Γ. Χρηστίδης: Η ενημέρωση δεν είναι πολυτέλεια, είναι βασική ανάγκη για τους πολίτες του 21ου αιώνα
Μια συζήτηση με τον έμπειρο δημοσιογράφο που βραβεύτηκε μαζί με συναδέλφους του για την έρευνα τους για το ναυάγιο της Πύλου
Συνέντευξη στην Αγγελική Κόγιου
Τον περασμένο Οκτώβριο πραγματοποιήθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η τελετή απονομής του Βραβείου Δημοσιογραφίας “Daphne Caruana Galizia”, το οποίο έχει θεσμοθετηθεί προς τιμήν της δολοφονημένης Μαλτέζας δημοσιογράφου και απονέμεται για “εξαιρετικό δημοσιογραφικό έργο που προωθεί ή υπερασπίζεται τις θεμελειώδεις αξίες της Ε.Ε.”.
Ο Γιώργος Χρηστίδης για την εφημερίδα “The Guardian”, μαζί με συναδέλφους του από το δημόσιο γερμανικό δίκτυο “StrgF/ARD”, την ερευνητική ομάδα με έδρα το Βερολίνο “Forensis” και το ανεξάρτητο ερευνητικό μέσο “Solomon” παρέλαβαν το βραβείο για την έρευνα τους για το ναυάγιο της Πύλου, της 14ης Ιουνίου, στο οποίο έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 600 άνθρωποι.
Ποια χαρακτηριστικά καθιστούν ξεχωριστή μια δημοσιογραφική έρευνα; Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν οι ερευνητές δημοσιογράφοι;
Πώς έφτασε η Ελλάδα στην 108η θέση της κατάταξης για την Ελευθερία του Τύπου και πώς μπορεί να αποκατασταθεί η χαμένη τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας;
Ο Γιώργος Χρηστίδης, ένας δημοσιογράφος με πολυετή εμπειρία και συνεργασίες με κορυφαία διεθνή μέσα ενημέρωσης, καταθέτει τις δικές του απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα.
Ποια χαρακτηριστικά θεωρείτε πως κατέστησαν τη δημοσιογραφική σας έρευνα ξεχωριστή και την έκαναν να διακριθεί ανάμεσα σε 700 συμμετοχές;
«Πρόκειται για μία εμπεριστατωμένη έρευνα, με σημαντικές αποκαλύψεις για το τι συνέβη με το πολύνεκρο ναυάγιο της Πύλου. Βασίστηκε μεταξύ άλλων σε περισσότερες από 20 συνεντεύξεις με επιζώντες του ναυαγίου, σε αδημοσίευτα έγγραφα των αρχών, στη δικογραφία της υπόθεσης και στο ημερολόγιο του σκάφους. Η δημιουργία ενός τρισδιάστατου μοντέλου του μοιραίου σκάφους από την Forensis, αποτέλεσε επίσης ένα κρίσιμο εργαλείο, το οποίο βοήθησε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων τους επιζώντες να παρουσιάσουν αναλυτικά σημαντικές λεπτομέρειες και πληροφορίες για τα όσα συνέβησαν τις κρίσιμες εκείνες ώρες πριν από το πιο πολύνεκρο ναυάγιο στη Μεσόγειο τις τελευταίες δεκαετίες».
Τι ρόλο διαδραματίζει η ομαδικότητα στην ερευνητική δημοσιογραφία;
«Συνέργειες όπως αυτή, έχουν αναδειχθεί σε μία από τις πιο σημαντικές και παραγωγικές νέες εξελίξεις στην ερευνητική δημοσιογραφία. Η ανταλλαγή απόψεων, η πολύπλευρη οπτική του θέματος, ακόμη και οι διαφωνίες μεταξύ μας, οδηγούν στο καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Δημοσιογράφοι με διαφορετική εξειδίκευση, από διαφορετικές χώρες, μέσα και πλατφόρμες ενημέρωσης συνεργούν, παρουσιάζοντας εν τέλει μία ολοκληρωμένη και πολυμεσική έρευνα. Ο αντίκτυπος μετά από ένα τέτοιο project επίσης πολλαπλασιάζεται. Είναι πολύ πιο επιδραστική η ταυτόχρονη δημοσίευση σε πολλά έντυπα, ηλεκτρονικά και ραδιοτηλεοπτικά Μ.Μ.Ε».
Πότε ολοκληρώνεται μία έρευνα για εσάς; Όταν δημοσιεύονται τα αποτελέσματα της ή τη στιγμή που υπάρχει απτός αντίκτυπος;
«Δουλειά του δημοσιογράφου είναι να αναδεικνύει και να αποκαλύπτει θέματα που εντάσσονται στη σφαίρα του δημοσίου συμφέροντος, όπως εν προκειμένω οι ενέργειες και τυχόν παραλείψεις και ευθύνες των ελληνικών και ευρωπαϊκών αρχών στην περίπτωση του ναυαγίου της Πύλου. Δεν μπορούμε εκ των προτέρων να γνωρίζουμε τον αντίκτυπο που θα έχει μία έρευνα. Το ιδανικό φυσικά είναι να υπάρξει αντίκτυπος. Αυτό όμως είναι κάτι που μπορεί να χρειαστεί πολύ χρόνο, να προκύψει σταδιακά ή να επέλθει με έμμεσο και σωρευτικό τρόπο.
Για παράδειγμα, σε προηγούμενες έρευνες στις οποίες συμμετείχα για τις επαναπροωθήσεις μεταναστών στα ευρωπαϊκά σύνορα, χρειάστηκε πολύς καιρός, πλήθος ερευνών και δημοσιεύσεων μέχρι να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα μας και να οδηγήσουν μεταξύ άλλων στην παραίτηση του επικεφαλής της Frontex και στη θεσμοθέτηση αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας του οργανισμού και στον χειρισμό περιπτώσεων δυνητικής παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πέρα όμως από τον αντίκτυπο, αποστολή του δημοσιογράφου όπως έχει πει και ο Γιάννης Μπεχράκης είναι τουλάχιστον να μην μπορεί κανείς να πει ότι “δεν ήξερα”».
Το βραβείο που παραλάβατε έχει καθιερωθεί στη μνήμη της αδικοχαμένης Μαλτέζας δημοσιογράφου Daphne Caruana Galizia, η οποία δολοφονήθηκε εξαιτίας των ερευνών της για διαφθορά. Πως σας έχουν επηρεάσει τα περιστατικά δολοφονιών των δημοσιογράφων;
«Η παραλαβή ενός βραβείου συνδεδεμένου με τη Μαλτέζα δολοφονημένη συνάδελφο μας ήταν για εμάς μεγάλη τιμή. Η ασφάλεια των δημοσιογράφων είναι θέμα με πολλές διαστάσεις που μας κάνει απασχολεί όλους, ειδικά συναδέλφους που εργάζονται σε χώρες με ανελεύθερα πολιτικά καθεστώτα και τους πολεμικούς ανταποκριτές. Η δουλειά μας εμπεριέχει εκτός από σωματικούς κινδύνους, μεγάλη ψυχολογική πίεση, εξαιτίας του μισαλλόδοξου λόγου, των απαξιωτικών σχολίων, της διαπόμπευσης, των αγωγών slapps. Οι δημοσιογράφοι λειτουργούν υπό συνθήκες μεγάλου άγχους και φόβου, ψυχολογικών προβλημάτων, όχι πάντα με τη δέουσα υποστήριξη από την Πολιτεία, ή τους εργοδότες τους, ειδικά σε Μ.Μ.Ε. που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα ή την κατάλληλη τεχνογνωσία. Σε ό,τι με αφορά, όλα ξεχνιούνται όταν δημοσιεύεται το ρεπορτάζ και νιώθω ότι έχω κάνει σωστά τη δουλειά μου και ίσως να βοήθησα αδύναμους και περιθωριοποιημένους ανθρώπους».
Η ελευθερία του τύπου στην Ελλάδα θεωρείται προβληματική σύμφωνα με στοιχεία των «Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα», ενώ στην χώρα παραμένουν ανεξιχνίαστες οι δολοφονίες δύο δημοσιογράφων. Πώς φτάσαμε ως εδώ;
«Τα προβλήματα της ελευθερίας του τύπου στην Ελλάδα είναι αρκετά γνωστά, τεκμηριωμένα και σχετίζονται με πλήθος παραγόντων. Ένας εξ’ αυτών είναι, κατά τη γνώμη μου από τους πιο σημαντικούς αλλά συχνά παραγνωρισμένους, είναι η οικονομική δυσπραγία των μέσων. Η απουσία οικονομικής αυτοτέλειας και η άντληση πόρων από επιχειρηματικές δραστηριότητες, δανεισμό και κρατικές διαφημίσεις, αναμενόμενα τορπιλίζουν την ποιότητα του δημοσιογραφικού περιεχομένου και την ελευθερία των δημοσιογράφων. Ευθύνη έχουν όμως και οι πολίτες, οι οποίοι περιμένουν υψηλής ποιότητας ανεξάρτητη δημοσιογραφία, τσάμπα. Είναι ανέφικτο. Δυστυχώς απέχουμε πολύ από το είδος της ανεξαρτησίας που στηρίζεται στη δύναμη και στην οικονομική υποστήριξη των αναγνωστών, σε άλλες χώρες της Ευρώπης ή στις Η.Π.Α.».
Πως μπορεί η δημοσιογραφία να αναπλαισιωθεί στα μάτια των πολιτών και να αποκαταστήσει τη χαμένη της τιμή;
«Θα έπρεπε ο δημοσιογραφικός και μιντιακός γραμματισμός να διδάσκεται στα σχολεία, να ενθαρρύνεται η έκδοση σχολικών εφημερίδων. Ειδικά οι νεότεροι πρέπει να γνωρίζουν ότι η σωστή και η ποιοτική ενημέρωση συνδέεται με την ιδιότητα τους ως πολιτών με την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Πρέπει να καλλιεργηθεί επίσης η κουλτούρα των συνδρομών και γενικότερα της οικονομικής στήριξης των μέσων από το κοινό.
Δεν μπορεί να είμαστε ικανοποιημένοι με copypaste ειδήσεις που προέρχονται από κακοπληρωμένους δημοσιογράφους, που δουλεύουν συχνά υπό κάκιστες συνθήκες σε αφερέγγυα μέσα. Η ενημέρωση δεν είναι πολυτέλεια. Είναι βασική ανάγκη για τον πολίτη στον 21ο αιώνα. Η σπίλωση και στόχευση της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας από επίσημα χείλη και φορείς επίσης πρέπει να σταματήσει, αλλά και εμείς οι δημοσιογράφοι πρέπει να προστατεύουμε το κύρος του επαγγέλματος μας και κυρίως την προσωπική μας αξιοπρέπεια. Και να λέμε και κανένα όχι, όπου και όταν πρέπει, όποιο και να είναι το κόστος του».
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον της ελληνικής δημοσιογραφίας;
«Είμαι αισιόδοξος στον βαθμό που γνωρίζω ότι διαθέτουμε εξαιρετικό δημοσιογραφικό ανθρώπινο δυναμικό στα παραδοσιακά Μ.Μ.Ε., ενώ έχουν εμφανιστεί στη χώρα νέα, ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, τα οποία κάνουν σπουδαία δουλειά. Επαναλαμβάνω όμως, το κλειδί είναι η οικονομική αυτοτέλεια και στήριξη από τους πολίτες».