Η Ωραία Ελένη: Αν δεν ήμουν τραγουδίστρια θα ήμουν μαγείρισσα

Από την Νάουσα και τον Τσιτσάνη στις Χίλιες Σιωπές και την μπάντα της, μιλήσαμε με την πιο διονυσιακή ερμηνεύτρια της εγχώριας μουσικής σκηνής. Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή της Βεντέτας απόψε μιλά στην parallaxi.

Έλενα Ταξίδου
η-ωραία-ελένη-αν-δεν-ήμουν-τραγουδίστρ-185560
Έλενα Ταξίδου
14938345_1419562994728319_7099596140688123583_n
Εικόνες Τάσος Βρεττός και artwork Κωνσταντίνος Γεωργαντάς/ από την επίσημη σελίδα της Ελένης Τσαλιγοπούλου στο Facebook

Το όνομά της προερχόμενο από την αρχαία ελληνική, σημαίνει “αυτή που κυριεύει” και δίπλα στο Τσαλιγοπούλου δεν θα μπορούσε παρά μόνο να δείχνει το πρόσωπο της Ωραίας Ελένης των Boğaz Μusique, του κοινού και της εγχώριας μουσικής σκηνής.

Λέει πως αν δεν ήταν τραγουδίστρια θα ήταν μαγείρισσα. Θα είχε ταβέρνα και θα μαγείρευε για την οικογένειά της, τους παλιούς και νέους φίλους και ότι θα το λάτρευε πραγματικά. Όμως το κοινό την “…αγάπησε εδώ”.

Σχεδόν τριάντα χρόνια καριέρας και ίσως η πιο διονυσιακή παρουσία της ελληνικής μουσικής σκηνής, σαν εύπλαστο μέταλλο με την ικανότητα να ισορροπεί τα ρεμπέτικα με την καλή ποπ και την ηλεκτρονική κάνοντάς το να δείχνει εύκολο, επιστρέφει με την μπάντα της για τέσσερις εμφανίσεις στην Βεντέτα Live Stage, την πιο αγαπημένη της σκηνή από όσες ανέβηκε ποτέ, όπως μας είπε.

Η Ελένη Τσαλιγοπούλου θεωρεί τον Τσιτσάνη “εξωτικό”, θα ήθελε ιδανικά ο κόσμος να κατανοήσει την διαφορετικότητά της, παραδέχεται πως έχει μικρή δισκογραφία, επιθυμεί να στήσουν με τους Boğaz Μusique σύντομα ένα αυθεντικό πανηγύρι και εξομολογείται πως σε όλη της την ζωή αν και προσπαθεί να αποτυπώσει την εκάστοτε εποχή που ζει, η καρδιά της χτυπάει κάθε φορά που τραγουδάει τα “Παιδιά της γειτονιάς σου”.

Γελάει, είναι αυθόρμητη και φιλική καθόλη την διάρκεια της συνομιλίας μας και η κουβέντα ξεκινάει αναπόφευκτα από εκεί που ξεκίνησαν όλα. Πίσω στην Νάουσα, τόπο καταγωγής της και τόπο ξαναορισμού της. Εκεί που έκλεινε τα αυτιά της κάθε φορά που άκουγε τον ήχο του ζουρνά και εκεί ακριβώς που επέστρεψε μετά από χρόνια για να αντιληφθεί ότι αυτός ο ήχος τελικά είναι η πηγή της.

“Είχα σχέση με την μουσική από πολύ μικρή. Ο μπαμπάς μου ήταν ψάλτης και πολύ καλός τραγουδιστής γενικά και εγώ ήμουν πάντα η τραγουδίστρια στο σπίτι, η τραγουδίστρια στην χορωδία, στο σχολείο.

Η πρώτη φορά που ανέβηκα σε πάλκο ήταν στην Νάουσα, 16 χρονών, σε ένα χώρο εκεί. Έπαιζε μια στρατιωτική ορχήστρα και κάποια στιγμή ρωτάνε αν θέλει κανείς να τραγουδήσει. Και σηκώθηκα. Άφησα τον εαυτό μου άναυδο το πώς βρήκα το θάρρος να σηκωθώ να τραγουδήσω 16 χρονών, να πιάσω τον τόνο κατευθείαν κλπ. Από εκεί και μετά οι Ναουσαίοι μου εύχονταν καλή σταδιοδρομία…

Όταν ήμουν μικρή άκουγα ζουρνά και έκλεινα τα αυτιά μου. Αλλά άρχισα να καταλαβαίνω ότι είναι στο DNA μου η παράδοση. Και το κατάλαβα όταν επέστρεψα πίσω μετά από χρόνια να τραγουδήσω ξανά στη Νάουσα. Θεωρώ ότι είμαι μια παραδοσιακή τραγουδίστρια, το καλό μου κομμάτι, το πολύτιμό μου κομμάτι θεωρώ ότι είναι η παράδοση και δεν θέλω να αλλάξει ποτέ.”

