Γεράσιμος Ανδρεάτος: Να απομονωθεί η τραπ, έχει ευθύνη για τη βίαιη εποχή
Ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής μιλάει στην Parallaxi για το λαϊκό τραγούδι, την πορεία του και τις νέες μουσικές συνήθειες, λίγο πριν έρθει στη Θεσσαλονίκη για δύο συναυλίες
Ο Γεράσιμος Ανδρεάτος προέρχεται από μία γενιά τραγουδιστών που, ευτυχώς, πρόλαβαν να πάρουν μυρωδιές της παλιάς, καλής εποχής του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.
Μάλιστα, ήταν ίσως και η τελευταία καλή εποχή της δισκογραφίας για την Ελλάδα, με μία γενιά που μπόρεσε να πει καλά τραγούδια και να “ταξιδέψουν” αυτά στο κοινό μέσω των ραδιόφωνων.
Τα χρόνια περνάνε, η μουσική αλλάζει, οι άνθρωποι που ακουν μουσική επίσης, αλλά νομίζω πως καλλιτέχνες αυτής της “υφής” που έχει ο Ανδρεάτος και μερικοί άλλοι της γενιάς του, θα είναι για πάντα το φως σε όσα σκοτεινά μπορεί να κρύβει η εποχή.
Αυτή είναι μία ακόμα φορά που μιλάω μαζί του στα χρόνια της πορείας του και επιβεβαιώνω σε κάθε συζήτηση μας, την απλότητα και την καθαρότητα των λέξεων και των προθέσεων του. Αυτό που δείχνει μέσα από τα τραγούδια που έχει πει όλα αυτά τα χρόνια, αλλά και την στάση του απέναντι στα πράγματα.
Με αφορμή δύο συναυλίες του στη Θεσσαλονίκη αυτή την εβδομάδα, αλλά και ένα γεμάτο καλοκαίρι από ωραίες συναυλίες και παραστάσεις, ο Γεράσιμος Ανδρεάτος μιλάει στην Parallaxi
Τι είναι αυτό που σας κρατάει τόσο συνεπή στις επιλογές σας σε μία εποχή που είναι «λίγο απ’ όλα» και πόσο εύκολο είναι;
Υπάρχουν σειρήνες που σε τραβάν από εδώ και από εκεί, αλλά αυτό στην πραγματικότητα είναι πλάνη. Δεν είναι δηλαδή αληθινές οι σειρήνες, απλά εσύ νομίζεις ότι τα πράγματα κινούνται αλλιώς κι εσύ μένεις πίσω. Για μένα και για κάθε άνθρωπο που κάνει κάτι ορμώμενος από αγάπη όπως κάνω κι εγώ – και μόνο έτσι αξίζει – οτιδήποτε σκέψεις ή ερινύες περνάνε από το μυαλό μου, φεύγουν γρήγορα, διαλύονται και μένω με την αγάπη μου και την προσήλωση μου σε αυτό που τόσα χρόνια κάνω και σε αυτό που πιστεύω ότι πρέπει να κάνω. Φυσικά και το λαϊκό τραγούδι σήμερα δεν είναι το ίδιο με την εποχή του Τσιτσάνη για παράδειγμα. Μετεξελίσσεται, αλλάζει αλλά αυτό που εγώ θέλω να κρατάω σαν πυρήνα του λαϊκού τραγουδιού είναι η ειλικρίνεια, η εντιμότητα, η αλήθεια, ο αγώνας και η προσπάθεια για μία καλύτερη ζωή, η εξομολόγηση των παθών και των λαθών μας μέσα από το τραγούδι και τελικά η προσπάθεια για εξύψωση του εαυτού. Αυτό δηλαδή που λέει ο Μίκης Θεοδωράκης «Λίγο ακόμα να σηκωθούμε, λίγο ψηλότερα» πρέπει να είναι ζητούμενο για μας όλους και για το λαϊκό τραγούδι μέσα από το οποίο εκφραζόμαστε.
