό είναι ότι ακόμα δεν έχει βρεθεί μια ισορροπία και επειδή πάντα τα πράγματα όταν πρωτογίνονται έχουν και μια υπερβολή, σε ορισμένα πράγματα υπάρχει και μια υπερβολή. Δηλαδή, δεν μιλάω καθόλου για τα σεξουαλικά, αλλά στην ατμόσφαιρα μιας πρόβας, όπως ανεβαίνουν τα έργα μέσα στον πιεσμένο χρόνο που ανεβαίνουν, είναι αδύνατο να μην υπάρχουν εντάσεις οι οποίες πολλές φορές είναι και κάτι δημιουργικό. Εγώ δεν πιστεύω ας πούμε ότι όταν κάνουν πρόβες οι ηθοποιοί σε μια σκηνή πρέπει να είναι ένας χώρος, σαν ένα σαλονάκι που πάμε επίσκεψη και βάζουμε μια μάσκα ευγένειας.
Μπορούμε να πούμε απόψεις, μπορούμε να συμφωνήσουμε, να διαφωνήσουμε, να προτείνουμε μια γνώμη για μια σκηνή. Δηλαδή, πρέπει να υπάρχει μια ελευθερία και όχι ένας καθωσπρεπισμός.
Αυτό πολύ συχνά κάποιοι μπορούν να το χαρακτηρίσουν ότι μπορεί να είναι μια μορφή καταπίεσης και τέτοια.
Δεν πιστεύω δηλαδή ότι οι πρόβες πρέπει να είναι πια και κάτι στο οποίο απαγορεύεται οποιαδήποτε ένταση. Δεν εννοώ να γίνονται καβγάδες, αλλά όχι και να είναι ένα μοναστήρι που όλοι είμαστε σιωπηλοί και χαμογελαστοί. Πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία που δεν είναι ακόμα κατακτημένη.
Έχουμε γίνει ξαφνικά πάρα πολύ και σεμνότυφοι και συντηρητικοί και υποκριτές. Δηλαδή ο έρωτας είναι ένα μεγάλο κομμάτι στη ζωή των ανθρώπων. Δεν σημαίνει πάντα το να σ’ αρέσει ένας άνθρωπος ότι είναι μία παρενόχληση.
Δηλαδή κάπου έχουν λίγο οι έννοιες τεντωθεί, υπερβολικά. Θέλει να βρεθεί ένα κέντρο. Και τώρα χάρη σε αυτή την υπερβολή έχουν βρει έναν τρόπο πια να γίνεται θέμα παντού και να πουλάει και αυτό ως ένα κουτσομπολίστικο θέμα.
Δηλαδή έχει γίνει λίγο εκμετάλλευση αυτού του πράγματος. Δεν σημαίνει όμως, για να μην παρεξηγηθώ, ότι δεν ήταν καλό και σωστό το ότι υπάρχει και αυτή η προστασία του ατόμου».
Σας αρέσει να ταξιδεύετε;
«Ναι πολύ, αλλά δεν μπαίνω πια στ’ αεροπλάνο γιατί είχα πάει στην Αμερική και φοβήθηκα πάρα πολύ από ένα ταξίδι που κούναγε πολύ.
Και έτσι πια δυστυχώς… Το 2008 είχε γίνει. Έκανα κάποιες προσπάθειες αλλά δυστυχώς δεν αισθάνομαι καλά στ’ αεροπλάνο πια. Και έτσι ή με λεωφορείο ή με καράβι ή με το τρένο.
Μου αρέσει πολύ το Λονδίνο λόγω των θεάτρων, γιατί μ’ αρέσει πολύ να βλέπω τους Άγγλους ηθοποιούς. Οπότε το Λονδίνο ήταν η αγαπημένη πόλη κυρίως για θεατρικούς λόγους».

Αγαπημένος ηθοποιός;
«Από τους Έλληνες παλιούς ήταν ο Λογοθετίδης και η Λαμπέτη και από τους ξένους ο Άντονι Χόπκινς και η Μέριλ Στριπ».
Ο Λογοθετίδης νομίζω σας θύμιζε και τον πατέρα σας.