Το επαγγελματικό της ξεκίνημά έγινε στην Θεσσαλονίκη. Την πόλη την οποία πολλοί καλλιτέχνες δείχνουν ως τον ιδανικότερο “τόπο εγκλήματος” λειτουργώντας σαν δυνατό εκπαιδευτικό φυτώριο στο επαγγελματικό τους ξεκίνημα.

Μαθήτεψε και η ίδια της όπως λέει, την δεκαετία του ’80 στην Θεσσαλονίκη με μια παρέα τρομερών παθιασμένων μουσικών στο ρεμπέτικο το λαϊκό και το σμυρνέικο τραγούδι.

Η καριέρα της Ελένης Τσαλιγοπούλου δείχνει να μην έχει αρχή μέση και τέλος. Δεν είναι εύκολο να προβλέψεις ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της, οι επόμενοι ήχοι της. Από το “τζιβαέρι” στο “Να μ’αγαπάς”, “τις χίλιες σιωπές”, το “πιάσε με”, τους Boğaz Μusique. Από τον Τσιτσάνη στον Γιάννη Ανδρέου. Είναι επιλογές, είναι προσωπικά ακούσματα, είναι ανάγκη της εποχής, πειραματισμού και εξέλιξης ή στο τέλος είναι όλα μουσική; Είναι μία η ταυτότητα του καλλιτέχνη;

“Η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο φάσμα μουσικής. Δεν μου ήταν δύσκολο να πειραματιστώ. Αυτό έγινε κυρίως όταν αρχίσαμε πραγματικά να ακούμε ξένη μουσική και να γνωρίζουμε πράγματα. Έτσι ήρθε η καλή ποπ όπως είναι το “Πιάσε με” ή η ηλεκτρονική μουσική μαζί με τους Μίκρο . Φλερτάραμε και με την «ροκ» σε εισαγωγικά. Η Eλλάδα της αρέσκεται να παίζει με ότι μαθαίνει.

Αν σκεφτείτε ότι παλιά ο Τσιτσάνης έγραφε τραγούδια με ρυθμούς που έρχονταν από την Βραζιλία και το Μεξικό η “εξωτικότητα” αυτών των παλιών συνθετών. Θεωρώ ότι άλλο πράγμα είναι να βιώνεις και να τραγουδάς την εποχή σου και άλλο πράγμα από πού πηγάζεις, ποια είναι η πηγή σου. Προσπαθώ να αποτυπώσω και την εποχή και όλους τους επηρεασμούς, όσα χρόνια τραγουδάω. Τα παροδοσιακά τραγούδια είναι αυτά που με συγκινούν. Εγώ όταν τραγουδάω το “Τζιβαέρι”, “Τα παιδιά της γειτονιάς σου”, σε αυτά χτυπάει η καρδιά μου.”

Με την εποχή τα τελευταία χρόνια να δείχνει “κρίση” σε όλα τα επίπεδα οικονομική, πολιτική, κοινωνική, η θέση της παραμένει σταθερή.

“Δεν έχω τραγουδήσει ποτέ πολιτικό στίχο εκτός από κάποια τραγούδια του Θεοδωράκη παλιά. Μ΄αρέσει ο κοινωνικός στίχος. Στον καιρό που διανύουμε πιστεύω ότι ο κόσμος δεν θέλει να ακούσει πολιτικό στίχο, θέλει να εκφραστεί με κάποιο τρόπο αυτό που ζει αλλά με ένα αισιόδοξο μήνυμα και εκεί έρχεται η μουσική. Αυτό που ζούμε και περνάμε θα αποτυπωθεί σε στίχους όταν περάσει, όταν τελειώσει.”

Δηλώνει πως είναι “καταραμμένη” γιατί δεν μπορεί να ακούσει μουσική ως απλή ακροάτρια. Ακούει ως επαγγελματίας.

“Ακούω πολύ αγγλικές παραγωγές αλλά και παραδοσιακές της Ευρώπης. Η Πορτογαλία και η Ισπανία είναι δύο μουσικές σκηνές που έχουν εξελίξει τρομερά την παραδοσιακή τους μουσική. Και αυτό πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα, αυτό είναι το επόμενο βήμα. Αυτή είναι η εξέλιξη. Το λαϊκό τραγούδι για παράδειγμα έμεινε στάσιμο εδώ και μια δεκαετία το λιγότερο. Υπάρχει μια κίνηση, προσπάθεια γύρω από τους παραδοσιακούς μας ήχους και πρέπει να συνεχιστεί.”

14925638_1422011454483473_2938908813455679498_n

Ούσα και η ίδια της δημιουργός εκτός από ερμηνεύτρια όταν αναφέρεται στην δισκογραφία της μιλάει για τα τραγούδια και τους δημιουργούς με πάθος και ειλικρίνεια.