Δε ξέρω τελικά όμως, αν αυτό που πραγματικά αλλάζει στο πέρασμα των χρόνων είναι το λαϊκό τραγούδι ή όλα τα γύρω από αυτό, από τα ραδιόφωνα και τις δισκογραφικές μέχρι τους ίδιους τους ακροατές
Όλα αλλάζουν και το χειρότερο από όλα είναι ότι αλλάζουν οι συνειδήσεις των ανθρώπων και οι χαρακτήρες σιγά σιγά. Ο ένας τρόπος ζωής που κάποτε μας φαινόταν μακρινός και ότι ήταν στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, όταν ερχόταν ένας συγγενής σου από την Αμερική και σε ρωτούσε πρώτα «πόσα λεφτά βγάζεις» και μας φαινόταν αστείο κάποτε, εδώ και χρόνια έχει αρχίσει να μπαίνει στις συνειδήσεις των ανθρώπων κι εδώ. Λογαριάζει πια ο ένας τον άλλον σύμφωνα με πόσα λεφτά βγάζει, δε σκέφτεται τι μπορεί να δώσει σαν άνθρωπος, πώς μπορεί να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο και στην ανθρωπότητα.
Ζούμε και σε μία εποχή του φαίνεσθαι, της εικόνας
Πολύ, δυστυχώς! Και το λαϊκό τραγούδι το φουκαριάρικο προσπαθεί να βρει ψυχές να ριζώσει για να ανθίσει και να βγάλει καρπούς. Πάντα υπάρχουν βέβαια άνθρωποι και ψυχές, είμαι αισιόδοξος άνθρωπος εγώ. Πιστεύω ότι ο ένας με τον άλλον θα τα πάμε καλύτερα τελικά και κάθε συμφορά που έρχεται είναι μία ευκαιρία για να γίνουμε καλύτεροι. Ε τι στο καλό, δε θα τα καταφέρουμε;
Πάντως, στις πιο απλές και αγνές συναντήσεις των ανθρώπων, είτε αυτό είναι μια γιορτή, είτε ένα πανηγύρι, λαϊκό τραγούδι βάζουμε για να ακούσουμε
Μα το λαϊκό τραγούδι μπορεί να μιλήσει κατευθείαν στις καρδιές μας. Εντάξει, υπάρχουν πολλά τραγούδια με ελαφρά και αήθη νοήματα ας πούμε που μπορεί να διασκεδάσουν πρόσκαιρα από μία βιομηχανία που μας σπρώχνει προς εκεί είτε μέσα από την τηλεόραση ή τα άλλα ΜΜΕ αλλά όταν έρχεται η ώρα της αλήθειας, όλοι συμμετέχουμε και όλοι αισθανόμαστε αυτό το κάτι διαφορετικό, αυτή τη μαγεία που έχει και την ένωση των ψυχών μας. Εγώ είμαι ρομαντικός και πιστεύω ότι θα νικήσει τελικά ο άνθρωπος.
Νιώθω ότι και όλη αυτή η καλλιτεχνική «καθαρότητα» που έχετε όλα αυτά τα χρόνια έχει να κάνει και με όλους αυτούς τους ανθρώπους που έχετε συναντήσει στη πορεία σας
Είμαι πολύ τυχερός. Έχω συναντήσει πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες. Από τον Βαγγέλη Κορακάκη, τον Παντελή Θαλασσινό, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Νταλάρα, την Αλεξίου, την Βιτάλη, τη Γλυκερία, τον Χρόνη Αηδονίδη κι ένα σωρό άλλους συναδέλφους, παιδιά της γενιάς μου, τον Μπάση, τον Μακεδόνα, την Τσαλιγοπούλου. Είμαι τόσο τυχερός άνθρωπος και συνεχίζω να γνωρίζω ενδιαφέροντες ανθρώπους, ο Μάκης ο Ψαραδέλλης είναι ένας από αυτούς. Είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος του τραγουδιού όπου κάνουμε πολύ σημαντικά πράγματα και με την Ελένη Καρακάση, έχουμε κάνει μία πολύ ωραία παράσταση για τη Σμύρνη, με τίτλο «Εκεί που η πέτρα μαύρισε, ανθίσαν οι μενεξέδες», η οποία αυτό πραγματεύεται. Δεν στέκεται δηλαδή στη συμφορά της καταστροφής, αλλά στο αποτέλεσμα που βγήκε όταν οι άνθρωποι από τα απέναντι παράλια ήρθαν εδώ και αφομοιώθηκαν από τον ελληνικό πολιτισμό και μεγαλούργησαν.
Να πάμε λίγο πίσω και να μου πείτε πώς ξεκινάει όλη αυτή η «περιπέτεια» σας με το τραγούδι;
Είναι ωραίο να τα σκέφτομαι γιατί έχω μεγάλη ευγνωμοσύνη στον κόσμο που με στηρίζει και μου δίνει τη δυνατότητα να ζω όμορφα και γλυκά κάτι που τόσο πολύ αγαπάω. Όταν ήμουνα μικρό παιδάκι, άκουγα τον πατέρα μου τον κεφαλλονίτη να κάνει καντάδες συνέχεια με συγγενείς και φίλους και με επηρέασε βαθύτατα. Τότε κατάλαβα ότι κάτι μοναδικό γίνεται σε αυτή τη τέχνη του τραγουδιού. Αργότερα, πάλι μικρός, άκουγα πάλι από τον πατέρα μου σπουδαία τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, του Μητσάκη, Χιώτη, Ζαμπέτα, του Καλδάρα, του Καζαντζίδη, της Καίτη Γκρέϋ και της Πόλυ Πάνου. Τραγούδια που με επηρέασαν και με καθόρισαν. Από τότε σκέφτηκα να αφιερωθώ εκεί. Τα κατάφερα, νεαρός σχετικά δηλαδή, όταν το ’85 που ήμουνα στα 23 και άρχισα να κάνω την πρώτη μου δουλειά στο “Ανώγειο” εδώ στη γειτονιά μου στην Γλυφάδα, στη Τερψιθέα και μάλιστα είχα την τύχη να είμαι σε μία κομπανία που ένας από τους τέσσερις μας ήταν ο Πάνος Κατσιμίχας, ο οποίος τραγουδάει πάρα πολύ ωραία λαϊκά τραγούδια και παίζει κιθάρα υπέροχη. Αυτή ήταν η πρώτη μας κομπανία και φτάσαμε μέχρι την Ολλανδία τότε. Αργότερα, με πήρανε όταν κάνανε τον δίσκο τους, τα «Ζεστά ποτά» μαζί τους, σε πολλές εκπομπές στη τηλεόραση και άρχισα να γνωρίζομαι με πολύ σημαντικούς ανθρώπους, όπως ο Μίμης Πλέσσας και ο Βασίλης Τσιβιλίκας τότε, στο «Καλλιτεχνικό Καφενείο», αργότερα ο Βλάσης Μπονάτσος, ο Ανδρέας Μικρούτσικος σε κάτι μουσικές εκπομπές που έκανε εκείνη την εποχή. Γνωρίστηκα με την Δήμητρα Γαλάνη και την Ελευθερία Αρβανιτάκη και σιγά σιγά άρχισε για μένα να ανατέλλει ένας καινούριος κόσμος που ήταν και είναι μαγικός και δε θέλω ποτέ να προδώσω αυτή τη χαρά και το φως που νιώθω μέσα από αυτόν τον τρόπο επαφής με το τραγούδι. Δεν έγινα ποτέ άνθρωπος που να βολευτώ και να πάω κάπου για να «κονομήσω». Ποτέ δεν το έκανα και ούτε έκανα λεφτά. Αλλά πάντα αναζητώ καινούρια, ωραία πράγματα. Με καινούριους και παλιούς ωραίους ανθρώπους. Πάντα όμως για το λαϊκό τραγούδι με την πιο ευρεία έννοια, με όποιες επιρροές έχει δεχτεί και έχει αφομοιώσει. Ας πούμε, το «Σκάκι», ένα ποίημα του Θεσσαλονικιού αριστερού ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη σε μελοποίηση του Δημήτρη Παπαδημητρίου, είναι κατά κάποιο τρόπο ένα σπουδαίο λαϊκό τραγούδι σήμερα. Στην εποχή του Τσιτσάνη, το λαϊκό τραγούδι είχε ποιο αυστηρά όρια που το καθόριζαν. Ήταν το μπουζούκι, η συγκεκριμένη θεματολογία του, ο τρόπος που παρουσιαζόταν στα μαγαζιά. Σήμερα όμως, αυτά έχουν αλλάξει και το «Σκάκι» είναι λαϊκό τραγούδι και πολλά άλλα.
Σήμερα, πόσο εύκολο είναι να βρείτε ένα καλό υλικό;
Είναι πολύ εύκολο να βρεις ωραία τραγούδια. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν ταλέντο, συνεχίζουν να έχουν ανησυχίες και μάλιστα τώρα στις δύσκολες μέρες μας, η ανάγκη για έκφραση είναι ακόμα μεγαλύτερη. Όμως, ο τρόπος που έχει εξελιχθεί η βιομηχανία του τραγουδιού, είναι πολύ μη δημοκρατικός. Δε φτάνουν δηλαδή οι καλές παραγωγές, τα καλά τραγούδια στο ευρύ κοινό και δε νομίζω ότι αυτό είναι θέμα τύχης. Όσοι έχουν πάρει τα ηνία και κάνουν κουμάντο στις όποιες δισκογραφικές εταιρίες έχουν μείνει, οι οποίες είναι πια γραφεία καλλιτεχνών σε συνεργασία με τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, έχουν τον απόλυτο έλεγχο σε αυτό που θα προβληθεί και σε αυτό που θα προσφερθεί στον κόσμο. Ακόμα και συναυλίες αφιερώματα που γίνονται σε κάποιους μεγάλους καλλιτέχνες, όπως στον Τσιτσάνη για παράδειγμα, αναλαμβάνει κυρίως μία μεγάλη εταιρία να το διοργανώσει και βάζει καλλιτέχνες δικούς της, οι οποίοι καμία σχέση δεν έχουν. Από την άλλη, επειδή είμαι αισιόδοξος, πιστεύω ότι υπάρχει χώρος και από μέσα ενημέρωσης και από το διαδίκτυο και ραδιοφωνικούς παραγωγούς που αντιστέκονται. Άλλωστε υπάρχουν σήμερα και καλλιτέχνες που θίγουν τα κακώς κείμενα και όμως είναι στη πρώτη γραμμή, όπως είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, ο Παντελής Θαλασσινός και εκφράζουν απόλυτα τον λαό. Υπάρχει ελπίδα και προς τα εκεί πρέπει να βαδίσουμε.
Ενάμιση χρόνο μετά τις «Ψυχές Γενναίες» τι ετοιμάζετε τώρα;
Αυτός ήταν ένας δίσκος σημείο αναφοράς για μένα, σε στίχους κυρίως του Μάκη Ψαραδέλλη και με κάποιες μουσικές δικές μου, του Νίκου Πλατύραρχου, του Νίκου Καλλίνη, του Αντώνη Απέργη, τραγούδια του Βασίλη Παπαδόπουλο, του Γιάννη Σκαρή και του Γιώργου Μουκίδη. Τον αγάπησα πολύ αυτόν τον δίσκο, προσπάθησα να τον φτιάξω σε δύσκολες συνθήκες, μέσα στη καραντίνα, και μπορώ να σας πω ότι μου στοίχησε που δε φτάσανε τα τραγούδια στο μεγάλο κοινό. Όσοι ήρθαν σε επαφή μαζί τους μου έχουν πει πολύ ωραία λόγια πάντως. Επίσης, τρέχει η παράσταση για τη Σμύρνη που σας είπα νωρίτερα και ξεκίνησε αρχές Ιουλίου από το Βεάκειο και συνεχίζουμε με περιοδεία. Μετά έκανα ένα τραγούδι του Πάνου Μαλαχιά σε στίχους του Άρη Παπαδόπουλου, το «Ρόδο της αυγής μου», συμμετείχα επίσης σε ένα τραγούδι ραπ παρακαλώ! Μου το πρότεινε ο Κωνσταντίνος Μπελουσιώτης και λέγεται «Ικαρία» και μάλιστα επειδή η καταγωγή της μητέρας μου είναι από την Ικαρία, είναι μεγάλη η χαρά μου που είπα ένα τραγούδι για την πατρίδα της.
Πώς ήταν η εμπειρία σας από ένα ραπ τραγούδι;
Ήταν πολύ ωραία και μάλιστα το συγκεκριμένο τραγούδι είναι πολύ κόσμιο ως προς τον στίχο, τη μουσική και έχει μέσα και ένα σκοπό του Νίκου Φάκαρου, του Ικαριώτη βιολιστή, πάνω στον οποίο λέω εγώ το ρεφρέν. Είναι ένα τραγούδι που υμνεί την αγάπη και την Ικαρία. Δεν έχει δηλαδή βωμολοχίες και τα λοιπά.
Στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτού του είδους τις μουσικές, γι’ αυτό και υποθέτω το τονίζετε
Το τονίζω γιατί με ενοχλεί πάρα πολύ. Εγώ πιστεύω ότι όπως η Χρυσή Αυγή απομονώθηκε από τη Βουλή και χαρακτηρίστηκε ως εγκληματική οργάνωση και πήγε εκεί που έπρεπε να πάει, αυτό που λέγεται trap πρέπει επίσης να απομονωθεί και από τα ραδιόφωνα, αλλά και από τους Συλλόγους και τα Σωματεία μας. Απορώ πώς ένας γονιός δεν έκανε μία προσφυγή στη δικαιοσύνη μέχρι τώρα και να διαφυλάξει τα μικρά παιδιά. Έτσι πια, βλέπουμε συμμορίες ανηλίκων, βλέπουμε μαχαιρώματα και αναρωτιόμαστε μετά πώς γίναμε έτσι. Μα είναι εδώ ο λόγος, γιατί δεν το σταματάει κάποιος;
Σας έλειψε η επαφή με τον κόσμο μετά τα δύο προηγούμενα χρόνια της πανδημίας;
Μου είχε λείψει πάρα πολύ, αλλά το θέμα είναι ότι έλειψε και στον κόσμο αυτή η επαφή και το βιώνω σε κάθε παράσταση.
Τι θα ακούσουμε στις συναυλίες της Θεσσαλονίκης;
Είναι δικές μου συναυλίες, με πρωταγωνιστή το δικό μου ρεπερτόριο. Τραγούδια του Δημήτρη Παπαδημητρίου όπως το «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια» και το «Σκάκι», του Κορακάκη τη «Σκέψη της τρελής», το «Πρώτο φθινόπωρο», «Μάνα που ζω», του Χρήστου Νικολόπουλου το «Με του τρελού τον πυρετό», τραγούδια από τη συνεργασία μου με τον Παντελή Θαλασσινό, τον «Γκρεμό» του Μάνου Χατζιδάκι, άλλα δικά μου σκόρπια τραγούδια, τον «Καφέ» του Δημήτρη Παπαδόπουλου που τον λατρεύω και θα πούμε τραγούδια και για τη Σμύρνη και μεγάλα λαϊκά τραγούδια που όλοι αγαπάμε.
*Ο Γεράσιμος Ανδρεάτος θα είναι στη Θεσσαλονίκη για δύο συναυλίες. Την Παρασκευή 22 Ιουλίου στο λιμάνι της Νέας Μηχανιώνας με δωρεάν είσοδο για το κοινό, έχοντας μαζί του την ορχήστρα του Κωνσταντίνου Βελλιάδη και την τραγουδίστρια Μαρία Καρανδρέα και το Σάββατο 23 Ιουλίου στο Κτήμα Αξιού “Θέασις” με τη συμμετοχή της τραγουδίστριας Νέλλης Αμαραντίδου και ενός φωνητικού συνόλου.