«Ναι, αλλά αυτός είχε μία ποίηση στην υποκριτική… Δεν ξέρεις από πού πήγαζε η υποκριτική, ήταν το μυστικό του, ήταν η συνταγή του, δεν ξέρω τι, πάντως ενώ ήταν κωμικός ταυτόχρονα ήταν απίστευτα ποιητικός. Δημιουργούσε μια αίσθηση και κωμική αλλά και ποιητική ταυτόχρονα.
Και μ’ άρεσε πολύ και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος επίσης».
Αυτό που λέμε αυτοδίδακτος μπορεί να είναι κάποιος σήμερα; Τι είναι πιο σημαντικό, το χάρισμα ή η προσπάθεια;
«Εγώ ως δάσκαλος πραγματικά που τόσα χρόνια παρακολουθώ τα παιδιά δεν μπορώ να καταλάβω ξεκάθαρα. Κάποιοι άνθρωποι κουβαλάνε και φέρουν κάτι που εσύ δεν χρειάζεται να τους πεις ποτέ. Άλλοι το χρειάζονται και βελτιώνονται.
Δηλαδή δεν υπάρχει μια ακριβής απάντηση σε αυτό. Και τα δύο. Και αυτοδίδακτος μπορεί να είναι κανείς εξαιρετικός αλλά και κάποιος που θα δουλέψει πολύ μπορεί επίσης να κάνει πολύ σημαντικά πράγματα. Δεν υπάρχει δηλαδή μία απάντηση.
Πολλές φορές μπορεί να δεις έναν άνθρωπο να μπει στη σχολή και να λες πω τι ταλέντο είναι αυτό και στον δεύτερο έτος να έχει σκοτεινιάσει και ένας που μπήκε πιο μαζεμένος στον τρίτο έτος να λάμπει. Δηλαδή είναι πολύ απροσδιόριστα αυτά.
Ο χρόνος που κάποιος θα βρει το κουμπί του και το κλειδί του να αφεθεί».
Συνολικά ως Πολιτεία πιστεύετε πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στον πολιτισμό; Σε τι επίπεδο είμαστε στην Ελλάδα;
«Αυτό που ακόμα εξακολουθεί να συζητιέται και να λείπει είναι μια Ακαδημία Θεάτρου η οποία θα ήταν μια πολύ σημαντική σχολή σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Ενώ τώρα υπάρχουν άπειρες σχολές, άλλες καλές, άλλες κακές, άλλες μέτριες.
Αυτό θα διευκολύνει πάρα πολύ τη νέα γενιά των ηθοποιών να μπορούν να πάνε σε μια Ακαδημία. Τώρα από εκεί και πέρα χωράει πάρα πολύ κουβέντα τι άλλο μπορεί να συμβεί για να γίνουν τα πράγματα καλύτερα. Και παίζει ρόλο σίγουρα και τα χρήματα που διατίθενται στον πολιτισμό.
Γιατί τώρα ο πολιτισμός, σε εισαγωγικά πολιτισμός, διακινείται από ανθρώπους οι οποίοι είναι η παραγωγή. Δεν υπάρχει πια ουσιαστική ενίσχυση του κράτους ούτε προς τα θέατρα ούτε προς τις ταινίες. Όλα γίνονται λίγο ακόμα, με τρομακτική δυσκολία και προσωπικό μόχθο.
Οπότε, ο πολιτισμός είναι πάντα ένα κομμάτι στην Ελλάδα που σημαίνει φοβερή ταλαιπωρία».
Πριν ανοίξουμε φτερά | Θέατρο Αριστοτέλειον

Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο θεατρικό κείμενο που ακουμπά ευαίσθητα θέματα όπως η φθορά της μνήμης, η οικογενειακή φροντίδα και η απώλεια.
Τι σημαίνει να φεύγεις όταν ακόμη είσαι παρών; Ποια αλήθεια αξίζει περισσότερο, η υποκειμενική ή αντικειμενική; Το έργο είναι αποκαλυπτικό και όχι διδακτικό. Σε προκαλεί να θυμηθείς πριν μάθεις, να αισθανθείς πριν καταλάβεις.
Σκηνοθεσία: Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους
Ερμηνεύουν: Δημήτρης Καταλειφός | Ζωή Ρηγοπούλου | Μαρκέλλα Γιαννάτου | Φιόνα Γεωργιάδη | Σαράντος Γεωγλερής | Ντίνα Αβαγιανού