“Δεν έχω μεγάλη δισκογραφία. Αργοπορούσα πάντα, έκανα τρία και τέσσερα χρόνια να βγάλω δίσκο. Από τότε που ξεκίνησα να τραγουδάω, όλα μου τα τραγούδια μου τα έδιναν άνθρωποι που αγαπούσα και εκτιμούσα πολύ. Ο Ζήκας, ο Καλδάρας, ο Ανδρέου, ο Ζούδιαρης, ο Λειβαδάς, ο Πορτοκάλογλου, είχα μια σχέση βαθιάς φιλίας. Και εμπιστοσύνης.

Η έκπληξη ήταν αυτό που έγινε με το “εγώ σ’αγάπησα εδώ” του Λειβαδά, δεν υπήρχε. Τρομάζαμε κάθε φορά πάνω στη σκηνή με αυτό που γινόταν από κάτω. Το κομμάτι γράφτηκε το 2004 και ξεκίνησα να το λέω στα live το 2011. Από τότε δεν περιγράφεται αυτό που συμβαίνει μέχρι και σήμερα με το “εγω σ’αγάπησα εδώ.”

Όποιος έχει παραυρεθεί σε live της αυτό που παρακολουθεί πάνω στην σκηνή είναι το λιγότερο κάτι διαφορετικό από όσα έχει συνηθίσει. Η Ελένη Τσαλιγοπούλου δίνει την αίσθηση πως ο χρόνος σταματάει με την ίδια να περφορμάρει, να το ζει και να το μεταδίδει σχεδόν εθιστικά. 

“Αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, που δεν έχω να αποδείξω σε κανέναν αν έχω καλή φωνή, αν είμαι καλή ή δεν είμαι. Οπότε λύνομαι και αφήνομαι εντελώς, αυτό που με ενδιαφέρει είναι η πραγματική επικοινωνία. Αυτή η ανάγκη μου να γίνει μια παρέα σε ένα live, να γίνει ένας χορός.”

Λατρεύει την πραγματική επικοινωνία, θέλει την οπτική επαφή με όλους από το κοινό και εξομολογείται πως αν μπορούσε να επιβιώσει έτσι θα τραγούδαγε μόνο σε χώρους που δεν παίρνουν περισσότερα από 150 άτομα. 

“Λατρεύω την σκηνή της Βεντέτας. Αλήθεια από όλους τους χώρους που τραγουδάω, την λατρεύω την Βεντέτα. Αγαπάω την ακουστική της, δεν ξέρω πώς τα ‘χουν καταφέρει τα παιδιά εκεί. Η σκηνή αυτή είναι όσο πρέπει για να γίνουν τα live όπως πρέπει να γίνουν. Αν έρθετε θα το δείτε. Κάνεις δεν θα φύγει ίδιος μετά.”

Τα τελευταία χρόνια η Ελένη δεν είναι “μόνη” της. Έχει την μπάντα της και ο ενθουσιασμός αυτής της ολοκλήρωσής της δεν κρύβεται. Οι Boğaz Μusique είναι μια νέα εποχή για την ίδια όπως μας λέει. Οι ήχοι τους bogaz, τρόπο τινά βίντατζ και ταυτόχρονα σύγχρονοι. Παιχνίδισμα με το γνώριμο της παράδοσης, μεγάλων δημιουργών από το παρελθόν και μια καλλιτεχνική αδημονία για τη δημιουργία του “νέου”.

“Πρώτη φορά έχω μπάντα και αυτό πραγματικά είναι εξέλιξη. Γιατί μέχρι τώρα ήταν τα χρόνια τέτοια που αν δεν έχεις σταθερούς μουσικούς δεν μπορείς να δημιουργήσεις. Και είχα πάντα πολύ καλούς μουσικούς. Τώρα με την μπάντα δημιουργούμε μαζί, παίζουμε μαζί, είμαστε παρέα, εξελισσόμαστε.”

Ο νέος δίσκος τους είναι στα σκαριά και ο ήχος τους έκπληξη. Θα κυκλοφορήσει τέλος του ερχόμενου Σεπτέμβριου. Στην Βεντέτα Live Stage θα βρίσκονται για τέσσερις παραστάσεις Παρασκευή & Σάββατο 31/3 – 1/4 & 7-8/4. Αυτό που θα συμβεί στην αγαπημένη σκηνή της πόλης δύσκολα μπορεί να περιγραφεί. 

“Να έρθετε να το δείτε, να το ζήσουμε από κοντά.” μας είπε κλείνοντας. Και αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία τόσο της ίδιας και της μπάντας της, όσο και των ανθρώπων της όλα αυτά τα χρόνια. Πώς ό,τι μουσική και αν ακούς, όποιο στυλ και αν έχεις, τελικά αυτό θέλεις πραγματικά να το ζήσεις από κοντά.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα